Χριστός Ανέστη! Αληθώς ο
Κύριος! Ακούγονταν οι ευχές των συγχωριανών καθώς το φως από τις λαμπάδες
τρεμόπαιζε. Το μικρό ξωκλήσι στεκόταν αγέρωχο στην κορυφή του βράχου και
φωτιζόταν μόνο από τα φώτα των λαμπάδων και ένα μικροσκοπικό φως πάνω από την
ξύλινη μπροστινή πόρτα. Η φουντωτή βελανιδιά που έστεκε δίπλα του χρόνια τώρα
σκοτείνιαζε το χώρο, μην αφήνοντας πολλά περιθώρια να φωτισθεί καλύτερα.
- Ελάτε γρήγορα! Μαριώ μην
χαζολογάς! Να προλάβουμε να περάσουμε πριν μαζευτεί πολύς κόσμος, φώναξε ο
πατέρας.
Ο Μητρούσης, η Βαγγελιώ και
εγώ τρέξαμε να τον συναντήσουμε. Σταθήκαμε στην άκρη της γέφυρας και αφού
πέρασε πρώτα ο πατέρας με τον φακό, μας έφεξε για να διασχίσουμε και εμείς την
σιδερένια κουνιστή γέφυρα.
Μόλις μπήκαμε στο σπίτι, η
μητέρα έτρεξε να μας αγκαλιάσει και να μας ευχηθεί. Πήρε τις αναμμένες λαμπάδες
και αφού σταύρωσε την είσοδο, τις τοποθέτησε πάνω από το τζάκι που σιγόκαιγε
χαμηλή φωτιά.
- Πως ήταν η ανάσταση; Είχε
πολύ κόσμο; ρώτησε τον πατέρα.
- Καλά ήταν και μαζεύτηκε όλο
το χωρίο. Φέτος φοβήθηκα πάνω στην γέφυρα. Πάνε χρόνια που δεν έχει γίνει
συντήρηση. Θα μιλήσω με την πρώτη μου ευκαιρία με τον δήμαρχο. Η μητέρα σου που
είναι; Θα έρθει στο τραπέζι;
Η γιαγιά μου, η Γιαννούλα ήταν
χρόνια τυφλή. Παρά την ηλικία της δεν αντιμετώπιζε άλλα προβλήματα υγείας. Πήρε
την ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα της και κάθισε δίπλα στο τραπέζι, εκεί που
κάθεται πάντα.
Η μητέρα μόλις είχε τελειώσει
με το στρώσιμο του τραπεζιού και μας φώναξε να κάνουμε την προσευχή και να φάμε
πριν κρυώσει η μαγειρίτσα. Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα. Ο πατέρας σηκώθηκε να δει
ποιος ήταν μέσα στη νύχτα. Άναψε το φως της εξώπορτας και είδε πως μια γυναίκα
βρισκόταν έξω και περίμενε.
- Καλησπέρα! είπε. Χριστός
Ανέστη! Χρόνια Πολλά!
- Χρόνια πολλά! απάντησε ο
πατέρας και παραμέρισε να μπει μέσα η γυναίκα καθώς είχε αρχίσει να βρέχει.
- Συγνώμη για την αναστάτωση,
μέρα που είναι αλλά ψάχνω τον γιο μου. Τον έχασα μετά την λειτουργία και δεν
τον βρίσκω πουθενά.
- Λυπούμαστε αλλά δεν
γνωρίζουμε κάτι. Από πού μας έρχεσαι; ρώτησε η μητέρα.
- Έρχομαι από το διπλανό
χωρίο, τον Ψηλόβραχο.
- Κάτσε λίγο στη φωτιά να
ξαποστάσεις και να ζεσταθείς και φεύγεις όταν ηρεμήσεις. Η μητέρα πρόσφερε στην
γυναίκα λίγο κρασί και ένα κόκκινο αυγό.
- Ευχαριστώ, αποκρίθηκε η
γυναίκα και άνοιξε ένα καλάθι που κουβαλούσε μαζί της και έβαλε το αυγό μέσα.
Μπόρεσα να διακρίνω κάτω από
την πετσέτα που σκέπαζε το καλάθι και άλλα κόκκινα αυγά. Πολύ περίεργο,
συλλογίσθηκα.
Η γιαγιά μην μπορώντας να δει
απλά καθόταν ήσυχη στην πολυθρόνα της χωρίς να μιλάει. Η μητέρα έδωσε στη
γυναίκα μια πετσέτα για να σκουπίσει τα βρεγμένα της μαλλιά. Εκείνη σηκώθηκε
για λίγο όρθια και τότε παρατήρησα την ολόισια κορμοστασιά της, το υπέροχο
λευκό κεντητό της φόρεμα και πόσο υπέροχα κυμάτιζαν τα μαύρα σπαστά μαλλιά της.
Έκατσε λίγο ακόμα και μετά αφού μας ευχαρίστησε για την φιλοξενία, έφυγε μέσα
στη νύχτα έχοντας αγκαλιά το καλάθι της με τα κόκκινα αυγά. Μόλις έκλεισε η
πόρτα, η γιαγιά φώναξε να διπλοκλειδώσουμε και ζήτησε από την μητέρα να
λιβανίσει το χώρο. Κανείς δεν καταλάβαινε το λόγο.
- Θα σας πω το πρωί, μας
δήλωσε και κλείσθηκε στο δωμάτιο της.
Την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκε
η γιαγιά και χωρίς να μας καλημερίσει είπε:
- Η γυναίκα ήταν η Λαμπρινή
από τον Ψηλόβραχο που είχε πέσει στον γκρεμό από την σιδερένια γέφυρα, πριν
πολλά χρόνια, πριν ακόμα γεννηθώ, έχοντας στην αγκαλιά της το νεογέννητο
αγοράκι της. Ήταν Ανάσταση όταν έγινε το συμβάν και από τότε λέγεται στα χωριά
ότι κυκλοφορεί η ψυχή της κάθε Ανάσταση και ψάχνει τον χαμένο της γιο. Τα
κόκκινα αυγά που κουβαλάει είναι από τα σπίτια που έχει επισκεφτεί ψάχνοντας
τον γιο της.
Μείναμε όλοι να κοιταζόμαστε
χωρίς να θέλουμε να πιστέψουμε ότι όσα έλεγε η γιαγιά ήταν αλήθεια. Ξαφνικά
χτύπησε η πόρτα και ήταν η γειτόνισσα μας, η Σοφία που είχε έρθει λαχανιασμένη.
- Τι έπαθες Σοφία και τρέχεις
πρωί-πρωί; την ρώτησε η μητέρα.
- Είστε καλά; Ευτυχώς! Χθες το
βράδυ μου είπε η κυρά Φώταινα, ότι καθώς κοιτούσε έξω από το παράθυρο της, είδε να μπαίνει στο σπίτι σας μια μαύρη σκιά,
σαν σύννεφο. Από την τρομάρα της δεν έβγαλε άχνα μέχρι να ξημερώσει!
- Μια γυναίκα μας επισκέφθηκε.
Έψαχνε το γιό της, αποκρίθηκε η μητέρα εντελώς φυσιολογικά.
- Δεν ήταν άνθρωπος αυτό που
μπήκε, ήταν σκιά, την είδε καθαρά και να μπαίνει και να βγαίνει από το σπίτι
σας, επεσήμανε με σιγουριά.
Σε αυτά τα λόγια η γιαγιά
Γιαννούλα γύρισε την πλάτη και ξανά κλείσθηκε στο δωμάτιο της. Δεν χρειαζόταν
να πει τίποτα περισσότερο.
Συγγραφέας: Χριστίνα Στεφανίδου - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου