Τότε
ήμασταν παιδιά. 5 μικρά παιδιά ξέγνοιαστα, χαρούμενα. Δεν ξέραμε από πόνο δεν
γνωρίζαμε στεναχώριες.
Ήταν
ένα ηλιόλουστο πρωινό καλοκαιριού με τα βότσαλα να λαμπυρίζουν κι ο ήλιος να καίει πάνω από τα κεφάλια μας μα
δε μας ένοιαζε αυτό, τρέχαμε στο χωματόδρομο, πέφταμε,
χτυπάγαμε, και τι μ’ αυτό ήμασταν παιδιά και ζούσαμε κάθε στιγμή. Παίζαμε με
το νερό μες στη θάλασσα και χαζεύαμε τα βότσαλα.
Όλα τα καλοκαίρια τα περνάγανε μαζί, στο
"σπίτι στο βράχο». Εκεί παραθερίζανε όλα τα καλοκαίρια η Αναστασία ο
Ανδρέας κι ο Κωστής μαζί με τα ξαδέρφια τους.
Εκείνο
το σπίτι το είχε λατρέψει η Ελπίδα. Εκείνο το σπίτι ήταν μικρό μα έξω είχε
άνετο χώρο. Το βράδυ ανάβανε τα λαμπιόνια που είχαν βάλει έξω από το σπίτι για
να βλέπουν τα παιδιά.
Εκεί
με το που έπεφτε το σούρουπο σαν τρελά έτρεχαν
τα κορίτσια, παίζανε κυνηγητό, κρυφτό κι όλο έτρεμε το φυλλοκάρδι σου μη
σπάσουν κανένα κεφάλι, ενώ τα αγόρια παίζανε με τα ποδήλατα τους στο
χωματόδρομο, εκεί όπου είχαν στήσει οι μεγάλοι τις σκηνές. Σ’αυτό το σπίτι θα ήθελε
να ζει για πάντα η Ευτυχία.
Τώρα
όμως τα πράγματα είναι αλλιώς, τώρα τα 5 «μικρά
παιδιά» μεγάλωσαν, και ζουν σε ένα κόσμο διαφορετικό από αυτόν που
ονειρευόντουσαν. Τώρα ζούμε σε μία εποχή πολέμου, μα ο εχθρός είναι αόρατος.
Ο
εχθρός είναι ένα μικρό άσχημο ανθρωπάκι, ένας ιός και είναι ανίκητος μα η
ελπίδα είναι πάντα ζωντανή. Κάποια στιγμή όλα θα είναι όπως παλιά και τα πέντε ξαδέρφια
θα είναι πάλι ενωμένα.
Συγγραφέας: Μαρία Χοχορέλου - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου