Το πέτρινο γεφύρι
φαινόταν ανέπαφο στο πέρασμα του χρόνου. Το μυστικό αυτό πέρασμα στεκόταν
αγέρωχο και καμαρωτό. Ανάμεσα σε δύο κραταιούς βράχους, αποτελούσε την ένωση
δύο κόσμων. Οι παλιοί μιλάγανε πολύ και εξιστορούσαν περίεργες και ευφάνταστες
ιστορίες για αυτό, παρόλο που κανείς απο όλους αυτούς δεν το είχε δει
πραγματικά.
Η επικρατέστερη
ιστορία έλεγε, ότι το γεφύρι αυτό δεν είχε χτιστεί απο ανθρώπους, αλλά απο
ξωτικά. Το περίτεχνο σχέδιο και τα σκαλίσματα πάνω του φάνταζαν εξωπραγματικά. Μόνο
αυτός που γνώριζε τη γλώσσα τους και ήξερε να αποκωδικοποιήσει τα σημάδια
μπορούσε να περάσει.


Οι νάνοι που ζούσαν στο δάσος
ήταν υπεύθυνοι για τον καλλωπισμό και την περιποίηση των σπιτιών και των
κατοικιών των πλασμάτων του δάσους. Ήταν στοιβαροί και γεροδεμένοι και άντεχαν
στις σκληρές και βαριές εργασίες.
Στο ομορφότερο
σπίτι του δάσους κατοικούσε η Κυρά του. Η νεαρή γυναίκα με τα μακριά,
κατακόκκινα μαλλιά και την ψιλόλιγνη λυγερή φιγούρα με την κάτασπρη επιδερμίδα
ήταν η Κυρά αυτού του μαγικού μέρους. Όλα τα πλάσματα και τα ζωντανά σε εκείνη
απευθύνονταν για κάθε πρόβλημά τους. Και εκείνη πάντα με ευγένεια και καλοσύνη,
έδινε τις σωστές συμβουλές.
Η Κυρά του δάσους,
άνηκε στην οικογένεια των ξωτικών και ο πατέρας της κυβερνούσε αρχικά αυτό το
μέρος. Όταν εκείνος αποσύρθηκε, εκείνη ανέλαβε τα καθηκοντά του, γιατί ήταν
δίκαιη και σοφή. Πάντα όμως είχε την απορία για το τι υπήρχε στην άλλη άκρη του
βράχου. Τι θα γινόταν εάν κάποια στιγμή πέρναγε το πέτρινο γεφυράκι; Ο πατέρας
της, της είχε πει ότι το πέρασμα απέναντι μόνο πόνο και δυστυχία επιφύλλασε στα
πλάσματα του δάσους. Εκείνος το είχε περάσει, είχε δει με τα μάτια του τον
πραγματικό κόσμο και είχε ξαναγυρίσει πίσω.
Εκείνη, πάντα
επιθυμούσε να δει τι περισσότερο και διαφορετικό υπήρχε εκεί πέρα. Και μια
μέρα, έτσι ξαφνικά πήρε την απόφαση να περάσει απέναντι. Στο μαγεμένο βασίλειο
ήταν σκοτάδι και όλα τα πλάσματα ήταν βυθισμένα στον πιο γλυκό ύπνο. Η ίδια
φορώντας τον αόρατο μανδύα της, κατάφερε να ξεγλυστρήσει και να φτάσει στην
άκρη της γέφυρας. Πήρε μια βαθιά ανάσα και με αργά βήματα έφτασε στην άλλη
άκρη. Περνώντας απο την πύλη, άκουσε φωνές και φασαρία. Μπροστά της αντίκρυσε
κόσμο πολύ να χορεύει και να γλεντά. Φαινόνταν ότι είχανε κάποια γιορτή.

Τι γεφυράκι ήταν
αυτό, αναρωτήθηκε; Δεν το είχε δει ποτέ στη ζωή του, μα ούτε και κανείς άλλος
του είχε πει ότι εδώ υπάρχει τέτοιο πράγμα. Κοίταξε κάτω και αντίκρυσε την
άβυσσο. Μα που στο καλό βρισκόταν; Και που πήγαινε αυτή η κοπέλα; Περίμενε, της
φώναξε μη φεύγεις. Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε. Διέκρινε μια ζεστασιά στη
φωνή του και μια ικεσία. Του άρπαξε τον μανδύα και ξεκίνησε να περπατάει στο
γεφυράκι. Που πας τη ρώτησε; Εκεί που πάω δεν μπορείς να με ακολουθήσεις,
αποκρίθηκε. Γιατί; Θα σε ακολουθήσω όπου και εαν πας. Δεν μπορείς, του είπε. Μπορώ
και θα το κάνω. Και με δύο δρασκελιές έφτασε κοντά της. Της έκλεισε το χέρι
απαλά στην παλάμη του και της είπε. Πάμε μαζί. Οι δυο τους πέρασαν
μαζί το κατώφλι του νεραιδόκοσμού της και έμειναν εκεί αγαπημένοι μέχρι το
θάνατό του.
Συγγραφέας: Καλλιόπη Κούση - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου