Τιμώ το σήμερα και σε θυμάμαι Μάκη. Θυμάμαι εκείνη την κατηφόρα της Λουκή Ακρίτα, παρέα με δύο φίλες στα 17 μου. Ούτε μικρός, ούτε μεγάλος για τέτοιες κατηφόρες. Μεσημέρι, να σκέφτομαι, είναι ασφαλές το μεσημέρι, ησυχάζει ο τόπος, πάμε μια βόλτα. Μέσα στην μελαγχολία και το ψυχικό σκοτάδι, εφηβικά πνιγμένος, χωρίς να ξέρω καν πόσο χαμηλά ήταν τα επίπεδα χαράς και δημιουργίας, ελπίδας και ζωής, στο αίμα μου, είπα να πάω μια βόλτα. Νεκροζώντανος, ένα βήμα πριν με βάλουν ευσπευσμένα με κρίσεις πανικού στην ΜΕΘ, ήθελα και βόλτα. Τελικά, ίσως είχα ακόμη ελπίδα αρκούντος στις φλέβες μου, δίκοπο μαχαίρι η άτιμη.
Τιμώ την κατάθλιψη και θυμάμαι το καπέλο μου. Ένα γκρι τζόκεϋ, βάλσαμο στην βαρεμάρα μου να ασχοληθώ με την εμφάνιση μου. Ρούχα ατημέλητα - επιμελημένα, σαν τις σκέψεις μου, να ομοιάζουν στις προσταγές του τότε, αλλά χωρίς συνοχή. Η μόνη συνοχή ήταν στο καπέλο, αναπόσπαστη συνοχή της καθήλωσης μου στον φόβο, Μάκη. Έναν φόβο που αν και δεν ήσουν εσύ ο πρωτομάστορας, ο αρχιτέκτονάς της οικοδόμησης του, με φαρδιά γράμματα ήρθες και έβαλες το όνομα σου πάνω στο κτίσμα του.
Τιμώ τον φόβο μου και θυμάμαι εσένα, όχι ποιες ήταν μαζί μου εκείνο το μεσημέρι. Φαντάζομαι ήρθαν από το σπίτι μου, σε ψυχολογική παραλυσία εγώ γαρ, να με πάρουν να περπατήσουμε. Πρέπει να ήταν καλοκαίρι, μιας και ο ήλιος ήταν εκκωφαντικά πολύλογος στο βλέμμα μου, θέλοντας να με κάνει να δω το φως του. Όπως και έγινε, κατεβαίνοντας την κατηφόρα, με ξεγέλασε ο ήλιος, συνεργός της ελπίδας βλέπεις, πως όλα θα πάνε καλά. Και γέλασα, θυμάμαι πόσο ανόητα γέλαγα, μη γνωρίζοντας πως ούτε το γέλιο, ούτε το γκρι καπέλο μου θα με μασκάρευαν από εσένα. Ήξερες καλά, εξ ιδίας πείρας, την μύριζες σαν λύκος από μακριά την αδυναμία και έτσι με μυρίστηκες, ξανά.Τιμώ την ελπίδα μου και θυμάμαι το τέλος της. Εδώ σοβαρεύουν τα πράγματα, είναι το τέλος της κατηφόρας και σε συναντώ. Άξιο, πλήρως ακατάλληλο όμως κριτή μου, να μου θυμίζεις πόσο ανήμπορος είμαι. Μου έβγαλες το καπέλο, περνώντας με τη μηχανή σου από δίπλα μου, ήταν η πρώτη σου κίνηση. Ήξερες άτιμε, γνώριζες τις δυνάμεις που είχε σε μένα, το ένιωσες και με ξεγύμνωσες από αυτό. Κρανίο παιδικό και απελπισμένο πια, μπροστά σου, δικό σου και έτοιμο να σου παραδοθεί αμαχητί. Με κόλλησες από τον λαιμό, στον τσιμεντένιο τοίχο και ήταν σαν να με γκρέμιζες μαζί του, ξανά. Γκρέμιζες όλες μου τις φαντασιώσεις όλες μου τις ελπίδες, πως όταν σε ξανά έβλεπα θα στεκόμουν όπως σκεφτόμουν και όχι όπως ένιωθα μπροστά σου. Παραδομένη στα χέρια σου «αδερφή», αδύναμο παιδί να παρακαλάει να νιώσει άντρας και να αντισταθεί, μάταια
Τιμώ την εξουσία σου πάνω μου και θυμάμαι την ανυπαρξία μου. Για λίγο ή για πολύ, δεν γνωρίζω, εκεί κολλημένος στον τοίχο από το αυθάδες χέρι σου, για μένα ο χρόνος χάθηκε. Ηδονικά χάθηκε, υπήρχα μόνο από τον πόνο που μου προκαλούσε η δύναμη σου. Δεν υπήρχα εξευτελισμένος, ως αρσενικό στα μάτια των δυο κοριτσιών που ήταν μαζί μου. Δεν υπήρχα καν για μένα και όσα κουβάλαγα μέσα μου. Με έκανες αόρατο για λίγο στον δικό μου πόνο, τον δυνάστη μου, με την μαγική εξουσία που ασκούσαν τα γαμψά ατσάλινα νύχια του λύκου που ήσουν, στο λαιμό μου.Τιμώ την δύναμη σου και θυμάμαι πόσο θέλω να σε κάνω δικό μου. Να ενωθώ με το μέγα, με το παντοδύναμο της ύπαρξης σου, στα τότε μάτια μου. Θυμάμαι Μάκη, αλλά η θύμηση αυτή με κάνει να θέλω να ρουφήξω από τα χείλη σου όλο αυτό που εξέπεμπες στον τότε ξεπεσμένο μου εαυτό και όχι να σε μισήσω. Να χαθώ μέσα στις άμυνες και στα τείχη σου, σε αυτή την πόλη που είχες εσύ χτίσει για τον εαυτό σου, την απόρθητη. Μέσα από τους τοίχους της να μην μπορώ να δω, όσο και αν προσπαθήσω, την αδυναμία και την θλίψη μου. Μπήγοντας τα χέρια σου στο λαιμό μου, αντί να με καρατομήσεις με ευνούχισες. Έτσι όμως μου θύμισες, με έκανες να θυμηθώ, πως έχω πέος.
Τιμώ λοιπόν, τον χαμό του παλιού και θυμάμαι τι πάει να πει πληγή. Πληγή, γλυκέ μου Μάκη,βασανισμένο και φοβισμένο μου παιδί, που μέσα από το φόβο μου έβρισκες τα κουράγια σου, είναι η αρχή για κάτι νέο. Πληγή είναι η χαρακιά και η ανάμνηση που τιμάς σαν κάτι ιερό, σαν τοτέμ. Ένα σύμβολο πως σε ότι τελειώνει, ότι πονά και ότι χάνεται, αν το φροντίσεις καλά, με σεβασμό και σύνεση, την θέση του θα πάρει κάτι νέο, ακόμη καλύτερο, πολύ πιο ανθεκτικό. Ο ευτελισμός της ύπαρξης μου, όπου με επέβαλες, μου θύμισε πως έχω ύπαρξη. Ο πόνος από τις πληγές που μου έκανες, μου θύμισε πως είμαι εδώ, παρόν, ζω και πονάω. Όταν τιμάς τα γεγονότα και θυμάσαι, Μάκη, η ζωή μπορεί να είναι ανηφόρα, αλλά θυμήσου πόσο πιο πλατύς φαίνεται ο ουρανός στις ανηφόρες.
Συγγραφέας: Παναγιώτης Γιώργος Καραδάκης – Σπουδαστής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου