Ήταν ένα Σαββατιάτικο καλοκαιρινό απογευματάκι προς τα μέσα του Ιουνίου όχι από τα πολύ ζεστά από αυτά τα όμορφα τα γεμάτα μυρωδιές και αρώματα. Ο μπαμπάς ταξίδι στην Ιταλία για δουλείες, εγώ και η μαμά μου μόνες μας στο σπίτι μια παλιά αρχοντική μονοκατοικία με υπέροχο κήπο γεμάτο λεμονιές, πορτοκαλιές, γιασεμιά και νυχτολούλουδα που μοσχοβολούσαν και όμορφες τριανταφυλλιές διαφόρων χρωμάτων είχαμε και δυο χελωνάκια θυμάμαι και ένα μαγκανοπήγαδο με ένα μεγάλο στρογγυλό μαρμάρινο τραπέζι στην μέση της αυλής. Ω! Πόσα και πόσα παιχνίδια δεν έπαιζα σε αυτή την αυλή κρυφτό, κυνηγητό, μήλα... Όμως το αγαπημένο μου ήταν όταν σκαρώναμε παραστάσεις με τους φίλους μου κάθε Σάββατο βράδυ και τις παρουσιάζαμε στο κοινό μας που απαρτιζόταν από τις γάτες τις γειτονιάς από τη σκυλίτσα μου, την Μελίτα, και φυσικά τις μαμάδες όσων συμμετείχαμε σε αυτές. Τι όμορφα χρόνια χαρούμενα γεμάτα αγάπη και φως.
Έτσι λοιπόν είχε έρθει άλλο ένα σαββατιάτικο βράδυ και η ώρα για την παράσταση. Παίζουμε την ωραία κοιμώμενη και φυσικά εγώ είμαι η κοιμώμενη, δική μου η πρόταση, δική μου η σκηνή και η σκηνοθεσία θα λέγαμε σήμερα, όμως δεν είχα πάρει το ρόλο μόνο γι' αυτό αλλά και γιατί τα αλλά δυο κοριτσάκια ήταν πολύ μελαχρινά και δεν ταίριαζαν εγώ καστανόξανθη με πράσινα μάτια έφερνα ποιο πολύ. Οπότε η απόφαση πάρθηκε ομόφωνα και πανηγυρικά από όλους τους ηθοποιούς. Εγώ σήμερα την κοιμωμένη και με κλήρο οι άλλες την χιονάτη το ερχόμενο Σάββατο.
Η χαρά μου δεν περιγραφόταν. Η αγαπημένη μου γιαγιά μου είχε μεταποίησει ένα λιλά φορεματάκι με τριαντάφυλλα το οποίο άφηνε και τους δυο ώμους ακάλυπτους με ένα μεγάλο χαμόγελο ήταν στενό ως την μέση και άνοιγε από εκεί και κάτω. Την μέση μου την κοσμούσε μια όμορφη κίτρινη ζώνη, φόρεσα και ένα στέμμα που είχε η αποκριάτικη στολή μου της βασίλισσας και ήμουν έτοιμη μια πραγματική ωραία κοιμώμενη.
Έτσι λοιπόν ανέβηκα στη σκηνή από κάτω εκτός από τις μαμάδες των ηθοποιών είχαν έρθει και όλες οι μαμάδες της γειτονιάς με τα παιδιά τους. όλα πήγαν τέλεια και η παράσταση ολοκληρώθηκε με επιτυχία και χειροκροτήματα. Ήμουν ευτυχισμένη. Πετούσα στα σύννεφα. Η ψύχη μου ήταν γεμάτη αγάπη για όλους και για όλα. Εμείς τα παιδιά συνεχίσαμε το παιχνίδι μας και με τους φίλους μας τρώγοντας γρανίτες φράουλα και οι μεγάλοι δροσίζονταν με σπιτική λεμονάδα με μπόλικα παγάκια που είχε φτιάξει η μαμά μου και που διάφορες μεγάλες κανάτες κοσμούσαν το μαρμάρινο στρογγυλό τραπέζι της αυλής. Σε όλη αυτή την διάρκεια άκουγα τους μεγάλους να λένε πόσο όμορφο κοριτσάκι ήμουν και πως μεγαλώνοντας θα γινόμουν μια καλλονή και ίσως μια καλή ηθοποιός διότι το είχα στο αίμα μου, όπως επίσης πόσο ωραία έπαιζα την κοιμώμενη. Πόσο περήφανη αισθανόμουν, πόσο ικανοποιημένη, πόσο δυνατή, πόσο σίγουρη. Ήταν η πιο όμορφη βραδιά, η πιο μαγική που είχα περάσει. Κάποια στιγμή, όπως ήταν φυσικό, η βραδιά τελείωσε και έφυγαν και οι τελευταίοι. Εγώ ακόμα με τα ρούχα και το στέμμα της παράστασης περιφέρομαι στην μαγική μου αυλή εξτασιασμένη δεν ήθελα να τελειώσει το παραμύθι που ζούσα αν ήταν δυνατόν να μείνω σε όλη μου την ζωή ωραία κοιμώμενη.
Εκεί όμως κάπου ήταν που το παραμύθι τέλειωσε και όπως όλα τα παραμύθια έχουν το κακό δράκο του έτσι είχα κι’ εγώ είχα τον δικό μου και δεν ήταν άλλος από την ιδία μου την μητέρα. Η φωνή της ηχεί ακόμα στα αυτιά μου όπως και τα λόγια της. «Άντε επιτέλους μπες μέσα και ανέβα επάνω να αλλάξεις. Βγάλε αυτό το μικρομέγαλο ρούχο και το χαζό στέμμα από επάνω σου». Πρώτη κεραμίδα σαν να μου είχαν ρίξει παγωμένο νερό επάνω μου. Ένας κόμπος μου στάθηκε στο λαιμό μου και ένα δάκρυ στην άκρη του ματιού μου αλλά έκανα ότι δεν το κατάλαβα και μπήκα μέσα όπως μου είπε. Δεν άντεχα όμως και με όσο θάρρος είχα τρέμοντας για την απάντηση την ρώτησα «Μαμά δεν σου άρεσε το έργο;». «Καλό ήταν παιδάκι μου δηλαδή τι να μου αρέσει ειδικά ένα παραμύθι ήταν τίποτα το ιδιαίτερο». Ξανατολμώ να τη ρωτήσω πάλι αγωνιώντας τώρα πια για την απάντηση και όχι μόνο τρέμοντας, «Μαμά σου άρεσε όπως έπαιζα την κοιμωμένη;» «Ε! καλή όπως όλα τα παιδιά δεν ήσουν τίποτα το εξαιρετικό δεν είσαι και η Παξινού». Μαχαιριές τα λόγια της με όσο κουράγιο μου είχε απομείνει στην παιδική μου ψύχη την ρωτώ πάλι «Δεν ήμουν πολύ όμορφη;» διψώντας για ένα θετικό της σχόλιο τουλάχιστον αυτό το άκουγα που έλεγαν όλοι. Η απάντηση της ήρθε τώρα ποιο θυμωμένη και με φόρα. «Τι έχεις πάθει πια εσύ παιδάκι μου μπορείς να μου πεις; Τι νομίζεις ότι είσαι η Βουγιουκλάκη; Καλά βεβαία έχεις και ωραιοπάθεια κοιτά μάζεψε το μυαλό σου συγκεντρώσου στα μαθήματα σου και άσε αυτά τα χαζά άντε πήγαινε να αλλάξεις τώρα γιατί η ώρα είναι περασμένη και πέσε για ύπνο ωραία κοιμωμένη». Όλο το όνειρο είχε γκρεμιστεί σκόνη και θρύψαλα με είχαν χτυπήσει και δεν ξέρω πόσα βολτ με το κεφάλι σκυμμένο νιώθοντας συντετριμμένη απογοητευμένη σοκαρισμένη πληγωμένη και γεμάτη απόρριψη, θυμό και απέραντη λύπη ανέβηκα στο δωμάτια μου έβγαλα το φόρεμα και το στέμμα μου και έπεσα στο κρεβάτι μου να κοιμηθώ. Το πρωί της άλλης μέρας σηκώθηκα κακόκεφη και δυστυχής όπως ήταν φυσικό πιστεύοντας πως θα έπρεπε να σταματήσουν οι παραστάσεις αφού δεν ήμουν καλή σε αυτό και εφόσον έπρεπε να επικεντρωθώ στα μαθήματα μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω την συμπεριφορά της μαμάς μου διότι δεν ήταν έτσι ποτέ πάντα ήταν χαμογελαστή προστατευτική και υποστηρικτική αλλά το μυαλουδάκι μου τότε δεν μπόρεσε να δώσει καμιά εξήγηση.
Ο καιρός πέρασε εγώ μεγάλωσα και το γεγονός ξεχάστηκε. Μετά από χρόνια και ενώ από καιρό σε καιρό ερχόταν στην θύμηση μου η συμπεριφορά της αυτή και τα λόγια εκείνης της βραδιάς τα οποία βαθιά μέσα μου τα ένιωθα σαν αγκάθια την ρώτησα γιατί είχε φερθεί έτσι και πως είναι δυνατόν μια μάνα α πετσοκόβει τα φτερά του παιδιού της, και η απάντηση που πήρα με έκανε να καταλάβω πόσο πολύ με αγαπούσε και με αγαπά και να κατανοήσω πόσο ταράχτηκε. Εκείνη την βραδιά λοιπόν όντας από κάτω ως θεατής και εκείνη έβλεπε πόσο μαγική ήμουν πόσο λαμπερή, πόσο φωτεινή, πόσο όμορφη κόρη είχε όπως το έβλεπαν και οι άλλοι οι όποιοι το σχολίαζαν, φοβήθηκε λοιπόν μήπως τα μυαλά μου πάρουν αέρα και σταματήσω να διαβάζω παρατήσω το σχολείο και ακόμα χειρότερα μήπως αργότερα μεγαλώνοντας με ξεμυαλίσει κάποιος επιτήδειος με κοροϊδέψει και με πληγώσει η και θελήσω να γίνω θεατρίνα η τραγουδίστρια οπότε κατά την γνώμη της έπρεπε να μου μιλήσει έτσι για να μου κόψει τα φτερά.
Τώρα τόσα χρόνια μετά ως μάνα και εγώ την κατανοώ από μια μεριά κατανοώ ότι φοβήθηκε έπλασε μια φαντασία και ένα δράκο στο μυαλό της σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής η ιδιαίτερη ομορφιά ήταν αμαρτία και προκαλούσε πολλές φασαρίες και προβλήματα. Τώρα όταν φέρνω αυτήν την ιστορία στο μυαλό μου έχω ανάμεικτα συναισθήματα κάτι σαν κλαυσίγελος έχω μια νοσταλγία για την αυλή μου με τα γιασεμιά τα νυχτολούλουδα τις μυρωδιές, ένα χαμόγελο, μια χαρά για τα αστεία που κάναμε για τα λόγια που μπερδεύαμε στις πρόβες μέχρι να τα μάθουμε αλλά έναν πόνο για την απόρριψη που ένιωσα εκείνη την βραδιά και μια πίκρα από τα σκληρά λόγια της μάνας μου, που άθελα της στην προσπάθεια της να με προστατεύσει είχε ξεστομίσει. Όμως δεν της κρατώ καμιά κάκια ότι και να κάνει ότι και να πει πάνω από όλα είναι η μαμά μου με αγαπά πολύ με τον δικό της τρόπο και την αγαπώ κι εγώ.
Συγγραφέας: Ρένα Λάσκου – Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου