Έκλεισα
το κινητό, κοίταξα τους συγγενείς και φίλους που ήρθαν να ετοιμάσουν τη νύφη, άρπαξα
την τσάντα μου και έτρεξα προς την πόρτα. Συνήθως κινούμουν στους χώρους
απαρατήρητη, μπορούσα να ξεφεύγω χωρίς να με παίρνει χαμπάρι κανείς, κάτι που
αποδείχτηκε ιδιαίτερα χρήσιμο στη ζωή μου. Δεν ήμουν ούτε ψηλή, ούτε κοντή,
ούτε αδύνατη, ούτε χοντρή, ούτε ακριβώς ξανθιά ούτε ακριβώς καστανή, ούτε
όμορφη ούτε άσχημη. Μετριότης μετριοτήτων τα πάντα μετριότης. Κανείς δεν με
πρόσεχε και έτσι την κοπανούσα εύκολα από χώρους που δεν με εξέφραζαν, από την
τάξη, τις βαρετές φιλικές συγκεντρώσεις, τα σεμινάρια στη δουλειά…. Σήμερα όμως
δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο, έτσι απλά. Βλέπεις, η νύφη ήμουν εγώ.
«Πού πας
παιδί μου»; ούρλιαξε έντρομη η μάνα μου, βλέποντας την προσπάθεια απόδρασης μου.
«Πάω να πάρω αέρα και έρχομαι» της είπα καθησυχαστικά. «Και γιατί δε βγαίνεις
στο μπαλκόνι; Δε σου αρέσει ο αέρας εκεί;» ρώτησε προσπαθώντας να καταλάβει τι
παίζει. «Εντάξει λοιπόν», της απάντησα. «Πάω να πάρω τσιγάρα». «Μα εσύ δεν
καπνίζεις» είπε γουρλώνοντας τα μεγάλα της μάτια. «Νομίζεις» της είπα ειρωνικά
κι έκανα να φύγω, πριν προλάβει να συνέρθει από την έκπληξη.
Απ’ τη
βιασύνη μου, μπουρδουκλώθηκα στο χαλάκι, έχασα την ισορροπία μου και πάτησα το
πέπλο μου που έπεσε μαζί με την κουάφ στο πάτωμα. Μικρές λευκές πέρλες χύθηκαν χορεύοντας
στο πάτωμα ανάκατες με τσιμπιδάκια και τούλια. Πάει και το χαμηλό σινιόν.
Βέβαια, το ήξερα από την αρχή ότι δε θα είχε καλή τύχη. Δύο ώρες έκανε η Μαίρη,
η κομμώτρια, να πιάσει τα μαλλιά μου και να στηρίξει πάνω τους την κουάφ και το
πέπλο. Μόλις το κατάφερνε χαλούσαν, λες κι ήταν καταραμένα σα το γεφύρι της
Άρτας ένα πράγμα. Με τη γωνία του ματιού μου είδα την μάνα μου που με κοιτούσε
εμβρόντητη. Φοβήθηκα ότι θα πάθει εγκεφαλικό (η κομμώτρια το είχε ήδη πάθει,
είχε σωριαστεί σε μία καρέκλα) και γύρισα και της είπα «Μανούλα, τώρα βιάζομαι,
θα στα εξηγήσω όλα μόλις γυρίσω». Κοίταξα στον καθρέφτη, έφτιαξα λίγο τα μαλλιά
μου που ελεύθερα πια χοροπηδούσαν σε κάθε κατεύθυνση, χαιρέτησα τους πάντες σα
να μη συνέβαινε τίποτα και έκλεισα πίσω
μου την πόρτα.
Μπήκα στο
αμάξι μου, πήρα μια βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκα για τη τελευταία μεγάλη
συνάντηση με τον Άγγελο, τον πρώην. Άγγελος, ο Άγγελος. Ψηλός, ξανθός με γαλανά
μάτια, ηλιοκαμένος με αθλητικό κορμί, τι κορμί, κορμάρα, τι πλατάρες, τι κοιλιακούς,
τι να λέμε τώρα! Κάποτε τον έβλεπα και ζαλιζόμουν. Να μην πω τι ένιωθα χαϊδεύοντάς
τον. Ηδονή. Τρέλα. Και το άρωμα του, το φυσικό εννοώ, ανεπανάληπτο. Εσσάνς αντρίλας
μπλεγμένη με χλωροφύλλη, λεμόνι και κάτι ακαθόριστα πιπεράτο. Ζούσα και ανέπνεα
για τον Άγγελο, δύο χρόνια πριν.
Με
παράτησε φυσικά. Μια μέρα ξαφνικά, ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, κι εγώ πετούσα
στον 7ο ουρανό της ευτυχίας, -μπορεί και στον 8ο- τον είδα λιγάκι
συνοφρυωμένο στο ραντεβού μας. «Τι έχεις αγάπη μου;» τον ρώτησα και η καρδιά
μου μάτωνε που τον έβλεπα σκυθρωπό. «Άσε καλύτερα» μου απάντησε, «θα τα πούμε
το βράδυ στο σπίτι». Νόμισα ότι τον είχαν διώξει πάλι από τη δουλειά. Ένα χρόνο ήμασταν μαζί και είχε αλλάξει
τέσσερις δουλειές, από μπογιατζής (κουραζόταν όμως πολύ το αγόρι και την έπεφτε
σε καμιά γωνία) σε πωλητής ασφαλειών (δεν άντεχε να μιλάει με τον κάθε μαλάκα,
κι έβρισε κάνα δυό) σε πόστο στη λαχαναγορά (πρωινό ξύπνημα; εκείνος πήγαινε
κατά τις 10.00 ) και τέλος μπάρμαν. Εκεί αποφάσισε να κάνει καριέρα, γιατί μια
χαρά του ταίριαξε.
Για να
μην τα πολυλογώ «Κοίτα Μαιρούλα κορίτσι μου», μου είπε «εγώ δεν είμαι για
σοβαρά πράγματα, το ξέρεις, και να μη σου χαλάω και εσένα τα τυχερά σου».
Έμεινα κόκκαλο. «Ποια τυχερά μού τσαμπουνάς βρε Άγγελε, ένα χρόνο είμαστε μαζί
και εγώ σε λατρεύω». «Ναι» μου λέει «σε καταλαβαίνω, το ‘χω αυτό με τις
γυναίκες, κολλάνε κι άντε να τις ξεκολλήσεις μετά». «Γι’ αυτό σου λέω Μαιρούλα,
δεν πάει άλλο με εμάς τους δυό». Τον κοιτούσα σα χαμένη. «Άσε που μεγαλώνεις
και ποιον θα βρεις να πάρεις μετά. Έβαλες και κιλά τον τελευταίο καιρό, ε δεν
είσαι και η Μόνικα Μπελούτσι να βρεις όποιον θέλεις στα 40 φεύγα». Άρχισα να
κλαίω με λυγμούς. «Εγώ», συνέχισε απτόητος, «θέλω να κάνω καριέρα». «Καλά
περνάμε, δε λέω, αλλά μου ‘ρχεσαι και στο μαγαζί τώρα τελευταία και μου
στήνεσαι και με τις ώρες στο μπαρ. Άσε
που τις κοιτάς όλες με μισό μάτι, κι αν δεις καμμιά να μου μιλάει, πλησιάζεις
φορτσάτη και συστήνεσαι ως η σχέση μου». Και πως θα κάνω εγώ γνωριμίες
Μαιρούλα; Μπάρμαν είμαι, δεν είμαι φορτηγατζής να κλείνομαι σε μια νταλίκα και
να πηγαίνω… Από τις γνωριμίες ζω».
Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Έφυγα κομμάτια εκείνη τη μέρα και μου
πήρε καιρό να συνέλθω. Μη σου πω πάνω από χρόνο. Τόσο πολύ την είχα πατήσει με
τον Άγγελο. Κυριολεκτικά και μεταφορικά, αν σκεφτείς ότι μου έφαγε και πέντε
έξι χιλιάδες ευρώ στα διαστήματα που έμενε άνεργος, γιατί δεν είχε να τα βγάλει
πέρα. Αααα όλα κι όλα! Με τι χαρά τα έδωσα δε λέγεται. Να με χρειάζεται το μωρό
μου κι εγώ να αδιαφορήσω; Άσε που δεν
μπορούσα να τον βλέπω κατσούφη. Να θέλει να πάει τις βόλτες του και να
μην μπορεί, να θέλει να ντύσει την κορμάρα του και να μην του φτάνουν. Όχι,
ποτέ! Όταν αγαπάς, δίνεις!
Με πήρε τηλέφωνο πέντε μέρες πριν, ήθελε λέει
να με δει, γιατί του έλειψα πολύ, και σαν και μένα καμιά και πώς έκανε το λάθος
και με άφησε να φύγω τότε και με θέλει πίσω. Την ψυλλιάστηκα ότι ήταν άνεργος
πάλι και ξέμεινε κι από λεφτά και από γκόμενες, γιατί σε κάτι τύπους σαν τον
Άγγελο αυτά πάνε παρέα. Του έδωσα ραντεβού για σήμερα, την μέρα του γάμου μου. Φυσικά
δεν του ανάφερα τίποτα για τον γάμο, «ναι μωρό μου» τού είπα «και εσύ μου
έλειψες πολύ, να συναντηθούμε στο γνωστό μέρος να τα πούμε». Πέταξε από τη χαρά
του! «Μαιρούλα μου», συνέχισε «αυτό είναι το πιο όμορφο πράγμα που μου συνέβη
τον τελευταίο καιρό. Ξέρεις με διώξανε και από το μπαρ…». «Μπίνγκο Μαιρούλα»!
είπα στον εαυτό μου. «Γύρνα το σε καφετζού, να πνιγείς στο χρήμα»!
Έφτασα
στο καφέ της πλατείας λίγο καθυστερημένη. Βγήκα από το αυτοκίνητο, τράβηξα το
νυφικό να στρώσει, τίναξα το κεφάλι, ρούφηξα την κοιλιά και βάδισα με ρυθμό
γαμήλιου εμβατηρίου προς το μέρος του. Στην αρχή, δεν με κατάλαβε. Όταν όμως
πλησίασα αρκετά και με αντιλήφθηκε πετάχτηκε ξαφνιασμένος από τη θέση του. Δεν
πίστευε στα μάτια του. Άσε που ο κόσμος γύρω του είχε μείνει παγωτό. «Αγάπη
μου» του φώναξα. «Πόσο χαίρομαι που είμαστε πάλι μαζί». Από την έκπληξη είχε
μείνει άλαλος. Με κοιτούσε σα χαζός με το στόμα ανοιχτό. «Έλα μωρό μου»
συνέχισα. «Ο παπάς μας περιμένει. Έχω κλείσει την εκκλησία και σε μία ώρα
παντρευόμαστε». «Τι είναι που λες Μαίρη»; «Ποιος σου είπε ότι εγώ θέλω να
παντρευτώ;» «Μα αυτό εννοείται γλυκέ μου» «Από τη στιγμή που με θέλεις πίσω, θα
με πάρεις κανονικά με παπά και με κουμπάρο! ΑΑΑ! όλα κι όλα! Εγώ γεροντοκόρη δε
μένω! Σήκω, σου λέω ο κόσμος είναι στην εκκλησία, ο παπάς περιμένει, όλα τα έχω
κανονισμένα!». Έκανα να του πιάσω το χέρι και το τράβηξε έντρομος. Όση ώρα
μιλούσα με κοιτούσε με βλέμμα που έλεγε «είναι μουρλή» αλλά το σοκ ήταν τόσο
μεγάλο που δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Εκείνη την ώρα χτύπησε το κινητό μου.
Ήταν η μάνα μου. «Πού είσαι παιδί μου;» ρώτησε όλο αγωνία. «Με τον γαμπρό είμαι
μάνα» της απάντησα. «Να πάρτον να του πεις να βιαστεί, γιατί καθυστερεί πολύ».
Έκανα να του δώσω το κινητό, αλλά εκείνος έκανε «Όχι, όχι» σηκώθηκε και έφυγε
τρέχοντας. Παρακολουθούσα τη φιγούρα του να απομακρύνεται μέσα στον πανικό και
έσκασα στα γέλια. Ήμουν σίγουρη ότι δε θα με ενοχλούσε ποτέ ξανά.
Γύρισα
σπίτι μου, είπα μια δικαιολογία στους πάντες, χτένισα ξανά τα μαλλιά μου, χωρίς
πέπλο αυτήν τη φορά και έφυγα ευτυχισμένη για την εκκλησία.
Συγγραφέας: Σταυρούλα Τσούτσα - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου