-Εσένα θα σου τα πω. Πρέπει να τα πω σε κάποιον, γιατί τα κουβαλάω μέσα μου τόσα
χρόνια. Δεν είμαι ίσως τόσο πιστή χριστιανή, ώστε να τα πω στον παπά του χωριού μας, στην εξομολόγηση. Δεν του έχω εμπιστοσύνη! Μπορεί να φταίει και η αρρώστια μου, που με κάνει καχύποπτη. Τα είπα κάποτε σε έναν ψυχολόγο στη Γερμανία, αλλά όχι όλα. Εσύ, θέλω να ξέρεις! Δε θα με κρίνεις και θα είσαι, πιστεύω, αμερόληπτη και αντικειμενική. Η ζωή μου διαλύθηκε, πολλά χρόνια πριν, από φταίξιμο δικό μου; Των άλλων; Δεν έχει πια καμιά σημασία. Τώρα είμαστε στο τελευταίο κεφάλαιο. Ήρθε η ώρα, νομίζω, να κλείσω τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Θα ξεπληρώσω ό τι ακόμα χρωστάω και θα γράψω τη λέξη «τέλος». Ξέχνα τη σχέση, που μας ενώνει και άκου προσεκτικά!
Μετά τον πόλεμο του 1940 η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν τραγική! Πόνος, δυστυχία, καταστροφές, χιλιάδες οι νεκροί, χιλιάδες οι άφαντοι, φτώχεια, πείνα παντού. Όσοι γλίτωσαν από τον πόλεμο, αντί να χαίρονται, έκλαιγαν τη μαύρη τους τη μοίρα, γιατί το μέλλον τους διαγραφόταν σκοτεινό και δυσοίωνο. Οι φτωχές περιοχές και ιδιαίτερα αυτές, που δεινοπάθησαν περισσότερο κατά τη διάρκεια του πολέμου, ήταν απελπισμένες, επειδή πίστευαν ότι δε θα ορθοποδήσουν ποτέ. Και περνούσαν τα χρόνια, μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία.
Κι έφτασε κάποια στιγμή, που η Γερμανία, που δημιούργησε όλον αυτόν τον όλεθρο παγκοσμίως, άνοιξε τα σύνορά της και δέχτηκε μετανάστες από διάφορες χώρες της Ευρώπης, για να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση και την ανασυγκρότησή της μετά τον καταστροφικό πόλεμο. Η χώρα μας υπέγραψε σύμβαση με τη Γερμανία και άρχισαν να φεύγουν κύματα, κύματα οι Έλληνες, για μια καλύτερη τύχη. Η φτωχή μας η χώρα προωθούσε το καλύτερο δυναμικό της, τους νέους και υγιείς ανθρώπους σε μια άλλη χώρα, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, ενώ εδώ έμεναν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι και τα παιδιά, που με τη σειρά τους κι αυτά μεγαλώνοντας θα έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς.
Οι μετανάστες, με πολλή σκληρή δουλειά, και όχι όλοι, κατάφεραν να αποκτήσουν τα μέσα, για να ζήσουν μια καλύτερη ζωή, ενώ με τις αποταμιεύσεις τους, που ήταν σε συνάλλαγμα στήριξαν την ελληνική οικονομία και με αυτόν τον τρόπο βοήθησαν την πατρίδα τους.
Η ελληνική ύπαιθρος ερήμωσε! Στην αρχή έφευγαν οι άντρες και αργότερα ακολούθησαν αναπόφευκτα και οι γυναίκες. Κλάματα και οδυρμοί! Οι οικογένειες άρχισαν να διαλύονται.
Η Εύη ήταν παντρεμένη τα τελευταία τέσσερα χρόνια και είχε αποκτήσει ήδη δύο παιδιά. Η ζωή της ήταν άθλια απ΄ όλες τις απόψεις! Ζούσε σε μια τρώγλη, που, όταν έβρεχε, έμπαζε νερό από παντού, ενώ οι λάσπες ήταν το απόλυτο αξεσουάρ της καθημερινότητάς της. Ο άντρας, που της δώσανε οι γονείς της, ήταν τεμπέλης. Δε ήξερε καμιά τέχνη, αλλά δεν είχε διάθεση να κάνει και οποιαδήποτε δουλειά για να μπορέσει να συντηρήσει την οικογένειά του. Αυτή την ευθύνη τη φόρτωσε στον πατέρα του, έναν πλανόδιο μουσικό που δύσκολα τα έφερνε βόλτα ακόμα και με τη δική του οικογένεια. Τα δυο μικρά παιδιά της δεν είχαν ούτε τα απαραίτητα. Οι γονείς του Σώτου, του άντρα της, προσπάθησαν να τον πείσουν να φύγει στη Γερμανία μετανάστης για να βοηθήσει την οικογένεια. Εκείνος αρνήθηκε, όπως άλλωστε το περίμεναν όλοι, δεν ήθελε ούτε να ακούσει για μετανάστευση, επειδή είχε βολευτεί και ζούσε σε βάρος των άλλων. Έβρισκε διάφορες αφορμές, κυρίως συναισθηματικές, για να το αποφύγει. Δεν ήθελε, λέει να αφήσει πίσω τη γυναίκα του και τα παιδιά του, που “υπεραγαπούσε”. Η οικογένεια, όμως επέμενε. Αυτή η κατάσταση δε μπορούσε να συνεχιστεί.
Η Εύη, που λες, δηλαδή εγώ, κατάλαβε τότε ότι ο κλήρος έπεφτε σ΄αυτή. Δεν υπήρχε άλλη διέξοδος, πλην της φυγής. Βρέθηκε σ΄ένα φοβερό δίλημμα κι έπρεπε να επιλέξει. Από τη μια η αγάπη για τα παιδιά της από την άλλη τα οικονομικά προβλήματα που ήταν πάρα πολλά. Που να αφήσει δυο μωρά παιδιά, που ήταν απόλυτα εξαρτημένα από την ίδια; Ποιος θα τα φρόντιζε, τώρα που έκαναν τα πρώτα τους βήματα στη ζωή; Αν όμως δεν έφευγε, τα προβλήματα θα ήταν ακόμα περισσότερα. Δουλειές στο χωριό δεν υπήρχαν. Το χειμώνα δούλευε εργάτρια στη συγκομιδή των πορτοκαλιών και το καλοκαίρι μάζευε καπνά στα χωράφια των καπνοπαραγωγών. Ελάχιστα χρήματα, που τέλειωναν αμέσως, ενώ οι ανάγκες της οικογένειας αυξάνονταν και ήταν πιεστικές. Ο Σώτος δεν υπήρχε περίπτωση να βοηθήσει. Ήταν απλά ένα διακοσμητικό στοιχείο στην όλη υπόθεση.
Η Εύη σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε το ζήτημα, στάθμισε τα υπέρ και τα κατά και το αποφάσισε. Θα έφευγε για τη Γερμανία κι αν τα κατάφερνε, θα έφερνε αργότερα και την οικογένειά της. Η δουλειά όχι μόνο δεν τη φόβιζε, αλλά την ενεργοποιούσε ως άνθρωπο και την έκανε να νιώθει χρήσιμη. Το συζήτησε με τα πεθερικά της, που δέχτηκαν να κρατήσουν τα παιδιά μέχρι να τακτοποιηθεί και να τα πάρει μαζί της στη Γερμανία. Ο Σώτος θα έμενε στην Ελλάδα και θα πήγαινε αργότερα, μαζί με τα παιδιά.
Η αδερφή της Εύης ήταν ήδη στη Γερμανία μετανάστρια και αυτή της έστειλε πρόσκλησηγια να μπορέσει να φύγει. Ένα ωραίο πρωινό μάζεψε τα λιγοστά της ρούχα σε μια βαλίτσα και ξεκίνησε για το μακρινό ταξίδι με το τρένο. Έφευγε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Τα παιδιά της κολλημένα επάνω της έκλαιγαν και δεν την άφηναν να φύγει. Τα αγκάλιαζε, τα φιλούσε, τα χάιδευε, τα διαβεβαίωνε πως θα γυρίσει γρήγορα κοντά τους, αλλά τα λόγια της δεν τα καθησύχαζαν. Η ίδια, εξάλλου, μέσα της δεν ήταν και τόσο βέβαιη για το πότε και πως θα επιστρέψει. Τα δακρυσμένα ματάκια τους και οι φωνούλες τους την ακολουθούσαν σε όλο το ταξίδι. Προσπαθούσε να ξεπεράσει τη θλίψη της και να πείσει τον εαυτό της ότι όλα αυτά ήταν για το καλό τους. Θα γύριζε γρήγορα και όλα θα ξεχνιόνταν. Μέχρι να φτάσει το τρένο στον προορισμό του, άρχισε σιγά, σιγά να αποδέχεται την κατάσταση.
Η Εύη βρήκε αμέσως δουλειά σε ένα εργοστάσιο μολυβιών και στυλό. Οι συνθήκες εργασίας ήταν καλές, όπως και το μεροκάματο. Συγκέντρωνε τα χρήματά της, φασούλι το φασούλι, κατά την παροιμία, και τα έστελνε στον άντρα της και τα παιδιά της. Η ίδια δεν ξόδευε σχεδόν τίποτε. Δε νοίκιασε σπίτι να μείνει, αλλά έμενε στις εστίες των εργατών, τα περίφημα χάιμ, για να μην πληρώνει ενοίκιο και να της μένουν περισσότερα χρήματα. Ακόμα και το φαγητό της ήταν λιγοστό, συνειδητά, για να μένουν περισσότερα λεφτά για την οικογένεια. Έξοδοι για καφέ και διασκέδαση δεν υπήρχαν στο πρόγραμμά της. Η ζωή της περνούσε μέσα σε στερήσεις, δουλειά, δάκρυα και καθημερινή νοσταλγία για την οικογένειά της και την πατρίδα της.
Μέσα σ΄ αυτό το κλίμα πέρασε ένα χρόνο μέχρι που έφτασε το καλοκαίρι και πήρε την πρώτη της άδεια. Την περίμενε με τόση ανυπομονησία! Είχε μεγάλη αγωνία να δει τα παιδιά της, τον άντρα της και να κανονίσουν τη δική του μετανάστευση.
Το καλοκαίρι ήταν πολύ όμορφο, κοντά στα αγαπημένα της πρόσωπα, που της είχαν λείψει αφάνταστα, αλλά πέρασε γρήγορα και έπρεπε να επιστρέψει στη δουλειά της. Ο Σώτος συμφώνησε να φύγουν μαζί και, αφού τακτοποιηθούν, να πάρουν στη συνέχεια και τα παιδιά τους. Η Εύη είχε αντιρρήσεις στο θέμα των παιδιών, αλλά αναγκάστηκε στο τέλος να συμφωνήσει μαζί του, κάνοντας την καρδιά της πέτρα. Νέα κλάματα, νέοι δύσκολοι αποχωρισμοί! Η καρδιά της σχίστηκε κοιτάζοντας από το παράθυρο του τρένου, που απομακρυνόταν, τα παιδιά της, που είχαν μείνει με τους παππούδες στην αποβάθρα.
Έπρεπε να συνηθίσει. Έτσι είναι η ζωή. Έπρεπε να περιμένουν λίγο ακόμα, αν ήθελαν κάποια στιγμή να ζήσουν όλοι μαζί. Έπρεπε, έπρεπε…
Η Εύη παρακάλεσε και πήραν τον άντρα της για δουλειά στο ίδιο εργοστάσιο, που εργαζόταν κι εκείνη. Από την πρώτη όμως στιγμή φάνηκε πως ο Σώτος δεν είχε όρεξη για δουλειά. Τεμπέλιαζε, κουραζόταν εύκολα, τα παρατούσε, έβγαινε συνέχεια άρρωστος με αποτέλεσμα να δέχεται τις παρατηρήσεις του επιστάτη. Προφασιζόταν ότι δεν καταλάβαινε, ενώ κατά βάθος ευχόταν να τον διώξουν. Ήθελε να κάθεται και να δουλεύει η Εύη. Ένας άνθρωπος ανεύθυνος και άχρηστος. Η μόνη του έγνοια το καλό φαγητό, η διασκέδαση και ο έρωτας. Ενώ η Εύη πάλευε μόνη της, για να καταφέρει να συγκεντρώσει την οικογένειά της, ο Σώτος όχι μόνο δε βοηθούσε, αλλά έδειχνε με κάθε τρόπο την ανωριμότητα και την ανευθυνότητά του. Παρόλο που οι δυσκολίες ήταν τεράστιες με τα δυο παιδιά, εκείνος ζητούσε επίμονα να κάνουν κι ένα τρίτο. Μετά τη γέννηση του παιδιού φάνηκε καθαρά ποιες ήταν οι προθέσεις του. Πήρε το μωρό και το έφερε στην Ελλάδα, για να είναι τάχα όλα τα αδέρφια μαζί και φυσικά έμεινε και αυτός στο χωριό, εγκαταλείποντας τη Γερμανία και τη γυναίκα του.
Η Εύη απογοητευμένη τελείως συνέχισε να εργάζεται και να προσφέρει. Δεν έκανε πλέον όνειρα για καλύτερες μέρες, με όλη την οικογένεια ενωμένη. Τα όνειρά της περιλάμβαναν μόνο τα παιδιά της, όχι το Σώτο. Σιγά, σιγά τον διέγραφε. Δεν είχε άλλωστε ποτέ τη στήριξή του, το ενδιαφέρον του, την αγάπη του. Ένιωθε ότι την εκμεταλλευόταν και δεν το άντεχε. Η μοναξιά, η αδιαφορία του άντρα της, η τεμπελιά του, η νοσταλγία της πατρίδας, η αίσθηση ότι η ζωή περνάει χωρίς καμιά χαρά και καμιά προοπτική για το μέλλον, την οδήγησαν στη σύναψη μιας ερωτικής σχέσης με έναν συμπατριώτη της, που ζούσε κι αυτός μόνος στη Γερμανία, χωρίς την οικογένειά του, τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του. Τους ένωσε ίσως η μοναξιά.
Καθημερινά η Εύη σκεφτόταν τα παιδιά της και έψαχνε τρόπους για να τα φέρει κοντά της. Ο Σώτος της ήταν αδιάφορος πλέον κι έπρεπε να χωρίσουν. Του μίλησε για διαζύγιο στο τηλέφωνο, αλλά εκείνος δεν ήθελε να ακούσει τίποτε. Είχε καλομάθει. Ήθελε να κάθεται, να δουλεύει η γυναίκα του, να μεγαλώνουν τα παιδιά οι γονείς του κι αυτός να μην προσφέρει τίποτε. Αν έδινε το διαζύγιο θα έχανε την κότα με τα χρυσά αβγά. Το άσχημο ήταν ότι και οι γονείς του συντάχτηκαν μαζί του, ενώ γνώριζαν ότι αυτός ήταν το πρόβλημα. Η μητέρα του για να τον ενισχύσει και να εκδικηθεί την Εύη, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της, έστειλε το ένα παιδί, το μεγάλο αγόρι, εσωτερικό στην Παιδούπολη, για να μάθει τάχα μια τέχνη, ενώ στην πραγματικότητα ήθελε να απομονώσει τα παιδιά, να μη μιλάνε μεταξύ τους και να μην τρέφουν αισθήματα ο ένας για τον άλλο. Το μικρό αγοράκι, πάλι χωρίς να συμφωνήσει με την Εύη, το έδωσε για υιοθεσία και κράτησε κοντά της μόνο το κορίτσι για να τους υπηρετεί, επειδή είχαν μεγαλώσει. Σταλαγματιά, σταλαγματιά έσταζαν το δηλητήριο στην ψυχή του κοριτσιού και έθρεφαν το μίσος, που της είχαν εμπνεύσει για τη μητέρα της. Δεν έχαναν την ευκαιρία καθημερινά να της μιλάνε άσχημα για την Εύη, να της υπενθυμίζουν πόσο πολύ της μοιάζει και ίσως μια μέρα πάρει τον ίδιο δρόμο μ΄ αυτή. Η μικρή ακούγοντας μόνο τη μια πλευρά, μεγάλωνε με την ιδέα ότι η μητέρα της την εγκατέλειψε και έφυγε να κάνει τη ζωή της. Το μίσος, που καλλιεργήθηκε έντεχνα και το αίσθημα της εκδίκησης φώλιασε βαθιά μέσα στην ψυχή της και περίμενε την κατάλληλη ώρα για να εκδηλωθεί. Ονειρευόταν την ικανοποίηση που θα έπαιρνε, αν κατάφερνε να πονέσει τη μητέρα της, όσο πόνεσε και η ίδια όλα αυτά τα χρόνια της εγκατάλειψης. Στα δεκαπέντε της ήταν μια πολύ όμορφη και δροσερή κοπέλα. Με τη μητέρα της είχε πάντοτε επαφή, άσχετα με τα συναισθήματά της, επειδή με τα δικά της χρήματα ζούσαν. Ζήτησε λοιπόν από τη μάνα της να την επισκεφτεί στη Γερμανία, γιατί την επιθύμησε. Η Εύη πέταξε από τη χαρά της και περίμενε με αγωνία τον ερχομό της. Έμενε σε ένα σπίτι στην εξοχή με το φίλο της εδώ και οχτώ χρόνια, καθώς εγκατέλειψε το Σώτο και η ζωή της κυλούσε ήρεμα. Ο Τάκης, ο φίλος της ήταν καλός μαζί της, την πρόσεχε και την αγαπούσε. Δεν είχαν προβλήματα. Η κόρη της από την πρώτη στιγμή που έφθασε άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στο ζευγάρι. Φλέρταρε ασύστολα με τον Τάκη, που κολακευόταν, επειδή τον πρόσεχε η μικρή. Η Εύη στην αρχή δεν ήθελε να το πιστέψει, δεν το χωρούσε ο νους της, αλλά όσο περνούσε ο καιρός αυτό γινόταν πιο έντονο με αποτέλεσμα να μιλήσει και στους δύο, σε καθέναν ξεχωριστά, αλλά και οι δυο το αρνήθηκαν και την είπαν τρελή, που φαντάζεται διάφορα. Άρχισε και η ίδια να πιστεύει ότι είναι υπερβολική και αποφάσισε να χαλαρώσει.
Και ξαφνικά έγινε το μοιραίο! Ένα πρωινό στη δουλειά της αισθάνθηκε αδιαθεσία και αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι. Ο Τάκης έλειπε στη δουλειά του και στο σπίτι ήταν μόνο η κόρη της. Μπαίνοντας, άκουσε ψιθύρους και πνιχτά γελάκια να έρχονται από την κρεβατοκάμαρα και κατευθυνόμενη προς τα εκεί αντίκρισε τον Τάκη να κρατάει αγκαλιά την κόρη της. Άρχισε να ουρλιάζει σαν πληγωμένο ζώο, ενώ η κόρη της ατάραχη και με ύφος χαιρέκακο στάθηκε μπροστά της γελώντας σαρκαστικά: Μόνο γι΄αυτό ήρθα από την Ελλάδα, της είπε κοροϊδευτικά. Έχασε το μυαλό της, ήταν σε τέλεια σύγχυση! Φώναζε, γελούσε, έκλαιγε, δε μιλούσε και πάλι από την αρχή. Ειδοποίησαν τις πρώτες βοήθειες, που τη μετέφεραν στο νοσοκομείο κι από εκεί στο φρενοκομείο, όπου νοσηλεύτηκε για δύο μήνες με ισχυρότατο νευρικό κλονισμό.
Από τότε η ζωή της διαλύθηκε τελείως. Δεν είχε τη δύναμη να δουλέψει, μπαινόβγαινε στα ψυχιατρεία και έπαψε να έχει επαφές με τα παιδιά της. Ο μεγάλος της γιος την έπαιρνε κάπου-κάπου τηλέφωνο, όχι για να μάθει τι κάνει, αλλά μόνο για να ζητήσει βοήθεια οικονομική, πράγμα που το επιβεβαίωσε και όταν ήρθε να μείνει μόνιμα στην Ελλάδα, μετά τη συνταξιοδότησή της. Ο γιος της με γαλιφιές κατόρθωσε να της αποσπάσει ένα σεβαστό ποσό για να φτιάξει το σπίτι του, όπου θα μένανε τάχα όλοι μαζί. Όνειρο θερινής νυκτός, που λέει και ο Σέξπιρ. Όταν το σπίτι τελείωσε δεν υπήρχε χώρος για εκείνη. Υπήρχε όμως το συναισθηματικό δίλημμα: ή με εσένα ή με την οικογένειά μου.
Η κόρη της, που είχε παντρευτεί και περνούσε δύσκολα, ζήτησε
χωρίς ντροπή τη βοήθειά
της, που η Εύη δεν της την αρνήθηκε. Την πρόσφερε
απλόχερα ξεχνώντας τι είχε συμβεί και χωρίς να περιμένει ανταλλάγματα.
Αποφάσισε όμως να μείνει μακριά από τα παιδιά της για να μην τους δημιουργήσει
προβλήματα.
Κατέληξε στο χωριό της με σκοπό να βρει το τρίτο παιδί της που είχε δοθεί για υιοθεσία. Το βρήκε εύκολα, με τη βοήθεια του αδερφού της. Το παιδί δεν είχε υιοθετηθεί επίσημα και είχε το όνομα του άντρα της. Το βοήθησε κι εκείνο οικονομικά με ότι της είχε απομείνει και μετά αποσύρθηκε στο σπίτι της και ζούσε με την πενιχρή της σύνταξη. Δε ζήτησε τίποτε από κανέναν. Δεν είχε απαιτήσεις. Τη ζωή της τη χάλασε. Αποδέχτηκε τη μοίρα της, χωρίς να κάνει παράπονα και περίμενε το τέλος. Άλλωστε δε θα αργούσε να έρθει. Η σχιζοφρένεια την έπιασε από το χέρι και την οδηγεί αργά αλλά σταθερά εκεί, όπου κατά βάθος αποζητά να φτάσει εδώ και πολλά χρόνια. Καταλαβαίνεις τώρα;
Συγγραφέας: Χρυσαυγή Τζουβάρα Πετάλη – Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου