Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

«Εσχάτη προδοσία» της Λαμ Θι Κιμ Φουνγκ

Η Έλενα, παντρεμένη στα 35 της με δυο παιδιά και έναν άντρα που είναι πάντα στο πλευρότης, θεωρεί τον εαυτό της ευλογημένο και σκέφτεται πόσο μακριά έχει φτάσει στην ζωή της.

Παιδί από πρώτο ναυαγισμένο γάμο, είχε μάθει και συνηθίσει να νιώθει ανεπιθύμητη και να κάνει τα πάντα για να ευχαριστεί τους άλλους μήπως και έτσι την αποδεχθούν οι υπόλοιποι στην οικογένεια της. Προσπαθούσε εναγωνίως να ταιριάξει, να ανήκει κάπου. Μόνο την μαμά της είχε, η οποία από τα έξι της Έλενας και μετά, που ξαναπαντρεύτηκε της ζήτησε να σηκώνει μαζί της το βάρος για να είναι καλά η οικογένεια τους. Και η Έλενα μεγάλωσε έτσι απότομα, ήταν και δύσκολη η ζωή τους βιοποριστικά. Της ανέθετε καθήκοντα, να φροντίζει τον μικρό της αδερφό, να βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού, να αναλαμβάνει ευθύνες, γιατί η ίδια δούλευε πολλές ώρες και έλειπε, Όσο η Έλενα τα κατάφερνε, της ανέθεταν και παραπάνω πράγματα και αυτή προσπαθούσε να τα φέρει εις πέραν όσο καλύτερα μπορούσε για να την αγαπούν. Της έδειχναν αγάπη, αποδοχή και καλοσύνη μόνο όταν έπαιρναν ότι ήθελαν από αυτήν.

Έμαθε λοιπόν η Έλενα να λειτουργεί έτσι. Οπότε όταν την πλησίασε ο πατριός της στην τρυφερή ηλικία των επτά και την χάιδευε, αυτή στην αρχή νόμιζε ότι ήταν από στοργή και αγάπη, μέχρι που αυτά έγιναν πιο ενοχλητικά και αυτή προσπαθούσε να τα αποφεύγει ή να αντιστέκεται αλλά δεν τολμούσε να αντιδρά και πολύ έντονα, μην δυσαρεστηθεί μαζί της. Αλίμονο, μην ταράξει την οικογενειακή ηρεμία. Η μαμά της, της είχε μάθει ότι ως εξώγαμο παιδί ήταν ανεπιθύμητη και πολύ ήταν που την φρόντιζαν και την ανέχονταν, και ότι η ίδια ήταν ή μπορούσε να αποτελεί απειλή για την οικογενειακή τους ευτυχία στην καινούρια της οικογένεια.

Καταλάβαινε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον πατριό της και αισθανόταν μεγάλη ντροπή για το τί συνέβαινε, αλλά από την άλλη ήταν και η μόνη οικογένεια που είχε σε αυτόν τον κόσμο. Μεγάλωνε και δυνάμωνε και δυνάμωνε και την αντίσταση της αλλά όποτε σήκωνε μπαϊράκι, ο πατριός της έψαχνε και δημιουργούσε τσακωμούς και φασαρίες στην οικογένεια, τσακωνόταν με την μαμά της και απειλούσε να φύγει. Και τότε η Έλενα έβλεπε την μαμά της τσακισμένη να πέφτει στα πόδια του και να τον παρακαλάει να μείνει και να γίνεται χαμός. Η Έλενα ήξερε τον αληθινό λόγο και την αιτία που γίνονταν όλα αυτά και μπροστά στον χαμό της διάλυσης και της καταρράκωσης της μαμάς της, έκανε πίσω και καθόταν φρόνιμη και υπάκουη να τα υποστεί όλα, και όλα φτιάχνονταν δια μαγείας.

Καταλάβαινε όμως ότι αυτό που γινόταν δεν ήταν φυσιολογικό και ένιωθε μεγάλη ντροπή και αηδία. Έφτασε στο σημείο να νιώθει ενοχές, αφού τα δεχόταν και δεν αντιδρούσε, δεν αντιλαμβανόταν ότι εκτός από σωματική κακοποίηση, της ασκούσαν και ψυχολογική βία και εκβιασμό. Ώσπου μεγάλωσε αρκετά και βρήκε την δύναμη να αποτινάξει τον ζυγό από πάνω της, παίρνοντας στην απελπισία της ένα κουτί από χάπια γιατί δεν άντεχε πια τον εαυτό της και την ζωή της. Την άφησε ήσυχη πια, γιατί προφανώς φοβήθηκε μην τα μάθει ο περίγυρος τους και η κοινωνία και γίνουν ρόμπα και αυτή κατάλαβε στα δεκατέσσερα της ότι έπρεπε να φύγει από αυτό σπίτι πια.

Όλα αυτά τα χρόνια της ντροπής, αφού είχε τελειώσει το μαρτύριο της, θεωρούσε την μαμά της αθώα, αφού έλειπε στο χρονικό διάστημα της κακοποίησης από το σπίτι και δεν θα μπορούσε να γνωρίζει, και αφού την αγαπούσε, αποφάσισε να την προστατέψει και να μην της αποκαλύψει ποτέ αυτά που συνέβησαν. Τί όφελος θα έβγαινε; Αφού είχε τελειώσει το πράγμα; Δεν καταλάβαινε ότι η μαμά της είχε χρέος καθήκον να την προστατέψει μέχρι που έγινε και η ίδια μαμά και ένιωσε το μητρικό φίλτρο και την μητρική αγάπη. Αλλά ακόμα και τότε δεν την κατηγόρησε, θεωρούσε ότι ήταν απλά ένα θύμα η μαμά της, δεν γνώριζε, και εντελώς αδύναμη να αντιδράσει, απλά πάλευε για το μερίδιο της ευτυχίας της στην ζωή που ήταν να κρατήσει τον άντρα της και την οικογένεια της ακέραια.

Ώσπου μια μέρα στο τηλέφωνο η μαμά της της είπε έντρομη, ότι ο ετεροθαλής αδερφός της, για να τους εκδικηθεί και να τους εκβιάσει τους εκσφενδόνισε ότι γνωρίζει για την κακοποίηση της Έλενας από τον πατέρα του και αν θέλει μπορεί να τον στείλει φυλακή άμα τον καταγγείλει. Ήθελε με αυτό να τους τρομάξει και να χτυπήσει την μάνα τους με τον χειρότερο της φόβο, να χάσει τον άντρα της.

Η Έλενα το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν να προστατέψει την μητέρα της από τα νέα και από τον πατριό της.

-Πάρε την μικρή, είχε άλλη μια ανήλικη ετεροθαλή αδερφή, και ελάτε με το πρώτο αεροπλάνο. Θα σας φροντίσω εγώ.

Σκέφτηκε ότι τώρα που βγήκαν όλα στην φόρα, ο πατριός της θα έδειχνε το αληθινό του, απαίσιο πρόσωπο, έπρεπε να φροντίσει την μητέρα της. Περίμενε μία, δύο, τρείς μέρες. Δεν άντεξε, ανησύχησε την πήρε τηλέφωνο, η ιδέα της ήταν ή η μητέρα της φάνηκε διαλλακτική να φύγει; Μάσαγε τα λόγια της, της είπε ότι το συζήτησε μαζί του και αυτός της ορκίστηκε ότι είχε περιοριστεί στα χάδια και τίποτα παραπάνω! Ότι δεν υπήρξε διείσδυση! Ότι τον χρειάζεται στην ζωή της γιατί τα παιδιά τους ήταν πολύ δύσκολα για να τα χειριστεί μόνη της!

Γκρεμίστηκε όλος ο κόσμος της Έλενας όταν άκουσε αυτά τα λόγια. Έχασε την γη κάτω από τα πόδια της. Ήταν λες και την μαχαίρωναν. Έκλεισε το τηλέφωνο, κουλουριάστηκε σε μια γωνία και έκλαιγε όλη την ημέρα. Έχουν έρθει όλα στο φως και η μητέρα της διάλεξε να μείνει. Η προδοσία που ένιωσε της κατέτρωγε τα σωθικά. Η εσχάτη προδοσία! Ο μόνος δικός της άνθρωπος που εμπιστευόταν την είχε πουλήσει για την δική της πλασματική ευτυχία!

Ξετυλίγοντας το πονεμένο κουβάρι του παρελθόντος της ήρθαν αναμνήσεις και στιγμές που τότε δεν καταλάβαινε αλλά τώρα αποκτούσαν νόημα. Όπως τότε στα οκτώ της που είπε στην μαμά της ότι ο πατριός της την άγγιζε περίεργα και η μαμά της έπειτα από μια σύντομη συζήτηση μαζί του, την πήρε μια βόλτα και της είπε για μια κοπέλα στο χωριό της που είχε σχέση με τον πατέρα της και είχε μείνει έγκυος και όλοι την δαχτυλόδειχναν και την περιφρονούσαν και η οικογένεια της είχε γίνει ο περίγελος του χωριού.

-Της πέταγαν το φαΐ σε ένα πιάτο κατάχαμα  για να το φάει από κάτω σαν σκυλί, ήταν τα λόγια της.

Τώρα καταλάβαινε γιατί της είχε πει αυτήν την ιστορία που τόσο την είχε τρομάξει. Ήθελε να την τρομοκρατήσει. Τώρα το καταλάβαινε, είκοσι επτά χρόνια μετά, τι τέρας ήταν η μητέρα της! Τα συναισθήματα που την κατέκλυσαν, προδοσία, πόνος, αηδία, θυμός, οργή, δεν μπόρεσε να τα διαχειριστεί. Εισάχθηκε σε μια ψυχιατρική κλινική με νευρικό κλονισμό. Είχε πολεμήσει σκληρά και είχε καταφέρει τόσα χρόνια να ακροβατεί στο λεπτό σκοινί της ψυχικής διαύγειας και η εσχάτη αυτή προδοσία της έδωσε την χαριστική βολή και την έριξε στο κενό. Ένιωσε να πέφτει και να βουλιάζει όλο και πιο βαθιά στον βούρκο της ψυχολογικής καταρράκωσης και αποσύνθεσης...

 

Συγγραφέας: Λαμ Θι Κιμ Φουνγκ – Σπουδάστρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου