Η Μαρίζα ήταν ένα ντροπαλό
κοριτσάκι, σπάνια γελούσε και κρυβόταν στο δωμάτιο της κάθε φορά που ερχόταν
κόσμος στο σπίτι. Στο σχολείο ήταν πολύ μοναχική παρά τις προσπάθειες των
δασκάλων να την εντάξουν στις παρέες των συμμαθητών. Μόνο με τη δασκάλα της
μουσικής είχε στενή επαφή και επιζητούσε τη συντροφιά της ακόμη και μετά το
μάθημα μουσικής.
Από τα 5 της χρόνια είχε
δείξει ενδιαφέρον για το βιολί που
γνώριζε από τον παππού της, αυτοδίδακτο βιολιτζή. Ο παππούς έπαιζε κυρίως σε λαϊκά
πανηγύρια. Τα νησιώτικα ήταν η αδυναμία του, κυρίως ο ρυθμός του μπάλου και του
Ικαριώτικου. Η Μαρίζα λάτρευε τον παππού
και ζητούσε από τους γονείς της να την πηγαίνουν συχνά στο σπίτι του. Έπεφτε
στην αγκαλιά του και μετά του ζητούσε να
παίξει βιολί. Η μουσική του φάνταζε
μαγική στο μυαλουδάκι της κι όταν
τελείωνε το παίξιμο τον χειροκροτούσε
δυνατά. Ο παππούς ήταν πολύ περήφανος
για την Μαρίζα του και στα έβδομα γενέθλιά της, της έκανε δώρο ένα μικρό ροζ βιολί.
Έλαμψε το προσωπάκι της όταν το πήρε στα
χέρια της κι άρχισε να το χαϊδεύει με τα δακτυλάκια της. Ο παππούς της έδειξε
πως θα το κρατάει και πως θα κινεί το δοξάρι πάνω στις χορδές.
Η απόκτηση του δικού της
βιολιού άλλαξε λίγο τη συμπεριφορά της. Έδειχνε πιο χαρούμενη τώρα κι ανυπομονούσε να γυρίσει σπίτι από το
σχολείο για να πιάσει το βιολί. Η
δασκάλα της μουσικής συμβούλευσε τους
γονείς της να της κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι διότι διέκρινε ότι είχε
ταλέντο. Η μεγαλύτερη χαρά της Μαρίζας ήταν να έχει ακροατή τον παππού και η
συγκίνηση της μεγάλη στο δυνατό χειροκρότημά του.
Μετά τον ξαφνικό θάνατο του
παππού η Μαρίζα έπεσε σε μελαγχολία και
δεν έπιασε το βιολί για ένα χρόνο. Ζήτησε από τους γονείς της να το κρύψουν,
δεν ήθελε πια ούτε να το βλέπει. Αρνιόταν να πάει σχολείο και κλεινόταν όλο και
περισσότερο στον εαυτό της. Μια Κυριακή απόγευμα ζήτησε από τη μητέρα της να
της φέρει το βιολί. Πόση χαρά ένιωσε τότε η μάνα. Της το έφερε χαμογελαστή και η Μαρίζα αποσύρθηκε στο δωμάτιο
της κι άρχισε να παίζει.
Όταν σταμάτησε να παίζει, ακούει ένα δυνατό χειροκρότημα και αναφωνεί ευτυχισμένη «Παππού, παππούλη μου
αγκάλιασε με σφιχτά, μη φύγεις σε παρακαλώ μη φύγεις ξανά, σε θέλω κοντά μου
όταν παίζω βιολί. Θέλω να βλέπω τα μάτια σου να δακρύζουν, το γλυκό σου
χαμόγελο να με εμψυχώνει κι εγώ να
παίζω, να παίζω ασταμάτητα. Όχι, όχι παππού μη φεύγεις, μη! Μη!». Έντρομη η
μητέρα της τρέχει στο δωμάτιο και τη βρίσκει σε κατάσταση υστερίας να σφίγγει
σφιχτά στην αγκαλιά της το βιολί και να κλαίει με αναφιλητά ουρλιάζοντας
«Η μεγάλη τραυματική
εμπειρία από την απώλεια του παππού πυροδότησε
την ψυχική νόσο που υπόβοσκε στο μυαλό
της και εκδηλώθηκε με το τραυματικό σοκ». Αυτά είπε ο ψυχίατρος που τον
επισκέφθηκαν την επόμενη ημέρα. Η Μαρίζα ξεκίνησε φαρμακευτική αγωγή και δεν
ξανάπιασε το βιολί.
Αφιερωμένο στη μνήμη του παππού που έφυγε
νωρίς.
Συγγραφέας: Ευτυχία Χαλκιά - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου