«Μπήκα! Είμαι σπίτι μου! Στο ολοκαίνουριο
δικό μου σπίτι!» φώναζε η Μαρίνα εκστασιασμένη και χοροπηδούσε
στο σαλόνι. Είχε καταφέρει μόλις στα τριάντα της χρόνια να αγοράσει ένα
διαμέρισμα και μάλιστα στην αγαπημένη της περιοχή, στο Φάληρο. Ένα πρωινό
σταμάτησε στο κόκκινο φανάρι ακριβώς έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας. Περίεργη καθώς ήταν, χάζευε δεξιά και αριστερά
του δρόμου και το είδε! Είδε το πωλητήριο κολλημένο στα κάγκελα της πιλοτής.
Λες και κάποιος την είχε υπνωτίσει, έβγαλε αλάρμ και πάρκαρε το αυτοκίνητο στην
άκρη του δρόμου. Κατέβηκε και κατευθύνθηκε προς την πολυκατοικία. Μόλις το διάβασε
ήξερε ποια θα ήταν τα επόμενα βήματα της.
Όλα άρχισαν και τελείωσαν σε λιγότερο
από ένα μήνα. Πήρε τηλέφωνο τον ιδιοκτήτη και έκλεισε ραντεβού, είδε το
διαμέρισμα από κοντά, μίλησε με την τράπεζα, πήρε το δάνειο, υπογράφτηκαν τα
συμβόλαια. Μαζί με τους φίλους της το έβαψαν,
το καθάρισαν και μετακόμισαν τα έπιπλα. Και να τώρα, πρώτο βράδυ σπίτι
της! Το στομάχι της πεταρίζει από χαρά! Κουλουριάζεται στην καινούρια
αναπαυτική της πολυθρόνα και πίνει μια γουλιά από τη ζέστη σοκολάτα που είχε
φτιάξει. Καλά τα είχε καταφέρει μέχρι τώρα, αναλογίστηκε και χαμογέλασε. Δεν
είναι πολλές εκείνες που έχουν καταφέρει στα τριάντα τους να έχουν αυτοκίνητο
και σπίτι.
«Στην υγεία μου λοιπόν» ύψωσε το ποτήρι και ήπιε ακόμα μια γουλιά.
«Στην υγεία μου λοιπόν» ύψωσε το ποτήρι και ήπιε ακόμα μια γουλιά.
Το
μόνο μαύρο σημείο σε όλη αυτή τη χαρά ήταν ο Γιάννης. Ο επί έξι χρόνια
σύντροφός της. Η Μαρίνα σκεφτόταν πως όταν του το ανακοίνωσε φάνηκε πως δεν
ενθουσιάστηκε. Μάλιστα θα ορκιζόταν πως τον ενόχλησε κιόλας. Σε όλες τις
διαδικασίες ο Γιάννης συμμετείχε από λίγο έως καθόλου. Ήταν άφαντος όταν έβαφαν
και καθάριζαν το σπίτι. Μόνο στη μετακόμιση ήταν παρόν, αλλά έδειχνε σαν να
έκανε αγγαρεία. Σήμερα που μίλησαν στο τηλέφωνο και τον προσκάλεσε να περάσουν
το βράδυ μαζί, εκείνος βρήκε μια δικαιολογία και αρνήθηκε. Είχε λέει να
ξυπνήσει πρωί για να πάει σε ένα ραντεβού με τη δουλειά. Και άλλα πρωινά ήταν
έτσι, αλλά το βράδυ το είχαν περάσει μαζί. Με τη σκέψη όλων αυτών το πρόσωπο
της Μαρίνας σκοτείνιασε. Χάθηκε το χαμόγελο και πήρε τη θέση του η μελαγχολία.
Τον τελευταίο καιρό φαινόταν ότι η σχέση τους είχε βαλτώσει. Όταν δε, του είχε
αναφέρει να συγκατοικήσουν εκείνος της είχε αρνηθεί έμμεσα με διάφορες
παιδιάστικες, για εκείνη, προφάσεις. Ήταν
ξεκάθαρη απέναντι του, δεν μπορούσε να ζει άλλο με τους γονείς της.
Ο ήχος από
το κινητό τηλέφωνο την έβγαλε από τις σκέψεις της. Το πήρε στα χέρια και είδε
σχηματισμένο το όνομα του. Απάντησε με χαρά πιστεύοντας ότι εκείνος είχε
αλλάξει γνώμη.
«Τελικά το είπες και το έκανες» η φωνή του σταθερή όπως πάντα την έκανε να ανασκουμπωθεί.
«Τελικά το είπες και το έκανες» η φωνή του σταθερή όπως πάντα την έκανε να ανασκουμπωθεί.
«Θες
να μου πεις πως δε με είχες ικανή;»
«Όχι. Δε το περίμενα. Μου ήρθε λίγο ξαφνικό και να σου πω την αλήθεια μετάνιωσα που αρνήθηκα να συγκατοικήσουμε».
«Όχι. Δε το περίμενα. Μου ήρθε λίγο ξαφνικό και να σου πω την αλήθεια μετάνιωσα που αρνήθηκα να συγκατοικήσουμε».
Στο
άκουσμα των τελευταίων λέξεων κόντεψε να πέσει από την πολυθρόνα.
«Λοιπόν τι να πω καλορίζικο και πάντα χαρές. Σε αφήνω να πέσω για ύπνο γιατί έχω πρωινό ξύπνημα και θα τα πούμε αύριο εντάξει;»
«Λοιπόν τι να πω καλορίζικο και πάντα χαρές. Σε αφήνω να πέσω για ύπνο γιατί έχω πρωινό ξύπνημα και θα τα πούμε αύριο εντάξει;»
«Εντάξει».
Άκουσε τον ήχο που κάνει η γραμμή που κλείνει. Είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό.
Δε μπόρεσε να του πει τίποτε άλλο παρά μόνο ένα εντάξει. Τι της είχε πει; Ότι
δεν την είχε ικανή να αγοράσει ένα σπίτι; Κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε και
φώναξε στον εαυτό της. «Μαρίνα
συγκεντρώσου! Δεν είναι αυτό το θέμα! Το έχει μετανιώσει που δεν
συγκατοικήσατε! Και τώρα; Τι θα γίνει τώρα; Πάει του έκοψα τα φτερά. Τον έκανα
να αισθανθεί μειονεκτικά. Δε θα μείνουμε ποτέ μαζί. Αυτό ήταν». Όση ώρα μονολογούσε
σχημάτιζε τον αριθμό της Καίτης, της καλύτερης της φίλης. Στο άκουσμα της φωνής
της σχεδόν τσίριξε «Δεν έπρεπε να
αγοράσω το σπίτι! Ο Γιάννης τώρα δε θα θέλει να συγκατοικήσουμε ποτέ! Τα έκανα
θάλασσα! Τι θα κάνω;»
Η
Καίτη αποσβολωμένη άργησε να απαντήσει και η Μαρίνα φώναξε «Με ακούς; Το μετάνιωσα! Τι θα κάνω;»
«Θα ρίξεις πρώτα κρύο νερό στο πρόσωπο σου να συνέλθεις! Τι παλαβομάρες είναι αυτές που μου λες ε; Είναι δυνατόν να σε κάνει πια ότι θέλει; Είναι δυνατόν να σε επηρεάζει τόσο πολύ; Ξύπνα επιτέλους! Έρχομαι από εκεί» έξαλλη η Καίτη έκλεισε το τηλέφωνο ενώ ήδη είχε βάλει το μπουφάν και έβγαινε από την πόρτα του διαμερίσματος της. Ήταν τόσο θυμωμένη που δεν πήρε το ασανσέρ να κατέβει από τον τέταρτο όροφο όπου έμενε. Κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας από τα σκαλιά της πολυκατοικίας. Δεν ήταν δυνατόν η παιδική της φίλη να μην καταλάβαινε το παιχνίδι που της έπαιζε αυτός ο άντρας.
«Θα ρίξεις πρώτα κρύο νερό στο πρόσωπο σου να συνέλθεις! Τι παλαβομάρες είναι αυτές που μου λες ε; Είναι δυνατόν να σε κάνει πια ότι θέλει; Είναι δυνατόν να σε επηρεάζει τόσο πολύ; Ξύπνα επιτέλους! Έρχομαι από εκεί» έξαλλη η Καίτη έκλεισε το τηλέφωνο ενώ ήδη είχε βάλει το μπουφάν και έβγαινε από την πόρτα του διαμερίσματος της. Ήταν τόσο θυμωμένη που δεν πήρε το ασανσέρ να κατέβει από τον τέταρτο όροφο όπου έμενε. Κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας από τα σκαλιά της πολυκατοικίας. Δεν ήταν δυνατόν η παιδική της φίλη να μην καταλάβαινε το παιχνίδι που της έπαιζε αυτός ο άντρας.
Η
Μαρίνα από την άλλη κατέβασε το ακουστικό μη μπορώντας να βγάλει από το μυαλό
της τα λόγια του Γιάννη. Έπρεπε να το είχε σκεφτεί, φυσικά και μια γυναίκα
ανεξάρτητη κόβει τα φτερά του συντρόφου της. Τη χαρά της, αντικατέστησε ο
προβληματισμός. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να αλλάξει τα πράγματα. Μήπως να
πουλήσει το σπίτι και με τα λεφτά να ξοφλήσει το δάνειο και με όσα περισσέψουν να
αγοράσουν ένα από κοινού με το Γιάννη; Άναψε τσιγάρο και κοίταξε από το κλειστό
παράθυρο τη θέα της θάλασσας. «Τι υπέροχη
θέα» μονολόγησε ασυναίσθητα.
Συγγραφέας: Μαρίνα Πλούμπη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου