Εκείνη τη μέρα ο ήλιος έδυσε νωρίτερα.
Όλοι ήξεραν τί πλησίαζε... Σε λίγο το σκοτάδι θα κάλυπτε τα πάντα. Κι εκείνοι
εγκλωβίστηκαν στο βουνό και στον συγκεκριμένο λάκκο. Παγίδα; Κι εκείνος ο τύπος
που τους ακολουθούσε απ' το πρωί; Πού πήγαινε και πού εξαφανίστηκε; Τώρα είχε
πέσει απόλυτη σιωπή ανάμεσά τους. Δεν κοιτάζονταν μεταξύ τους. Είχαν ήδη
τσακωθεί πέντε λεπτά νωρίτερα. Το ένιωθαν, θ' άφηναν τα κοκαλάκια τους εκεί.

Μέχρι που δεν άργησε να έρθει το κακό. Η
Μαίρη για κάποιο λόγο προπορευόταν. Είχε προσπεράσει τον Μπιλ που ήταν και ο
αρχηγός της ομάδας. Ένιωθε κάποιον αόρατο εχθρό να την κυνηγάει, χωρίς να τον
εκφράζει αλλά την έπνιγε. Κοιτούσε συνεχώς το ρολόι της και ρωτούσε
επανειλημμένα πότε φτάνουν στο καταφύγιο. Δεν σταματούσε να μιλάει κι
επαναλάμβανε ότι εδώ δύει νωρίτερα ο ήλιος απ' ότι φαίνεται. Είναι πολύ ψηλά τα
βουνά τριγύρω. Κι έτσι όπως η Μαίρη προχωρούσε μπροστά κι οι άλλοι τρεις
ακριβώς από πίσω της, μπλέκεται σε κάτι αυτοσχέδιο ξύλινο, σαν δίχτυ, την
στιγμή ακριβώς που πέρασε ξυστά από πάνω τους ένα γεράκι. Οπότε, ακόμα κι ο
Μπιλ, κοιτώντας ψηλά για να προστατέψει το πρόσωπό του, σκόνταψε κι ακολούθησε
την Μαίρη στο λάκκο, παρασύροντας και τους άλλους δύο, σχεδόν σπρώχνοντας τους.
Τώρα, τα είχαν βάλει με τη Μαίρη και την γκρίνια της. Σε λίγο δεν θα έβλεπαν
τίποτα γύρω τους. Και η αλήθεια είναι ότι το καταφύγιο ήταν αρκετά κοντά. Η
χαράδρα όμως, σχετικά βαθιά. Η Ρόζα, η κοπέλα του Μπιλ, είχε στραμπουλίξει το
πόδι της και πονούσε βουβά. Η Μαίρη όμως, είχε αρχίσει να τρέμει. Ο Μπιλ σκούντησε
με νόημα το Νικ και του έδειξε το κορίτσι. Έπρεπε να την ηρεμήσουν γρήγορα
γιατί έδειχνε να χάνει τον έλεγχο.

Τώρα είπε στη Ρόζα ν' ασχοληθεί με τη
Μαίρη και ζήτησε από το Νικ να τον σηκώσει στην πλάτη, να δει μήπως πιάσει το
σχοινί σε κάποιο δέντρο και καταφέρει να σκαρφαλώσει ευκολότερα. Έπρεπε πάση
θυσία να βγουν απ' τον τάφο τους. Ο Μπιλ δεν το έβαζε κάτω εύκολα. Είχε περάσει
πολλές δυσκολίες. Και την είχε βγάλει καθαρή.
Ο Μπιλ κατάφερε να περάσει το σχοινί του
σ' ένα κορμό, μάλλον. Έβαλε όλη του τη δύναμη. Άκουγε τον Νικ να βογκάει και να
λέει ότι θα πέσει. Δεν άντεχε άλλο. Έβαλε κι άλλη δύναμη ο Μπιλ. Έτρωγε χώμα.
Τα νύχια του κόβονταν, εκείνος όμως το πίστευε. Θα έβγαινε. Κι όντως, έκανε την
τελευταία του προσπάθεια, σαν πόνος γέννας φάνηκε. Το τελευταίο σπρώξιμο που
λένε. Έτσι πεσμένος που ήταν στο χώμα, εκτός παγίδας, εκτός τάφου, του ήρθε να
φωνάξει από χαρά αλλά δεν πρόλαβε. Η Μαίρη άρχισε πάλι να ουρλιάζει.
«Βγάλτε με τώρα, πεθαίνω. Το
καταλαβαίνετε; Μου κόβεται η ανάσα».
Η Μαίρη είχε βγει εκτός εαυτού. Τα χέρια
της άρχισαν να τρέμουν. Δεν μπορούσε να κουνηθεί όμως. Της είπε ο Νικ να πιάσει
το σχοινί που πέταξε ο Μπιλ και ν' ανέβει πρώτη. Ο Μπιλ, στα τυφλά το έδεσε όσο
καλύτερα μπορούσε, γύρω απ' τον κορμό που τον έσωσε. Είχε ανάψει και το φακό
του τώρα. Τον δεύτερο και τελευταίο που είχαν. Έπρεπε να βλέπει. Ο άλλος ήταν
ακόμα δίπλα στη Μαίρη, στον λάκκο. Την έκανε να νιώθει λίγο ασφαλής με το φως.
Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα την πλησίαζε άλλο έντομο.
Αφού η Μαίρη δεν ανέβαινε, έπιασε το
σχοινί η Ρόζα και βγήκε απ' το λάκκο με ανακούφιση. Ο Μπιλ, ένιωσε μια
ανατριχίλα στην σπονδυλική του στήλη. Ατρόμητος αλλά αισθάνθηκε την απειλή να
πλησιάζει. Όχι, δεν ήταν το κλάμα της Μαίρης αυτό. Ήταν το ουρλιαχτό αγέλης
λύκων. Το γνώριζε καλά. Παράτησε το σχοινί κι άρχισε να ψάχνει γρήγορα για
ξύλα. Φώναξε στη Ρόζα να του δώσει τον αναπτήρα. Έπρεπε επειγόντως ν' ανάψει
φωτιά. Η Ρόζα όμως έψαχνε, έψαχνε κι αναπτήρα δεν έβρισκε. Έβγαλε όλα τα
πράγματα από το σάκο της, αναπτήρας πουθενά. Γιατί όλα σήμερα σκέφτηκε. Ο Μπιλ
κατάλαβε. Την έβαλε να βρει ό,τι ξυλαράκι υπήρχε γύρω της. Εκείνος έπιασε δυο
πέτρες και πάλευε ν' ανάψει σπίθα. Πάλευε σκληρά. Το είχε κάνει άπειρες φορές.
Τώρα όμως, ένιωθε να τελειώνει η δύναμή του. Είχε αρχίσει κι εκείνος ν'
απελπίζεται. Μα τί έκανε. Παραδινόταν στο φόβο του; Όχι, ποτέ. Τί είχε μάθει
τόσα χρόνια; Τον φέρνουμε μπροστά και τον αντιμετωπίζουμε. Δεν τον αφήνουμε να
τρώει το μυαλό μας. Δεν πρόλαβε να ενθουσιαστεί. Λίγα μέτρα πιο δίπλα, βλέπει
τη Ρόζα να έχει καταφέρει κι εκείνη μια σπίθα. Θα την αγκάλιαζε αργότερα. Πήγε
γρήγορα δίπλα της. Εκείνη όμως άρχισε να κλαίει. Η σπίθα έσβησε. Η Ρόζα πιο
πολύ ένιωθε παρά έβλεπε τα μάτια να πλησιάζουν.
Μάτια άρχισαν να περικυκλώνουν την
ύπαρξή της. Μάτια, άσπρα, κάτασπρα σχεδόν. Μόνο μάτια γύρω-γύρω.

«Δεν είναι εδώ, είναι πολύ μακριά οι
λύκοι, καρδιά μου», συνεχίζει για να την ενθαρρύνει.
«Μπιλ, δεν μπορώ να κουνηθώ. Θέλω να
πεθάνω. Θα μας φάνε».
«Κανείς δεν θα μας φάει. Κράτα τη φωτιά.
Σε λίγο φεύγουμε» και πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Σε πέντε λεπτά είχε
καταφέρει ν' ανεβάσει και τους άλλους δύο.
Ο Μπιλ τώρα προχωρούσε μπροστά και
κρατούσε ένα ξύλο με φωτιά, όπως και ο Νικ που ήταν τελευταίος. Με ταχύ βήμα.
Πλησιάζουν το καταφύγιο. Κάτι μύρισε περίεργα. Είναι δυνατόν; Μόλις φτάσανε
σταμάτησε το αίμα όλων. Η καλύβα τους είχε πιάσει φωτιά. Ο Μπιλ θυμήθηκε τον
τύπο που τους ακολούθησε για λίγο εκείνο το πρωί. Ο υπεύθυνος για το
λάκκο-παγίδα, λες; Η καρδιά του χτύπησε έντονα. Εκείνη τη μέρα ο ήλιος είχε
δύσει νωρίτερα. Όλοι ήξεραν τί πλησίαζε. Κανείς δεν ήξερε αν θα ξημέρωνε η
επόμενη μέρα τους. Ή θα ήταν η τελευταία στο βουνό.
Συγγραφέας: Χριστίνα Αλεξίου - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου