Θυμάμαι
τα ανέμελα χρόνια που ήμουν παιδί. Τις αλάνες, ναι το Μαρούσι τότε είχε αλάνες,
που παίζαμε με όλα τα παιδιά της γειτονιάς, αλλά και τα παιδιά της άλλης
γειτονιάς. Ναι, τότε υπήρχαν γειτονιές. Ανά γειτονιά χωριζόμασταν και στα παιχνίδια
μας πολλές φορές. Θυμάμαι τα παιχνίδια μας, το κρυφτό που για να μη μας βρουν
κρυβόμασταν σε άλλη γειτονιά. Τόσο μακρινή που δεν ακούγαμε καν το μέτρημα και
το φτου ξελεφτερία. Τα μήλα, το κουτσό, τα μολυβένια στρατιωτάκια, το σκοινάκι και
ότι αυτοσχέδιο παιχνίδι μπορούσε να σκαρφιστεί ο μικρός μας εγκέφαλος. Που τώρα
που το σκέφτομαι ήταν τεράστιος σε φαντασία και δημιουργικότητα!
Τότε για να
παίξουμε είχαμε τους φίλους μας, δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο. Τώρα; Υπάρχουν
φίλοι; Ναι υπάρχουν. Ολογράμματα. Έτσι λέγονται πια. Θυμάμαι το ποδήλατο. Αχ
αυτό το ποδήλατο, που προσπαθούσαμε όλο το χρόνο να είμαστε καλά παιδιά για να
μας φέρει ο Αϊ Βασίλης ένα ολοκαίνουριο γρήγορο ποδήλατο για να βγαίνουμε
πρώτοι στους αγώνες. Θυμάμαι τη μυρωδιά του χώματος, χώμα μπλεγμένο με ασβέστη,
τσουκνίδα και κοπριά. Θυμάμαι τη μυρωδιά της άνοιξης που άνθιζαν οι αμυγδαλιές
και τη μυρωδιά του φθινοπώρου. Τώρα όλα έχουν γίνει ένα. Δε ξεχωρίζεις
μυρωδιές, εποχές, όλα μυρίζουν τσιμέντο και καμένα λάστιχα στα τζάκια. Θυμάμαι την ανυπόφορη φαγούρα όταν ακουμπούσαν
οι τσουκνίδες τα γυμνά μας γόνατα. Ξέραμε όμως και τρέχαμε να βρούμε μολόχα να
βάλουμε γρήγορα πάνω να μας περάσει. Μολόχα. Αναγνωρίζαμε μέσα στα χωράφια ποια
είναι η μολόχα, ποια η τσουκνίδα, ποιο το χαμομήλι. Τώρα υπάρχουν παιδιά που
δεν έχουν δει από κοντά πως είναι μια λεμονιά. Ενώ εμείς τότε δεν αγοράζαμε
λεμόνια, τα κόβαμε από το δέντρο που ήταν στο πεζοδρόμιο. Ούτε καν στην αυλή
μας, αλλά στο πεζοδρόμιο. Τα πεζοδρόμια
στο Μαρούσι τότε ήταν στολισμένα από λεμονιές και νεραντζιές.
Θυμάμαι τη μαμά
μου να βγαίνει τα απογεύματα του καλοκαιριού στο μπαλκόνι και να
φωνάζει τον
αδερφό μου να ανέβει επιτέλους στο σπίτι και εκείνος πέντε χρονών τότε να της
λέει, τον βλέπεις τον ουρανό; Θα ανέβω όταν βγουν τα αστέρια. Έτσι ξέραμε την
ώρα τότε, δεν υπήρχαν ρολόγια, μόνο ο ήλιος, το φεγγάρι και το στομάχι μας όταν
πεινούσε. Θυμάμαι το βλέμμα της μαμάς μου όταν έβγαινε στο μπαλκόνι να τσεκάρει
που είμαστε, και αν δε μας έβλεπε έβαζε φωνή και αν δεν απαντούσαμε ρωτούσε
πάντα τη γειτόνισσα που έπλεκε στο διπλανό μπαλκόνι. Εκείνο το βλέμμα της μαμάς
μου που η μόνη ανησυχία της ήταν αν έχουμε πέσει. Και το συγκρίνω με το δικό
μου βλέμμα προς το γιο μου που η ανησυχία μου είναι όχι μη πέσει αλλά μην μου
τον κλέψουν! Ποια μαμά αφήνει το παιδί της να παίξει πια στις γειτονιές της
Αθήνας… Μα υπάρχουν ακόμα αλήθεια γειτονιές; Θυμάμαι αυτά τα ξέγνοιαστα χρόνια…
για όλους μας…
Συγγραφέας: Μαρίνα Πλούμπη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου