Η Ελένη και η Μαίρη, αχώριστες από την παιδική τους ηλικία. Ήταν μόλις 5 ετών όταν
εμφάνισε η Ελένη, τη Μαίρη στους γονείς της. Μαζί στο σχολείο, στο ίδιο θρανίο, μαζί στο παιχνίδι τα απογεύματα, μόνο για τον ύπνο χωρίζονταν. Στην αρχή οι γονείς της Ελένης δεν είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα με την ιδιαιτερότητα της Μαίρης. «Παιδιά είναι», σκέφτονταν, «συμβαίνουν αυτά στα παιδιά αυτής της ηλικίας. Θα μεγαλώσει η Ελένη και θα καταλάβει μόνη της». Έλεγαν μεταξύ τους..
Όμως όσο η Ελένη μεγάλωνε τόσο περισσότερο δενόταν με τη Μαίρη. Η μία συμπλήρωνε την άλλη και μόνο όταν ήταν μαζί ένιωθαν κι οι δύο ευτυχισμένες. Απομονωμένη από τα υπόλοιπα παιδιά του σχολείου, η Ελένη έβρισκε συντροφιά μόνο στο πλευρό της Μαίρης. Ανησύχησαν οι δάσκαλοι που είχε αρχίσει να γίνεται αντικοινωνική και ειδοποίησαν τους γονείς της. Τους γονείς της Ελένης θα τους έλεγε κανείς αυστηρούς ανθρώπους, κλειστούς, μετρημένους και καθόλου εκδηλωτικούς. Μάταια η Ελένη τους παρακαλούσε να της κάνουν ένα μικρότερο αδερφάκι για να παίζει, αφού όταν την γέννησε η μαμά της ήταν ήδη 43 ετών. Με μπαμπά στρατιωτικό λοιπόν, που έλειπε πολύ συχνά από το σπίτι και γερμανίδα μαμά με πολύ αυστηρές αρχές, η Ελένη, ένα τόσο συναισθηματικό παιδί, μεγάλωνε με τεράστια έλλειψη αγάπης, την οποία αναζητούσε στην παρέα της Μαίρης.
Φυσικά και οι γονείς της Ελένης δεν δέχτηκαν τις όποιες συμβουλές των δασκάλων για να δείξουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην κόρη τους, που τόσο πολύ φαινόταν να το έχει ανάγκη, όταν όμως γύρισαν στο σπίτι την έβαλαν κάτω και της έκαναν κανονική ανάκριση για την σχέση της με τη Μαίρη. Μα για το δικό της μυαλό ήταν όλα τόσο απλά, τόσο φυσιολογικά. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έκανε τους άλλους να ανησυχούν και να ταράζονται με τη Μαίρη. Μόνο μ’ αυτή ένιωθε ο εαυτός της, κι ας ήταν τόσο διαφορετικές. Η Ελένη ήταν ένα ντροπαλό και συνεσταλμένο κοριτσάκι, κλεισμένο στον εαυτό του και φοβισμένο. Δεν αντιμιλούσε ποτέ στους γονείς της, δεν άκουγες την φωνή της. Έκανε πάντα αυτό που της έλεγαν οι άλλοι, δεν ήθελε να στενοχωρεί κανέναν, η ίδια όμως είχε πάντα ένα θλιμμένο ύφος. Από την πρώτη ματιά καταλάβαινες ότι αυτό το παιδί είχε ανάγκη από περισσότερη αγάπη, που δυστυχώς δεν έπαιρνε από κανέναν. Στο σπίτι οι γονείς της την πίεζαν να είναι πάντα η καλύτερη στα μαθήματα, στα αθλήματα, στους τρόπους, σε όλα. Στο σχολείο οι δάσκαλοι την πίεζαν να κάνει παρέα με τα υπόλοιπα παιδιά, να συμμετέχει στις σχολικές εκδηλώσεις, να γίνει δυνατή.. μα εκείνη ήθελε μόνο αγάπη. Κι από την άλλη η Μαίρη.. Η Μαίρη είχε έναν αέρα, ένα ταπεραμέντο.. Δυναμική και φωνακλού από μικρή. Ήξερε να παίρνει αυτό που θέλει, όχι πάντα με τον δίκαιο τρόπο. Ήξερε να απαντήσει στους γονείς και τους δασκάλους της, φτάνοντας καμιά φορά τα όρια της προσβολής και της αγένειας. Γι’ αυτό και η Ελένη την ήθελε παντού μαζί της..
Αρρώστησε όταν οι γονείς της της απαγόρευσαν να ξαναδεί τη Μαίρη. Είχε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι μια βδομάδα. Ανησύχησαν που ούτε έτρωγε, ούτε κοιμόταν και φώναξαν το γιατρό. Μετά από 5 μέρες που έκανε την θεραπεία της η Ελένη επέστρεψε πάλι πίσω στο σχολείο. Είχε υποσχεθεί στους γονείς της ότι δεν θα ξανακάνει παρέα με τη Μαίρη και ότι δεν θα την έφερνε ξανά στο σπίτι. Και στην αρχή τα κατάφερε. Άρχισε να απομακρύνεται από αυτή, να μην της μιλά, να την αποφεύγει στα διαλείμματα του σχολείου και σιγά σιγά πλησίαζε τα άλλα παιδάκια, προσπαθούσε να ενσωματωθεί μαζί τους. Ικανοποιήθηκαν οι δάσκαλοι και ενημέρωσαν τους γονείς ότι η κόρη τους άρχισε να φέρεται φυσιολογικά. Μα και στο σπίτι η Ελένη είχε αλλάξει. Δεν έφερνε πια τη Μαίρη για φαγητό, ούτε παίζαν μαζί τα απογεύματα στην γειτονιά. Η Μαίρη όμως θύμωσε με την Ελένη που την έκανε πέρα τόσο ξαφνικά και άρχισε να την ακολουθεί παντού, να της μιλά, να της φωνάζει, να της ζητά επίμονα να μην τη βγάλει από την ζωή της.. Αντιστεκόταν η Ελένη παρά την έλξη της προς τη Μαίρη και για αρκετό διάστημα έδωσε μάχη για να την κρατήσει μακριά από το μυαλό και την καρδιά της.. και τελικά τα κατάφερε.
Τα χρόνια πέρασαν και η Μαίρη κουράστηκε να προσπαθεί να μεταπείσει την Ελένη. Τα δυοκορίτσια μεγάλωσαν με ζωές παράλληλες. Βέβαια η Μαίρη ήταν πάντα εκεί για την Ελένη, στα δύσκολα και στα εύκολα. Παρακολουθούσε την ζωή της από μακριά και σιωπηλά, μα ήταν πάντα έτοιμη να τρέξει σ’ αυτήν, να την αγκαλιάσει, να της σταθεί. Και η Ελένη αυτό το ήξερε. Την έβλεπε πάντα να την κοιτά από απόσταση, να περιμένει ένα νεύμα της για να ανταμώσουν πάλι όπως πριν, όμως η πίεση που ένιωθε πρώτα από την οικογένειά της και έπειτα από τον κοινωνικό της περίγυρο όσο μεγάλωνε, την έκανε να καταπιέζει τις επιθυμίες της και να παραμένει κλεισμένη στο καβούκι της.
Ήταν εκεί όταν η Ελένη αποφοίτησε από το Λύκειο με άριστα και πέρασε στην φιλολογική σχολή. Ήταν εκεί όταν σαν φοιτήτρια η Ελένη έκανε την πρώτη και μοναδική της σχέση με έναν νεαρό συμφοιτητή της, ήταν εκεί και όταν αυτός την χώρισε μετά από λίγους μήνες, γιατί δεν ήταν, λέει, «φυσιολογική». Παράλληλα η Μαίρη γινόταν όλο και πιο ανεξέλεγκτη, κτητική και δυνατή. Έβγαινε μόνη της τα βράδια, ντυνόταν πρόστυχα και αποκαλυπτικά, είχε εφήμερους έρωτες και το πρωί παρακολουθούσε πάντα από απόσταση την Ελένη να πηγαίνει στο σχολείο όπου είχε διορισθεί, να διδάσκει στα παιδιά με το ίδιο θλιμμένο ύφος, να γυρίζει σπίτι της το μεσημέρι και να ζει με τον ίδιο συντηρητικό τρόπο που της επέβαλαν οι γονείς της, χωρίς παρέες, χωρίς αγάπη, μέχρι να έρθει το επόμενο πρωί που θα ακολουθούσε πάλι το ρουτινιασμένο πρόγραμμά της. Μα δεν την λυπόταν, δεν την λυπήθηκε ποτέ, πάντα περίμενε μόνο ένα κάλεσμά της. Με ένα μόνο κάλεσμα θα την έπαιρνε μαζί της και θα την μυούσε στον κόσμο της, οι δυο παράλληλες ζωές θα γίνονταν επιτέλους μία..Ώσπου ένα ανοιξιάτικο πρωί, η μέρα δεν ξημέρωσε για την Ελένη. Δεν εμφανίστηκε στο σχολείο ούτε εκείνη ούτε την επόμενη μέρα. Τη βρήκαν μέσα στο σπίτι της κρεμασμένη από τον πολυέλαιο του σαλονιού, να φοράει ένα δερμάτινο κόκκινο μίνι φόρεμα και μαύρο διχτυωτό καλσόν, τα μάγουλά της είχαν ποτίσει από την μάσκαρα που ξέπλυναν τα δάκρυα της και το κραγιόν της κατακόκκινο είχε πια ξεραθεί στα χείλη της. Από εκείνο το βράδυ κανείς δεν ξαναείδε ούτε τη Μαίρη, ούτε βέβαια την αναζήτησε κανείς. Εξαφανίστηκε χωρίς κανένα ίχνος πίσω της. Λες και δεν υπήρξε ποτέ..
(ακολουθεί Ιατροδικαστική Έκθεση Νεκροψίας)*
ΕΚΘΕΣΗ ΝΕΚΡΟΨΙΑΣ ΤΟΥ
ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΗ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ ΙΩΑΝΝΗ Στοιχεία θανούσης Ονοματεπώνυμο: Μαρία – Ελένη Παπαδοπούλου Ημερομηνία Γεννήσεως: 14/5/1982 Τόπος Γεννήσεως: Αθήνα Τόπος
Κατοικίας: Αθήνα Στοιχεία Θανάτου Εκτιμώμενη Ημερομηνία Θανάτου: 20/3/2017 Εκτιμώμενη Ώρα Θανάτου: πρώτες πρωινές ώρες Τόπος Θανάτου: ο τόπος κατοικίας Κατάσταση πτώματος: Το πτώμα ανευρέθη 2 ημέρες μετά τον εκτιμώμενο χρόνο θανάτου, εντός της οικίας του, χωρίς αμυχές ή τραύματα που να υποδηλώνουν την συμμετοχή ετέρου προσώπου. Έφερε ενδυμασίας και μακιγιάζ. Αιτία
Θανάτου: εκτιμώμενη Αυτοχειρία Ιατρικό Ιστορικό Θανούσης: Από έγγραφα και ιατρικά πιστοποιητικά που ανευρέθησαν εντός της οικίας καθώς και από χορηγούμενη ιατρική συνταγή, η θανούσα φέρεται να έπασχε από χρόνια μανιοκαταθλιπτική ψύχωση, Διπολική Διαταραχή και Σχιζοφρένεια. |
Συγγραφέας: Σοφία Κουτσούκου – Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου