Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

«Δυο λόγια από την Αριάδνη» του Παναγιώτη Γιώργου Καραδάκη

Δεν θέλω, δεν πρέπει βρε μάνα, να στα πω όλα αυτά, έχω κουραστεί και να τα σκέφτομαι ακόμα. Να σου μιλήσω καλύτερα για το τώρα, γιατί το παρελθόν δεν ξέρω αν αντέχω να στο κουβεντιάσω. Με δυσκολία ξυπνάω κάθε πρωί. Με δυσκολία θα σηκωθώ και με δυσκολία θα βγάλω τη μέρα. 

Είναι φορές που ανοίγω τα μάτια μου και δεν βρίσκομαι στο δωμάτιο μου, αλλά σαν σε ένα χώρο που μοιάζει με δωμάτιο νοσοκομείου. Τέσσερις, ψυχροί γκρίζοι τοίχοι, που δεν έχουν τίποτα να μου πουν. Σαν να βρίσκομαι στο κέντρο ενός λαβύρινθου, που να σου μιλήσω ειλικρινά, εσένα δε σε ντρέπομαι, δεν θέλω μανούλα μου να βγω από εκεί. Θέλω να κουρνιάσω μέσα σε αυτό το άδειο δωμάτιο και να χαθώ από όλους και όλα.

 

Αυτή μου η συμπεριφορά θα έχει κουράσει και τον Μηνά, το καταλαβαίνω, είναι αλλού πλέον. Πάνω από είκοσι χρόνια μαζί και τουλάχιστον πέντε χρόνια τώρα πρέπει να ανέχεται αυτή μου την συμπεριφορά. Δεν τον νιώθω κοντά μου εδώ και πολύ καιρό, δεν θέλω κιόλας, κανέναν, κουράστηκα. Εσένα μόνο θέλω, γλυκιά μου μάνα, μόνο εσένα έχω. Προχθές για να σου δώσω να καταλάβεις, ξύπνησα και είδα απέναντι μου, να μου έχει γράψει σε ένα χαρτί “έχεις δεκαπέντε λεπτά για να βγεις”. Το βλέπω, δεν αντέχει πια να με βλέπει όλη μέρα στο κρεβάτι και έχει δίκιο, ακόμα και εγώ με σιχαίνομαι να με βλέπω σε αυτή την κατάσταση.  

Θα σηκωθώ μόνο για να κάνω δουλειές και αυτό με τα χίλια ζόρια, αλλά πρέπει, ντροπή μου πια. Τα ίδια και τα ίδια δηλαδή κάθε μέρα. Θα κάνω ένα καφέ, θα ανοίξω την τηλεόραση να παίζει και θα κάνω ότι έκανα και χθες. Λίγο την κουζίνα, το μπάνιο, καμιά σκούπα, τέτοια. Ένα μόνο πράγμα, πολύ παράξενο, εδώ και κάμποσο καιρό, δεν αντέχω ρε συ μάνα να κάνω τους τοίχους. Θέλω να τους κάνω και πολύ! Μέσα στις δαχτυλιές είναι, έχω μήνες να τους κάνω. Όμως και μόνο στην σκέψη ότι θα τους ακουμπήσω, οποιανδήποτε τοίχο, με πιάνει αφόρητος πόνος εδώ, χαμηλά ξέρεις, σαν να μου μπήγει πυρωμένο σίδερο εκεί κάτω.  

Αυτό είναι, αυτό περνάω μανούλα μου και σε ντρέπομαι, πόσο σε ντρέπομαι να ξέρεις που
στα λέω. Ολόκληρη μοσχάρα, σαράντα δύο χρονών γυναίκα και να είμαι έτσι, ντροπή. Άλλες στην ηλικία μου έχουν δυο παιδιά και άντρα και τα κουμαντάρουν μια χαρά. Εγώ ούτε το στόμα μου, που έχω γίνει σαν το βόδι από το φαΐ, δεν κουμαντάρω. Δεν είναι ζωή αυτή που ζω, το ξέρω. Να κοιμάμαι θέλω όλη μέρα και όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά, να κάθομαι να τρώω στο κρεβάτι.  

Δεν το κάνω επίτηδες όμως, δεν τον ελέγχω το ρημάδι το σώμα μου. Από το κρεβάτι ως τον καναπέ να σηκωθώ πάω και το νιώθω ατσάλινο, βαρύ και άκαμπτο. Νιώθω πολύ κουρασμένη, αλήθεια και που ανασαίνω κατόρθωμα μου φαίνεται. Μου λέει η Λένα, ξέρεις από το σούπερ μάρκετ που ήμουν, η φίλη μου, να βγούμε καμιά βόλτα και μου έρχεται να την χτυπήσω. Δεν ξέρω, εγώ είμαι κακιά; Δεν μπορώ να καταλάβω, αλλά εντάξει, μας θυμήθηκε και αυτή και θέλει βόλτες, καλά. Να μου κάνει την καλή θέλει, γιατί ποιος ξέρει, ίσως κάτι θέλει να μου ζητήσει. Κανέναν, όχι, ούτε φίλο ούτε κανένα, μόνο εσένα έχω και θα έχω.  

Ο Μηνάς λέει να πάω σε ψυχολόγο, σε ψυχίατρο, σε τέτοιους. Αν δεν την παλεύει μαζί μου ας πάει αυτός, εγώ έχω εσένα. Και σε σένα θα το πω, δεν έχω ανάγκη να το κουβεντιάσω με άλλον. Τι να μου πουν μωρέ; Να με πλακώσουν στα χάπια και να γίνω φυτό; Ή να κάθομαι να μιλάω; Και; Αν μιλάω θα μου φύγει αυτό που νιώθω; Μιλάω, τα λέω σε εσένα τότε. 

Όχι όλα βέβαια. Τώρα όμως νομίζω, σκέφτομαι μάλλον, ότι είναι εντάξει να στο πω. Γιατί δεν θέλω να σε βαρύνω με αυτά μανούλα μου, τόσα πέρασες. Όμως πιστεύω αν στο πω τώρα θα είναι εντάξει. Ο Γιάννης. Εγώ ήμουν έντεκα τότε και εκείνος δεκαεννέα. Να, πολλές φορές, όταν εσύ νόμιζες ή ότι ερχόταν για να παίξουμε ή να με διαβάσει, έκανε κάτι πάνω μου. Το ξέρω, το ξέρω πως φταίω και εγώ, γιατί ήμουν έξυπνο παιδί, όλοι το λέγατε, θα μπορούσα λοιπόν να του πω όχι. Μου έλεγε να κάτσω μπρούμυτα στο κρεβάτι μου, ερχόταν από πάνω, έβγαζε τα ρούχα του και καταλαβαίνεις... 

Τον θαύμαζα τόσο ρε μαμά, ήταν ο αγαπημένος μου αδερφός. Μου έλεγε πως αν μπει εκεί, τότε θα βρει την άκρη και θα ανακαλύψει όλα μου τα μυστικά, θα με μάθει. Και ήθελα τόσο πολύ να με μάθει, να δει πόσο τον αγαπάω και ύστερα να με αγαπάει και αυτός όσο και εγώ. Δεν έπρεπε, για να τον κάνω να με αγαπήσει το έκανα, ντροπή μου. Ποια θα το έκανε αυτό στην θέση μου; Μόνο οι πουτάνες στο δίνουν για να πάρουν κάτι από εσένα.  

Παρόλα αυτά, τον μισώ, αν και πιστεύω ότι φταίω και εγώ, τον μισώ. Δεν έπρεπε να με κάνει να θέλω να με αγαπάει, αδερφική αγάπη εννοώ. Έπρεπε να ασχολείται με τους φίλους του και γενικά με άτομα της ηλικίας του, όχι με ένα παιδί. Έπρεπε να μην θέλει να ασχολείται μαζί μου, να του σπάω τα νεύρα. Αλήθεια σου λέω μαμά! Συγνώμη! Για να με αγαπήσει και να με θαυμάσει και αυτός, μόνο για αυτό τον άφηνα. 

Δεν έπρεπε, δεν έπρεπε να στα πω, δεν έπρεπε. Χίλια συγνώμη, μέσα από την ψυχή μου, συγνώμη μαμά. Εγώ δεν έχω άλλον, κάθε φορά που θα έρθω να σου ανάψω το καντηλάκι, είναι σαν να είμαι και πάλι στην αγκαλιά σου. Μόνο εσύ! Μόνο εμείς μανούλα μου. Στην μυρωδιά σου, εκεί, να χάνομαι με τις ώρες, κάτω από την κουβέρτα σου που έχει ακόμη την μυρωδιά σου. Σκίζομαι μάνα! Χάνομαι, κομματάκια στον αέρα από χαρτί και δεν υπάρχω. Μου λείπεις, δεν θέλω να υπάρχω χωρίς εσένα. Μόνο ο πόνος, ο πόνος μου μόνο με κρατάει ζωντανή.  

Συγνώμη που σε φόρτωσα, αληθινά συγνώμη, δεν ήθελα να μαυρίσω την ψυχούλα σου, εκεί που είσαι. Δεν βγάζω άκρη στο λαβύρινθο που ζω βρε μάνα. Δεν έχω τα κουράγια και να ήθελα να βγάλω. Κράτησε μου το χέρι, σε παρακαλώ. Θέλω να νιώσω τα παχουλά σου, τα ζεστά σου τα χεράκια να με χαϊδεύουν. Θέλω να ξανά ακούσω την ανάσα σου μανούλα μου, να την πάρω δικιά μου ανάσα. Μέσα σε αυτό το γκρι άδειο δωμάτιο που ξημερώνομαι, εκεί μέσα θα χαθώ και θα βρω ξανά ζωή κοντά σου. Κουράστηκα πάρα πολύ μαμά.  

 

Συγγραφέας: Παναγιώτης Γιώργος Καραδάκης – Σπουδαστής Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου