Την
ώρα που κατέβαινα από το αεροπλάνο ένιωσα ανακούφιση. Δεν έπρεπε να το δείξω.
Έπρεπε να φαίνομαι σκληρός, μετανιωμένος, πικραμένος και απογοητευμένος που με
είχαν συλλάβει. Και ήξερα πώς να παίξω το παιχνίδι. Χρόνια επαγγελματίας
ηθοποιός. Όχι από αυτούς του θεάτρου. Απ’ τους άλλους. Της ζωής, της
πραγματικότητας. Τα σκαλιά λιγόστευαν και ένιωθα τη ζωή μου σα να ξεκινάει από
τώρα. Τι ειρωνεία, φυλακισμένος ελεύθερος! Τουλάχιστον πλέον είχα μόνο
χειροπέδες στα χέρια μου. Τέλος τα αίματα, οι δολοπλοκίες, τα ψεύτικα χαρτιά,
τα χρήματα. Τώρα μόνο χειροπέδες. Οι συνοδοί μου με μεταφέρουν στο κελί. Το
προσωρινό, το βρώμικο. Αυτό που θυμίζει φυλακή και σαπίλα.
Ακούω
από μακριά τον κόσμο να λέει «ζήτω». Τον κόσμο που δεν ξέρει, τον κόσμο που
είναι ανίδεος, που ότι του σερβίρουν το καταπίνει αμάσητο, λέει «ευχαριστώ» και
μετά ζητάει το λογαριασμό. Και τον πληρώνει, χωρίς αντίρρηση, χωρίς να πει
κουβέντα. Ποιος θα βρεθεί να πει ήρωα το Στρος Καν; Κανείς. Ούτε ένας. Αλλά
λίγοι ξέρουν. Και πλέον όλοι είναι νεκροί. Από τον πιο μικρό έως τον πιο υψηλά
ιστάμενο.
Ποτέ
δε συμπάθησα την ιεραρχία, το σύστημα, εκείνον. Εκείνον που με βοήθησε να πέσω.
Τάχα φίλος, τάχα σύντροφος. Τάχα αγωνιστής για ένα καλύτερο αύριο κι ένα κόσμο
χωρίς διαφθορά. Και τώρα όλοι λένε «ζήτω, ένας ακόμα διεφθαρμένος έφτασε στο
τέλος. Γλιτώσαμε απ’ αυτόν». Αλλά η διαφθορά είναι σαν τη λερναία ύδρα. Τις
κόβεις το ένα κεφάλι και πετάγονται άλλα δύο. Πιο μεγάλα, πιο δυνατά.
Ωχ,
το πλήθος έρχεται καταπάνω μας. Τους βλέπω από μακριά. Τώρα πρέπει να φανείς
δυνατός. Ήταν επιλογή σου όλο αυτό. Δεν είσαι κι εσύ κανένας αθώος. Το
ελαφρυντικό «δεν ήξερα που έμπλεκα» ή «δεν κατάλαβα πόσο μπορεί να περιπλεχτούν
τα πράγματα» δεν ισχύει πια. Έχουν αλλάξει οι εποχές. Έχουν αλλάξει οι
άνθρωποι, αρχίζουν να απαιτούν όλο και πιο πολλά. Αλλά εγώ πλέον δε φοβάμαι.
Είμαι ζωντανός, ενώ ήδη θα έπρεπε να είμαι 6 μέτρα κάτω απ’ τη γη. Και αυτό για
ένα μαχητή σαν κι εμένα είναι η μεγαλύτερη νίκη.
Ναι,
δε μου αρέσει η γνώμη που έχει ο κόσμος για μένα. Δε μου αρέσει που όλη την
ευθύνη την παίρνω εγώ, ενώ δεν ήταν έτσι. Και φυσικά δε μου αρέσει καθόλου που
πέθαναν τόσοι άνθρωποι για να μείνει αυτό το μυστικό κρυφό και που εγώ δεν
μπορώ να το πω ούτε στη γυναίκα μου αλλά όλα τα έκανα γι’ αυτήν. Όχι μόνο γι’
αυτήν. Και για τα παιδιά μου. Και για όλο τον κόσμο. Για να υπάρξει ένας κόσμος
νέος, φρέσκος, καινούργιος, απαλλαγμένος απ’ όλους αυτούς που κινούν τα νήματα.
Οι
άντρες της φρουράς κάνουν καλά τη δουλειά τους. Διώχνουν το εξαγριωμένο πλήθος
μακριά. Τα αυγά και τα λόγια τους δε φτάνουν να με ακουμπήσουν καν. Σε 3 βήματα
θα είμαι μέσα στο κτίριο. Και πλέον η παλιά ζωή θα έχει τελειώσει. Θα είναι μια
ζωή μοναξιάς, η καινούργια. Αλλά θα ζω. Είμαι ο μοναδικός απ’ τους δέκα που
κατάφερε να ζήσει. Και δε θα το βάλω κάτω. Θα βρω την άκρη. Και τον ένοχο. Θα
τον βρω και θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Μπροστά στην καμαριέρα.
Ήταν τόσο καλή. Έπαιξε τόσο καλά το ρόλο της. Μέχρι και γω ο ίδιος ήταν φορές
που απόρησα. Μήπως την παρενόχλησα; Μήπως δεν είχα πάρει τα χάπια μου και είχα
παραισθήσεις. Πρέπει να τα παίρνω καθημερινά. Δεν γίνεται να μην τα πάρω. Το
μυαλό μου τρελαίνεται. Γίνονται πράγματα και μετά δεν τα θυμάμαι. Πολλές φορές
ξεχνάω ακόμα και τι ήθελα να κάνω στη διάρκεια της μέρας. Αλλά όχι, τη
συγκεκριμένη μέρα τα είχα πάρει. Είμαι σίγουρος. Τα πήρα μπροστά στο
φαρμακοποιό και το γιατρό μου. Αλλά αυτοί δε μπορούν να πουν τίποτα πια. Ήταν
μέσα στους δέκα. Δεν έπρεπε να το κάνω. Ήξεραν που να με χτυπήσουν, ήξεραν πώς
να μου τη φέρουν. Ήξεραν όλες μου τις αδυναμίες, ήξεραν πως θα κινηθώ, μέχρι
που μπορώ να φτάσω και τι μπορώ να κάνω. Νόμιζα ότι θα πέσουν στην παγίδα που τους
έστηνα τόσα χρόνια. Αλλά έπεσα εγώ στην παγίδα που μου έστηναν αυτοί πριν ακόμα
αρχίσω να σχεδιάζω τη δική μου. Είναι καλοί παίκτες. Πολύ καλοί. Αυτό πρέπει να
το παραδεχτώ. Είναι πολύ προσεκτικοί, πολύ οργανωτικοί. Σα ρομπότ. Σε ένα
κτίριο χιλιάδες γραφιάδες πολεμούν το κακό κάνοντας ακόμα μεγαλύτερο κακό. Αλλά
θα εκδικηθώ. Έστω και απομονωμένος σε μια βίλα στο Beverly Hills, καλωδιωμένος με κάμερες, μικρόφωνα,
κοριούς και αυτή τη σιδερένια τεχνολογική μπούρδα στο χέρι μου, θα βρω ένα
τρόπο να εκδικηθώ. Γιατί αυτό είναι το κακό του συστήματος. Δεν μπορεί να
τελειώσει μία ιστορία. Πάντα την αφήνει μισοτελειωμένη για να πάει στην
επόμενη. Και αυτή τη μικρή τρυπίτσα που μου άφησαν ανοιχτή θα την εκμεταλλευτώ.
Και θα την κάνω ένα μεγάλο παράθυρο. Και μέσα απ’ αυτό θα λάμψει όλη η αλήθεια.
Ακόμα κι αν πλέον είναι αργά. Ακόμα κι αν φτάσει στ’ αυτιά ενός μόνο ανθρώπου.
Και μετά θα πάρω το όπλο του φύλακα που αυτή τη στιγμή με σημαδεύει απειλητικά
για να μην κουνηθώ έστω κι ένα εκατοστό και θα του πω «σκότωσε με, η επανάσταση
ξεκινά». Μέχρι τότε απομονωμένος, μόνος, τρελός, ακόμα και ψυχάκιας για
πολλούς, θα βρίσκομαι στην προσωπική μου φυλακή, στη σιωπή μου.
Είμαι
ο Στρος Καν, παιδί χωρισμένων γονιών, μεγαλωμένος με αυστηρές αρχές και
στρατιωτική πειθαρχία, αριστούχος στο σχολείο, πολιτικός στο σοσιαλιστικό
κόμμα, υπουργός οικονομικών και μπλεγμένος σε ένα απ’ τα μεγαλύτερα οικονομικά
σκάνδαλα του αιώνα. Διευθύνων σύμβουλος στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο,
πολύτεκνος, βουλιμικός, παντρεμένος με μια υπέροχη γυναίκα, πολυγαμικός, άθεος,
πάμπλουτος και πλέον μόνος, σιωπηλός, σχεδόν άρρωστος, πάσχων από παραισθήσεις
με ένα ηλεκτρονικό μαραφέτι στο χέρι να μετράει αντίστροφα τη δήθεν αυτοκτονία
μου (;). Όχι δε θα τους κάνω κι αυτή τη χάρη.
Είμαι
ο Στρος Καν. Αγωνιστής. Κι αυτή δεν ήταν η ζωή μου. Αυτή που αρχίζει αύριο θα
είναι η ζωή μου. C’est ma vie!
Συγγραφέας: Αργύρης
Γιαμάλογλου - Απόφοιτος Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου