-Θα τα καταφέρει η κόρη σας κύριε Ευσταθίου, επαναλάμβανε καθησυχαστικά ο γιατρός. Δεκαπεντάχρονο κορίτσι είναι, δυνατό και με θέληση για ζωή…
-Σας ευχαριστώ γιατρέ μου, ο Θεός να σας έχει καλά ψιθύριζε ο κ. Γιώργος και έπαιρνε κουράγιο για να συνεχίσει, να σταθεί βράχος δίπλα στη μοναχοκόρη του.
Όλο το χωριό έτρεξε να βοηθήσει την οικογένεια Ευσταθίου και με την πολύτιμη βοήθεια του κ. Γιώργου ως ειδικού στις οικοδομές, έχτισαν και πάλι το σπίτι, έως ότου η κόρη του θα έβγαινε από το νοσοκομείο.
Τίποτα βέβαια δεν ήταν το ίδιο με πριν!
Το παρατήρησε και η Ευλαμπία μπαίνοντας υποβασταζόμενη από τον πατέρα της στο νέο τους σπίτι. Ο κ. Γιώργος μάνα και πατέρας πλέον για τη μονάκριβή του, πάσχιζε για το καλύτερο. Δούλευε αρκετές ώρες την ημέρα, ώστε να μη λείψει τίποτα στη κόρη του κι όταν επέστρεφε συνέχιζε με υποχρεώσεις του σπιτιού χωρίς ποτέ να βαρυγκωμήσει, αντίθετα ήταν πάντα χαρούμενος και γελαστός μπροστά στο κορίτσι του. Κι όταν θυμόταν τη γυναίκα του, το βράδυ πριν πλαγιάσει κατάκοπος, τον έπιανε το παράπονο που τον άφησε μόνο του να μεγαλώσει ένα παιδί και σε λίγο πάλι μονολογούσε:
-Μήπως κι εσύ το ήθελες; Βραχυκύκλωμα λέει… άκου βραχυκύκλωμα στον εικοστό πρώτο αιώνα. Στον αιώνα της ταχύτητας και της ασφάλειας… βραχυκύκλωμα.
Η ζωή, όσο θυμόταν τον εαυτό του ο κύριος Γιώργος δεν ήταν ευγενική μαζί του και συνέχιζε να του δείχνει την αγένειά της.
- Γεια σου Ευλαμπία, περαστικά, της είπε παγερά η καλύτερή της φίλη και έσπευσε να χωθεί στην ομάδα κοριτσιών που είχαν κάνει ¨πηγαδάκι¨ και που μία κοιτούσαν την Ευλαμπία και μιλούσαν και μία ψιθύριζαν κάτι και έκλειναν με την παλάμη του χεριού τους το στόμα τους, σα να ήθελαν να σταματήσουν τη γλώσσα να πει αυτό που ήθελε επιτακτικά να ξεστομίσει.
- Πω, πω, πώς έγινε έτσι το πρόσωπό της; Τόσο όμορφη κοπέλα και κοίτα πόσο άσχημη έγινε! άκουγε στον αέρα να πλανώνται σχόλια για τη νέα της εμφάνιση. Άσχημη, άσχημη… Πόσο διαφορετική! Πόσο άσχημη! Κάποιες άλλες συμμαθήτριες πέρασαν από κοντά της, της ευχήθηκαν ¨περαστικά¨ κι έφυγαν σκύβοντας βιαστικά το κεφάλι χωρίς να πουν τίποτα περισσότερο.
- Καλώς όρισες Ευλαμπία η θέση σου σε περιμένει, είπε η καθηγήτριά της μόλις την είδε να μπαίνει στην αίθουσα. Δύο θέσεις ήταν άδειες άλλα κανείς δεν ήθελε να μοιραστεί το θρανίο μαζί της.
-Ευχαριστώ, ψέλλισε η Ευλαμπία και κάθισε βιαστικά. Είχε αδυνατίσει αρκετά και το φόρεμα που περίσσευε πιάστηκε από την άκρη ενός θρανίου, κάνοντας τους συμμαθητές της να χαχανίσουν σχολιάζοντας το γεγονός.
-Ησυχία παρακαλώ, κάθισε Ευλαμπία. Ξεκινάμε σήμερα με αυτό που είχαμε αφήσει στη μέση χθες. Ποια είναι η γνώμη σας παιδιά για… Τα μαθήματα είχαν προχωρήσει και η Ευλαμπία δυσκολευόταν να τα παρακολουθήσει.
Πηγαινοερχόταν καθημερινά στο σχολείο χωρίς να συμμετέχει και στα διαλείμματα ήταν κρυμμένη πίσω από θάμνους και δέντρα για να μην τη βλέπουν, ώσπου μια μέρα έπαψε και να πηγαινοέρχεται… δεν είχε νόημα πια.
-Πού πήγε άραγε ο πάτος αυτού του πηγαδιού, του σκοτεινού, αναρωτιόταν μέσα στα αναφιλητά της, όταν έμενε μόνη για ώρες στο δωμάτιο και σκεφτόταν, σκεφτόταν… και έκλαιγε.
Οι φλόγες χόρευαν τώρα σε ζευγάρια και κάθε σπίθα που παρατηρούσε η Ευλαμπία, ήταν πολύτιμη, λυτρωτική για να ξεπαγώσει όνειρα και να ζωντανέψει μια νέα πορεία ζωής.
Σκεφτόταν τον πατέρα της τότε… που είχε ζητήσει τη βοήθεια της γειτόνισσας. Κι αυτή είχε χάσει το σύζυγό της σε ατύχημα. Της ζήτησε λοιπόν να έρχεται στο σπίτι με την κόρη της Μάρω για να κάνουν παρέα στην Ευλαμπία τις ώρες που εκείνος απουσίαζε στη δουλειά. Άλλωστε τα δύο κορίτσια είχαν την ίδια ηλικία και κάποτε… και κοινά ενδιαφέροντα.
Η Μάρω, μια κοντή γεματούλα κοπελίτσα, έξυπνη κατά τα λεγόμενα της υπερήφανης μητέρας, φορούσε πάντα ένα κόκκινο φουλάρι στο λαιμό και έκανε παρέα με τις καλύτερες μαθήτριες του σχολείου, χωρίς απαραίτητα να είναι και η ίδια καλή. Η μύτη της καμπούριαζε ελαφρά, σχεδόν ανεπαίσθητα κάτω από τη χρυσαφιά λάμψη των μαλλιών της και πάντα ντυνόταν με την τελευταία λέξη της μόδας, παρόλο που το σώμα της δεν τη βοηθούσε να τo αναδείξει.
Ένα χρόνο αργότερα όλοι μαζί είχαν γίνει οικογένεια. Τότε ήταν που άρχισε νέα δοκιμασία για την Ευλαμπία!
Τα περιφρονητικά βλέμματα της Μάρως, η άρνησή της να κάνει παρέα με την ¨ασχημόπαπια¨ γιατί την ντρόπιαζε, έκαναν την Ευλαμπία να μαζέψει ένα βράδυ τη βαλίτσα της και να φύγει από το σπίτι.
Ζήτησε βοήθεια από την καλύτερη φίλη της μητέρας της, η οποία για λίγο τη φιλοξένησε στο σπίτι της… για λίγο, γιατί η φίλη της μητέρας της είχε κι αυτή παιδιά… και τα παιδιά είχαν μάτια… και στόμα…
- Είστε σίγουρη ότι μπορείτε να ανταπεξέλθετε; Η δουλειά στα πλυντήρια είναι απαιτητική, κουραστική, της είπε ο Διευθυντής της ιδιωτικής κλινικής στην οποία βρήκε δουλειά μετά τη φυγή της από το σπίτι της καλύτερης φίλης της μητέρας της. Δουλειά και διάβασμα μοίραζαν τώρα τη ζωή της Ευλαμπίας μέχρι να πετύχει το σκοπό της. Τις σπουδές στην ιατρική και τη βελτίωση της εμφάνισή της.
Ο πατέρας της μετά από προσπάθειες, κατάφερε να τη βρει και την παρακάλεσε να δεχτεί τη βοήθεια και τη συμπαράστασή του. Κι εκείνη δέχτηκε…
Ακολούθησαν επεμβάσεις στο πρόσωπό της από μεγάλο καταξιωμένο πλαστικό χειρουργό. Η Ευλαμπία σιγά σιγά έβλεπε και πάλι το πρόσωπό της να αλλάζει προς το καλύτερο και να παίρνει μία μορφή γοητευτική, όμορφη!
Τακτοποίησε με τη τσιμπίδα τα ξύλα, πρόσθεσε ακόμη ένα, χώθηκε στην πολυθρόνα με την κούπα στο χέρι και με το ζεστό ρόφημα να μαλακώνει τα σωθικά της και ονειρεύτηκε την αυριανή μέρα... ήταν έτοιμη. Ναι, σε όλα της ήταν έτοιμη. Την περίμενε χρόνια αυτή τη στιγμή!
-Ευλαμπία Ευσταθίου του Γεωργίου πλαστική χειρουργός, φώναξε την επόμενη μέρα ο πρύτανης. Η Ευλαμπία με αργό και σίγουρο βήμα ανέβηκε να παραλάβει τους κόπους της. Λυγερή και όμορφη όσο ποτέ μετά τις επιτυχημένες επεμβάσεις, είχε καταφέρει να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή της και συνάμα να ξαναεμπιστευτεί τον εαυτό της και τον κόσμο. Με γαλάζιο φόρεμα που αγκάλιαζε το καλογυμνασμένο κορμί της, τις καστανόξανθες μπούκλες που κυμάτιζαν πέρα δώθε καθώς εκείνη προχωρούσε και με βλέμμα όλο καλοσύνη και ικανοποίηση πήρε το πτυχίο της, το κλειδί της νέας της ζωής. Ο χρόνος δεν της αντιστάθηκε. Κύλησε ανενόχλητος υπέρ της και έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα.
-Άσε τη ζωή να σου χρωστάει, της είχε πει κάποτε στα δύσκολα ο πατέρας της. Και να που τώρα η ζωή ξεχρέωνε.
Αργότερα έκλεισε πίσω της με ικανοποίηση την πόρτα του σπιτιού τους, άφησε τα κλειδιά και τα ρέστα από την εφημερίδα πάνω στο κομοδίνο, την εφημερίδα στο τραπεζάκι και σηκώνοντας ψηλά το πτυχίο της, έκανε κύκλους στο δωμάτιο για να πιστέψει ότι τα είχε καταφέρει.
-Και πάλι συγχαρητήρια της είπε ο γιατρός της, ο άγγελός της… και ξέρεις τώρα, από αύριο κιόλας… δουλειά!
Έπιασε άμεσα δουλειά στην κλινική του ¨καλού¨ της. Το πρώτο της περιστατικό ήταν όταν μετά από φωτιά σε νυχτερινό Κέντρο Διασκέδασης της πόλης, έπρεπε να εξετάσει το καμένο πρόσωπο μιας κοπέλας, κοντής, γεματούλας, με ένα κόκκινο φουλάρι στο λαιμό…
Συγγραφέας: Ελένη Μπλιούμη – Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου