Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2022

«Μαγεία» της Ρένας Λάσκου

Το τηλέφωνο χτυπούσε σαν δαιμονισμένο. Τι ώρα ήταν; Η Ηρώ κοίταξε το ρολόι δίπλα από το κομοδίνο της. Δεν είχε πολύ ώρα που γύρισε από την εφημερία της στο νοσοκομείο και μόλις την είχε πάρει ο ύπνος. Είχε περάσει ένα πολύ δύσκολο βραδύ. Πόσο ψυχοφθόρα γινόταν κάποιες στιγμές η δουλεία του γιατρού.

 Από την άλλη μεριά του τηλέφωνου ακουγόταν η φωνή της μάνας της ταραγμένη.

Πήγαινε να πάρεις γρήγορα τον πατερά σου από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής διότι χωρίς να το καταλάβω άνοιξε την πόρτα και σαν κύριος έφυγε ευτυχώς παναγία μου τον εντόπισαν αμέσως και χάρη στο σημείωμα που του έχω ραμμένο πάνω σε κάθε ρούχο του, μας βρήκαν και μου τηλεφώνησαν.

Από τα ματιά της άρχισαν να τρέχουν δάκρια, ο φόβος της, η αγωνιά της και η ταραχή της όλο κι μεγάλωναν τόσο που τα χέρια της έτρεμαν και με δυσκολία μπόρεσε να ντυθεί. Βγήκε στο δρόμο σαν τρελή και ως που να φτάσει στο αστυνομικό τμήμα της φάνηκε η διαδρομή ατελείωτη. Έφτασε τρέμοντας έτοιμη να καταρρεύσει. Με όσο κουράγιο της είχε απομείνει ρώτησε για τον πατερά της. Στο γραφείο του αξιωματικού της υπηρεσίας στο τρίτο όροφο της απάντησε ένας νεαρός άνδρας, και αυτή η διαδρομή ακόμη ως το γραφείο του αξιωματικού της φάνταζε ατελείωτη. Επιτέλους! Έφτασε με κομμένη την ανάσα και χωρίς καν να χτυπήσει την πόρτα μπήκε μέσα ψάχνοντας τον με το βλέμμα της. Τον είδε να κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία του γραφείου και να της χαμογελά ατάραχος και μέσα στην γλύκα. Τις ήρθε να γελάσει, να κλάψει, να του βάλει τις φωνές. Τον κοίταξε με αυστηρό βλέμμα και εκείνος την κοιτά όπως ένα παιδάκι που έχει κάνει αταξία και χαμογελά. Άραγε κατάλαβε τι είχε γίνει που βρισκόταν δεν μπορούσε να του θυμώσει τον αγκάλιασε τον κράτησε από το χέρι και έφυγαν για το σπίτι.

Η μάνα της περίμενε έξω στην αυλή. "Mην πεις λέξη, μην τολμήσεις να του κάνεις παράπονα, βάλε τον να ξεκουραστεί και φρόντισε τον. Θα έρθω πάλι αργότερα". Η μάνα της έσκυψε το κεφάλι και με μάτια βουρκωμένα τον αγκάλιασε και μπήκαν μέσα στο σπίτι.

Τον είδε καθώς πάρκαρε καθόταν εκεί στη αγαπημένη του βελούδινη πολυθρόνα με το όμορφο γαλάζιο χρώμα.

Κοιτούσε έξω από το μεγάλο παράθυρο του σαλονιού τον όμορφο κήπο με τα ψηλά και φουντωτά δέντρα γεμάτα από καρπούς και τις όμορφες κατακόκκινες μοσχοβολιστές τριανταφυλλιές σα να έσταζαν αίμα.

Τον πλησίασε και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και μια τεράστια αγκαλιά που έκλεινε μέσα όλα όσα αισθανόταν και όλα όσα ήθελε να του πει και δεν του έλεγε.

Κι όμως ήθελε τόσο πολύ να του μιλήσει να του πει ότι τον αγαπούσε ότι για εκείνη δεν είχε σημασία που δεν την θυμόταν πια, που ξεχνούσε, που δεν θυμόταν που βρισκόταν.

Πάντα θα ήταν το μικρό του κοριτσάκι που ξάπλωναν αγκαλιά στην άμμο τα καλοκαιρινά βράδια άκουγαν τα κύματα που έσκαγαν στην ακρογιαλιά και κοιτούσανε τα αστέρια στον ουρανό.

Ήταν τότε που ενώ εκείνος δεν πίστευε στην μαγεία, την έκανε να ζει μέσα στην μαγεία των λέξεων του των ιστοριών του και να πιστεύει σε αυτήν, της μάθαινε τους αστερισμούς την μεγάλη άρκτο την μικρή άρκτο την ιστορία για την πούλια και τον αυγερινό.

Μπαμπά μου Θυμάσαι; Όχι το ξέρω, τώρα δεν μπορείς, έχει πέσει σκοτάδι στο μυαλό σου αλλά ξέρω πως η καρδία σου είναι ακόμη φωτεινή γεμάτη αγάπη όπως ήταν πάντα, και δεν πειράζει θυμάμαι εγώ και για τους δυο.

ήξερε πως την ένιωθε, και πως όταν του μιλούσε την καταλάβαινε, το έβλεπε στα μάτια του και ας μην της έλεγε τίποτα. Η ψύχη του ήταν τόσο διάφανη για εκείνη και μπορούσε να δει μέσα της. Ήταν ο ίδιος άνθρωπος όπως ήταν όλα τα χρόνια που τον θυμάται. Ήταν αυτός που θαύμαζε, που της έλεγε να μην φοβάται να έχει πίστη, να τολμά, να ονειρεύεται, να μη σταματά. Πόσο καμάρωνε όταν ερχόταν να την πάρει από το σχολειό τότε που ήταν μικρούλα, όπως και τότε στην αποφοίτηση της που ήρθε στο πανεπιστήμιο με μια τεράστια ανθοδέσμη έχοντας κρύψει μέσα και πάλι μια σοκολάτα για την μικρή του πριγκίπισσα της είπε, όπως τότε που την περίμενε έξω από την αυλή του δημοτικού σχολείου.

 Η Ηρώ έσκυψε στο αυτί του και ψιθυρίζοντας του είπε. Πόσο υπερήφανη ήμουν πάντα για σένα μπαμπά μου και τώρα είμαι περισσότερο από κάθε άλλη φορά να το ξέρεις, γιατί είσαι μαχητής γιατί δεν το βάζεις κάτω γιατί επιμένεις γιατί δεν τα παρατάς. Και ‘γω το ξέρω ότι όλα θα πάνε καλυτέρα και ξέρεις γιατί; Γιατί με έμαθες να πιστεύω στην μαγεία της ίδιας της ζωής και η μαγεία διαρκεί μονό όσο παραμένει η επιθυμία και εμείς οι δυο θέλουμε την ζωή μας πίσω

 

Συγγραφέας: Ρένα Λάσκου – Σπουδάστρια Tabula Rasa


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου