Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 8 Μαρτίου 2022

«Au Revoir» του Παναγιώτη Γιώργου Καραδάκη

Μεγάλη ιστορία και αλλούτερη το πως έσμιξα με τον παππού σου κορίτσι μου. Είναι τρελό,
αλλά με τον παππού είμαστε μαζί, σαν κανονικό ζευγάρι δηλαδή, από τη μέρα του γάμου μου. Που είναι το τρελό θα μου πεις τώρα εσύ, ε; Το πως δεν εννοώ το γάμο μας, αλλά τον γάμο μου, παιδί μου. 

Ήταν τότε μωρέ που βγήκε η Βουγιούκλο, επί Καραμανλή εννοώ. Κάπου εκεί, τέλος πάντων. Όχι, αυτόν τον χοντρό, τον παλιό λέω εγώ. Με είχε τάξει, που λες, ο πατέρας μου  σε ένα λαδέμπορα από την Κορώνη. Σπουδαία τύχη, τι να σου πω… Ο γαμπρός είχε σαλόνι σπίτι του! Βρε, μη γελάς, τη γιαγιά σου κοροϊδεύεις; Ξέρεις τι ήτανε τότε αυτό; Ούτε καμπινέ δεν είχαμε, όχι πολυθρόνες και καναπέδες. 

Εγώ ήμουν, Παναγία μου, διάβολος σκέτος. Μικρό κοριτσάκι βέβαια, ούτε δεκαέξι χρονών, πως να ήμουν. Σταρ Ελλάς, με έλεγε η μάνα μου, για να με πειράζει. Αχ, μάνα μου, γλυκιά μου μάνα. Γιατί ήμουν σε όλα μέσα, πανταχού παρούσα. Ήμουν και όμορφη, μη βλέπεις τώρα, άστα. Σαν τον δαίμονα ξεφύτρωνα, κάτω από την ποδιά της, που μοσχοβόλαγε πράσινο σαπούνι και την γαργάλαγα. Γελαδερή και τσαχπίνα, το κέντρο της προσοχής στα Πατήσια, που μέναμε. Τότε τα Πατήσια, μην κοιτάς τώρα, δέκα οικογένειες ήντουσταν, χώμα, γάτες και μπουγαδόνερα. 

Αλλά τι σου έλεγα; Α ναι, ο Αβράμης, ο γαμπρός. Πανάθεμα με, ούτε την μούρη του δεν θυμάμαι. Σάμπως και τον είδα; Μια φορά που ήρθε με τον πατέρα του στο σπίτι, να με ζητήσει και φέρανε τους ντενεκέδες με τα λάδια. Άλλο δεν τον ματάδα. Ευτυχώς δηλαδής, γιατί από το λίγο που τον έχω στο νου μου, ντιπ μουσχάρι ολόρθο, πανάθεμα τον, τον θυμάμαι. Ψηλός και άξεστος, βρωμούσε... Παρθένα μου σώσε, σαν κλούβιο αυγό, κορίτσι μου. Μια φορά τον είδα και δεν ξεχνώ την βρώμα του ζεβζέκη. 

Ο παππούς σου νέος, άλλο πράγμα αυτός, τι να σου λέω. Ξανθός, ροδαλός, με ένα χαμόγελο σχιστό, σου έσκιζε την καρδιά. Μην τον εβλέπεις τώρα. Τώρα πάει, γεράσαμε και μας έφαγε ο σκόρος. Αλλά τότες ήτανε... Δυο χρόνια μεγαλύτερος αυτός, από το αρρένων ο πιο όμορφος. Μόνο εμένα κοίταζε όλη μέρα. Όλες οι κλώσες στο διάλειμμα να μαζεύονται στα κάγκελα, να τον χαζεύουν να παίζει μπάλα, αλλά αυτός ο δαίμονας καρφωμένα τα μάτια του μόνο σε μένα τα’χε. Ε, πολλοί με ήθελαν τότες, μην κοιτάς, ήμουν τραβηχτηκιά και διαόλου κάλτσα. 

Βγαίναμε και ραντεβού. Κρυφά απ’τη μάνα βέβαια, γιατί το πασούμι της έτσουζε σαν το οινόπνευμα στην πληγή, κορίτσι μου. Ερχόταν μετά το σχολείο, μου έκλεινε το μάτι και ήταν το σήμα, να πάω να τον ανταμώσω στον Γκράβα, το λόφο, που τώρα είναι σκουπιδότοπος. Αχ κορίτσι μου, τίποτε δε κάναμε, μόνο το χέρι μου χάιδευε και εμένα όλος μου ο κόσμος γέμιζε χρώματα. Πως να στο πω βρε κούκλα μου, σαν μόνο τότε να άνοιγε το μάτι μου και να έβλεπα ανθρωπινά. 

Τι λέγαμε; Α! Η μέρα του γάμου, ναι. Με τα πολλά, κορίτσι μου, με ντύσαν με έκαναν λατέρνα και Κυριακή κοντή γιορτή. Μέρα του γάμου και εγώ μαύρη σαν να σταύρωναν τον Χριστό, μέσα μου. Ούρλιαζε η ψυχή μου, μάτια μου, αλλά κανείς δεν εμπόραγε να με ακούσει. Θανατοποινίτησα η γιαγιά σου! Θειάδες, μπαρμπάδες, οι δυο μου οι γιαγιάδες, όλοι σπίτι κατουρημένοι από χαρά και εγώ έτοιμη να σπάσω σαν το φτερό.  Όχι, για αυτή τους τη χαρά δεν τους συγχωρνάω κορίτσι μου, όχι. Λες και θέλανε να απαλλαγούν από αρρώστια ή πράγμα τέτοιο, που με ξεφορτωνόντουσαν. 

Είχα, η καλή σου, νυφοστολιστεί για τα καλά και καθόμουνα στην κάμαρη μου, μόνη στο παραθύρι, να τον σκέφτομαι και να λιώνει το μέσα μου. Τον παππού σου λέω. Τόσες θύμησες, από το ρημάδι το χέρι του να με κρατάει και να μου γελάει. Παναγιά μου, τι με βάζεις τώρα και θυμάμαι και εσύ. Δεν άντεχα, όχι ψυχή μου, δεν μπορούσα να τον πάρω τον βρωμίλο. Τώρα το θυμάμαι και μου 'ρχεται να σκάσω, όχι τότες, που ήμουν ακόμη με τα νιάτα αφάγωτα.

Ο παππούς είχε ένα στέκι τότε και μαζεύονταν με τα άλλα αγόρια της γειτονιάς να πιούνε μπύρες. Ένα μαγαζί, στην Πατησίων ήτανε, είχε ένα όνομα... Δεν θυμάμαι πως. Εκεί, στο παράθυρο που αγνάντευα, με τα νυφικά και τις κορδέλες, ρίχνω έναν πήδο η τρελή. Τρελή γιαγιά έχεις, να ξέρεις ε! Ρίχνω έναν πήδο και να'σου η τρελή σωρό κουβάρι στα χώματα και έβαλα το τρεχαλιτό. Α, να γεια σου, “Au Revoir” το λέγανε το μαγαζί. Θυμάμαι που τον ρώταγα, μετά τον λόφο, που θα πάει και μου έλεγε “εις το επανιδείν”. Βρε που θα πας του φώναζα, τι χαιρετάς; Έτσι μου λεγε το λέγαν το μαγαζί, στα γαλλικά δηλαδή τι πάει να πει. 

Για ένα μήνα κανέναν τους δεν είδα. Ούτε γονείς, ούτε σόγια, ούτε τον ασβό, ούτε τίποτε. Πήγα έτσι σαν την απόμουρλη στο μαγαζί, μπαίνω μέσα και να κοιτάω σαν το ορφανό δεξιά και αριστερά να βρω τον παππού σου. Βρε πουθενά ο καλός σου. Αξάφνου, να τος μπροστά μου και κορίτσι μου ούρλιαξε από χαρά τότε η ψυχή μου. Ανακούφιση μάτια μου, ξανά πήρε μπρος η καρδιά μου τότες. Πάω τρέχοντας προς το μέρος του και του ρίχνω ψυχή μου έναν φούσκο... Μα έναν φούσκο... Πως δεν τον σακάτεψα η τρελή, η Παναγιά το ξέρει. Σου λέω η γιαγιά σου ήταν... Διάολος, Χριστέ μου. 

Να τα λέμε όμως και τα σωστά, είχα τον λόγο μου που το έκανα. Δεν ήρθε ο παναθεματισμένος να με πάρει, να με κλέψει, να σωθώ και εγώ η δόλια, παρά μου έπεινε μπύρες! Αλλά πάντα έτσι χέστης και λιγόψυχος ήταν. Δεν τον βλέπεις τώρα; Που μας βγάζει την ψυχή και ούτε στον γιατρό δεν πάει; Τι που κάνει τον καμπόσο; Από τον φόβο του δεν πάει. Ε, τι να έκανα; Πήγα και τον έκλεψα εγώ. Φούσκο τώρα λέω, καλά… Όμως τα άλλα μετά από τον φούσκο, ένα μήνα που κρυβόμασταν, στην Λειβαδιά στης πεθεράς μου, δεν τα λέω τι του έκανα. Καλά πέρασε, καλά!

Υπάρχει άραγες ακόμη αυτό το μαγαζί; Το ξέρεις εσύ; Πηγαίναμε συχνά εκεί. Και την μάνα σου που είχα, πηγαίναμε εκεί, ήταν στέκι. Μ 'άρεσε, αυτό το “εις το επανιδείν”, μ’άρεσε ο ήχος του όταν το λεγε. Αχ, μεγαλώσαμε κορίτσι μου! Άσχημο πράμα να θυμάσαι, πονάνε οι θύμισες. Αλλά αυτό το παράθυρο, αν με ρωτάς, ευλογημένη είμαι που το πήδηξα. Χίλιες ζωές να ζούσα, χίλιες φορές θα το έκανα. Ενάντια στην μάνα και τον πατέρα μου που με λάτρευαν, ενάντια στα τότε χρόνια, ενάντια σε όλα. Για να “επανιδείν” αυτό του το  χαμόγελο. Βρε ζεβζέκα, τι με βάζεις να θυμάμαι, παλιοκόριτσο και συγκινείς τη γιαγιά σου; Να αγαπήσεις κορίτσι μου, την ευχή μου να’χεις και να αγαπήσεις από τις πατούσες μέχρι τις ρίζες των μαλλιών σου…

Τι λέγαμε;

Συγγραφέας: Παναγιώτης Γιώργος Καραδάκης – Σπουδαστής Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου