Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

"Ο πύργος των ονείρων" της Χριστίνας Στεφανίδου



Έβαλα το κλειδί στην παλιά σκουριασμένη μεταλλική κλειδαριά και το γύρισα τρεις φορές. Ένα βουητό ακούσθηκε, σαν να άνοιξε παλιό σκονισμένο σεντούκι. Η πόρτα έτριξε και μπήκα όπως συνηθίζεται με το δεξί πόδι. Επιτέλους μετά από πολύμηνη μάχη είχα αυτό το καταπληκτικό σπίτι στην κατοχή μου.

Αυτό το νεοκλασικό αριστούργημα ήταν ο πύργος που ονειρευόμουν να αποκτήσω από παιδί! Αν και η αγορά του μου κόστισε τα πάντα, ένιωθα πολύ περήφανη που εκείνη τη στιγμή βρισκόμουν στο κατώφλι του, έτοιμη να το εξερευνήσω. Πλησίασα με ένα φακό τον τοίχο ακριβώς πίσω από την πόρτα. Κάπου εδώ θα είναι ο διακόπτης για το φως σκέφτηκα. Μάταια προσπαθούσα να το ανάψω. Μάλλον πρόβλημα με τη παροχή ρεύματος θα έχω και πόσο λάθος ώρα για να μετακομίσω στο νέο μου σπίτι. Από τον ενθουσιασμό μου δεν σκέφτηκα ότι πριν πάω να κοιμηθώ το πρώτο βράδυ, θα πρέπει πρώτα να μεταφέρω κάποια από τα πράγματα μου και φυσικά να βάλω σε λειτουργία το ρεύμα και το νερό. Τι χαζή και ανυπόμονη που είμαι ! συλλογίσθηκα.

Είχε ήδη σουρουπώσει για τα καλά και θα έπρεπε να ανάψω ένα κερί, μια λάμπα, οτιδήποτε για να βλέπω που πηγαίνω. Ο μεσίτης που είχε κανονίσει την αγοραπωλησία με είχε ενημερώσει ότι οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες είχαν αφήσει μέρος της επίπλωσης μέσα στο χώρο καθώς είχαν εγκαταλείψει την οικία ξαφνικά, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.

Έφεξα με το φακό πάνω στο “secretaire  που βρισκόταν  δίπλα από την πόρτα μήπως και βρω κάτι να ανάψω. Ευτυχώς υπήρχε ένα κηροπήγιο αφημένο με ένα μικρό κομμάτι κερί. Το άναψα και προχώρησα προς το εσωτερικό του σπιτιού.

Όσο προχωρούσα τόσο άρχιζα να αισθάνομαι ρίγη να κυριεύουν όλο μου το κορμί. Άρχισα να κρυώνω και μια μεθυστική ζάλη με έκανε να παραπατάω. Σύνελθε Φωτεινή! φώναξα ξαφνικά στον εαυτό μου! Δεν παίζεις σε ταινία τρόμου! Επιλογή σου ήταν να έρθεις τέτοια ώρα, για πρώτη φορά  στο νέο σου σπίτι, χωρίς φως ούτε και παρέα μαζί.
Τι μυαλό κουβαλάω, θεέ μου! ψιθύρισα σχεδόν μέσα από τα δόντια μου.

Στο κέντρο του χολ υπήρχε μια τεράστια σκάλα με πλατιά ξύλινα σκαλοπάτια η οποία οδηγούσε στον επάνω όροφο. Μπόρεσα να διακρίνω με το λιγοστό φως μια ξύλινη διπλή συρόμενη πόρτα, την οποία και παραμέρισα και  βρέθηκα στην κεντρική σάλα όπου φάνταζε σαν να είχε βγει από άλλη εποχή. Ξύλινα δρύινα πατώματα, σε σχηματισμό ψαροκόκαλου, βελούδινοι καναπέδες και ένα επιβλητικό πέτρινο τζάκι μου δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση ότι είχα ξαναβρεθεί σε αυτήν την αίθουσα. Δεν άντεξα στον πειρασμό και καθώς η υγρασία ήδη ήταν ανυπόφορη άναψα φωτιά στο τζάκι, με κάτι λιγοστά ξύλα που βρήκα ακουμπισμένα στην μπροστινή αυλή. Αμέσως φώτισε ο χώρος και τότε είδα το μεγαλείο της αίθουσας! Γυρνώντας προς την πόρτα, το βλέμμα μου έπεσε στο καλά κρυμμένο πιάνο που βρισκόταν στην απέναντι γωνία. Άνοιξα το καπάκι και έπαιξα με τα πλήκτρα αλλά ήταν τελείως ξεκούρδιστο και το ξανάκλεισα με ευλάβεια. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένιωσα σαν να την είχα ξαναζήσει. Τι περίεργο συναίσθημα ! αναρωτήθηκα αλλά το προσπέρασα καθώς ανυπομονούσα να εξερευνήσω το υπόλοιπο σπίτι. Πάνω σε ένα τραπεζάκι του καφέ υπήρχαν σκόρπιες κορνίζες. Από την υγρασία και την σκόνη όμως είχαν ποτίσει και πλέον οι φιγούρες φαίνονταν ιδιαίτερα θολές. Μπόρεσα να διακρίνω ένα νυφικό ζευγάρι και ένα οικογενειακό τραπέζι όπου βρίσκονταν διάφορα πρόσωπα και δειπνούσαν. Δίπλα στις κορνίζες βρήκα επιπλέον κεριά και ανανέωσα το κηροπήγιο μου. Πλησίασα τη σκάλα και άρχισα να την  ανεβαίνω αργά  καθώς φοβόμουν μην πέσω σε σάπια σανίδια. Τα ξύλινα σκαλοπάτια έτριζαν και ο ήχος με ανατρίχιαζε, σχεδόν με φόβιζε και αγωνία με κυρίευσε ολοκληρωτικά! Άρχισα να αναρωτιέμαι και πάλι γιατί επέμεινα τόσο να αγοράσω αυτό το σπίτι; Ένα πέπλο μυστηρίου κάλυπτε την ιστορία αυτού του κτιρίου αλλά εγώ δεν είχα ακούσει κανέναν. ‘Ήθελα πάση θυσία, πεισματικά θα έλεγε κανείς, να βρεθώ μέσα σε αυτό. Κρατήθηκα γερά από την κουπαστή και σχεδόν αναρριχήθηκα στις σκάλες φθάνοντας επιτέλους στο δεύτερο πάτωμα. Τότε ήταν που λύγισα. Η σκέψη μου, μου έλεγε να προχωρήσω αλλά το κορμί μου αντιστεκόταν. Δεν καταλάβαινα γιατί. Με μεγάλη δυσκολία περπάτησα μέχρι την πρώτη κλειστή πόρτα. Γύρισα νωχελικά το χερούλι και μπήκα στο δωμάτιο. Προφανώς ήταν η κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού. Είχε φωτογραφίες ακουμπισμένες δίπλα στο σκουριασμένο και σκοροφαγωμένο πορτατίφ. Πλησίασα και άνοιξα την ντουλάπα. Τα ρούχα του ζευγαριού βρίσκονταν εκεί κρεμασμένα, άθικτα. Έβγαλα έξω ένα λευκό φόρεμα που ήταν κρεμασμένο. Τι υπέροχη υφή που είχε! Το πήρα αγκαλιά και ξαφνικά έπιασα τον εαυτό μου να χορεύει κάτω από τον ήχο ενός μελωδικού βαλς. Κούνησα το κεφάλι και έγειρα λίγο πίσω. Την έχω ξανά χορέψει αυτή τη μελωδία και αυτό το φόρεμα είναι στα μέτρα μου! Χωρίς να το πολυσκεφτώ το φόρεσα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη κάτω από το φως του κεριού. Ένιωσα θλίψη, απελπισία, αγανάκτηση και πόνο. Τόσο πόνο που μου κοβόταν η αναπνοή. Δεν άντεχα, έπρεπε να πάρω ανάσα. Αλλά δεν ήξερα το γιατί. Άρχισα να ψάχνω τα συρτάρια, τις ντουλάπες, τα μπαούλα του δωματίου μέχρι που βρέθηκε στα χέρια μου ένα τηλεγράφημα. Με δυσκολία προσπάθησα να το διαβάσω. «Λυπούμαστε αλλά ο ταγματάρχης Νικηφόρος Βρεττός έπεσε ως ήρωας στη μάχη – στοπ».

Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου.
-Ο Νικηφόρος μου χάθηκε! είπα δυνατά και άρχισα να κλαίω με λυγμούς! Δεν αντέχω να ζω χωρίς εκείνον!

Όλα ξεδιαλύθηκαν στη στιγμή. Προσπάθησα για μια ακόμη φορά να χαθώ μαζί του πηδώντας από το παράθυρο, όπως είχα κάνει και τότε αλλά όσο και αν προσπαθούσα δεν άνοιγε. Μάταια προσπάθησα να απελευθερωθώ από τον πόνο μου! Δεν ήθελα να θυμάμαι! Να ζω χωρίς εκείνον! Άρχισα να τρέχω στους διαδρόμους ψάχνοντας τρόπο διαφυγής από το κτίριο. Όμως ήταν αδύνατον! Εγκλωβισμένη για πάντα θα έμενα μέσα σε αυτούς τοίχους, την τελευταία μου κατοικία. 

Συγγραφέας: Χριστίνα Στεφανίδου - Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου