Ο Στέφανος γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό κοντά στα Ιωάννινα. Μεγάλωσε με όλα τα κοινωνικά στερεότυπα του χωριού και φυσικά πεπεισμένος ότι η ευτυχισμένη ζωή αποτελείται από αυτά. Δεν υπήρχε επιλογή.
Μεγαλώνοντας ένιωθε διαφορετικός από τους συνομήλικους του στο χωριό. Το ποδόσφαιρο, τα κορίτσια και τα χωράφια δεν ήταν το δικό του ενδιαφέρον. Αντιθέτως μάλιστα τα απεχθανόταν όλα αυτά. Παρακολουθώντας στα κρυφά βίντεο από καταξιωμένους χορευτές ένιωθε ότι έβρισκε τον εαυτό του σε αυτό. Λάτρευε να παρακολουθεί θεατρικές παραστάσεις κι ας του έλεγε ο πατέρας του ότι αυτά είναι ανοησίες. Διάβαζε συνεχώς βιβλία και αγαπούσε την τέχνη σε όλες τις μορφές της. Φυσικά όλα αυτά ήταν απαγορευμένα για την κοινωνία τους, αυτά ήταν για τους τεμπέληδες και τους ανόητους.
Οι γονείς του Στέφανου είχαν σχεδιάσει τη ζωή του. Θα τελείωνε το γυμνάσιο κι έπειτα θα αναλάμβανε τα χωράφια και τα ζώα. Ύστερα θα έβρισκε μια κοπέλα που θα ήταν καλή νοικοκυρά με την οποία θα έκανε πολλά παιδιά, τουλάχιστον τρία του έλεγαν. Επίσης η επιλογή της κοπέλας θα ήταν δική τους επειδή εκείνος δεν θα ήξερε να ξεχωρίσει την κατάλληλη. "Μην τις εμπιστεύεσαι τις γυναίκες, θα σε πλησιάσουν για την περιουσία μας. Ξέρω εγώ τι σου λέω" του έλεγε η μητέρα του από όταν ήταν έφηβος.
Όμως ο Στέφανος τους χάλασε τα σχέδια. Μετά το γυμνάσιο πήγε στο λύκειο. Οι γονείς του έλεγαν "Τι τα θες τα γράμματα, δεν θα σου χρειαστούν σε τίποτα". Μετά το λύκειο το όνειρο του να σπουδάσει ναυάγησε. Του είπαν ότι δεν θα πετάξουν τα χρήματα τους για κάτι που θα του ήταν άχρηστο και τον πίεσαν να ξεκινήσει δουλειά δίπλα στον πατέρα του για να μάθει όλα τα "μυστικά" και να είναι έτοιμος όταν θα έρθει η στιγμή να τα αναλάβει εξ’ ολοκλήρου.
Και η ενήλικη ζωή του ξεκίνησε. Ξύπνημα από τα χαράματα, δουλειά μέχρι το απόγευμα κι έπειτα με τους φίλους του στο καφενείο. Έτσι κάνουν οι άνδρες. Η κατάλληλη βρέθηκε και οι ετοιμασίες του γάμου ξεκίνησαν γιατί ως γνωστόν ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου. Κι όλα έγινε πολύ γρήγορα. Η γυναίκα του Στέφανου ήταν έγκυος στο τρίτο παιδί κι εκείνος ακόμα παρακολουθούσε στα κρυφά βίντεο από θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις. Η αγάπη του για την τέχνη δεν είχε σβήσει αλλά είχε συνηθίσει να πνίγει τις επιθυμίες και τα συναισθήματα του. Γι’αυτό δεν μπορούσε να κατανοήσει την έλξη που ένιωθε γι’ αυτόν τον διάσημο χορευτή που θαύμαζε από μικρός.
Τα χρόνια πέρασαν κι ο Στέφανος έφτανε τα σαράντα. Είχε αναπτύξει την δουλειά σε σημείο που έκανε συμφωνίες με μεγάλα σούπερ μάρκετ της πρωτεύουσας κι άλλων μεγάλων πόλεων. Για τις βαριές δουλειές πλέον είχε εργάτες κι εκείνος είχε ξεκινήσει τα ταξίδια σε όλη την Ελλάδα για να διαπραγματεύεται και να κλείνει συμφωνίες. Οι γονείς του περήφανοι για εκείνον.
Ταξιδεύοντας όλο και πιο συχνά στην Αθήνα άρπαζε κάθε ευκαιρία που του δινόταν και γύριζε όλα τα θέατρα και τις εκθέσεις της πόλης. Στο τελευταίο ταξίδι είχε κλείσει εισιτήριο για μια παράσταση του χορευτή που θαύμαζε. Ένιωθε τόσο ενθουσιασμένος μα ταυτόχρονα ένιωθε κι ενοχές γι’αυτήν την κρυφή του επιθυμία. Ένιωθε διαρκώς τύψεις που κορόιδευε την οικογένεια του αλλά δεν είχε καταλάβει ότι μόνο τον εαυτό του παραπλανούσε. Η παράσταση ξεκίνησε , το θέαμα μοναδικό. Δίπλα του καθόταν ένας άνδρας περίπου στην ηλικία του ,κι αυτός μόνος. Έπιασαν την κουβέντα και μετά την παράσταση πήγαν για ένα ποτό. Συζητώντας κατάλαβαν ότι είχαν πολλά κοινά. Ο χρόνος πέρασε γρήγορα, το ξημέρωμα ήρθε κι ακόμα είχαν πολλά να πουν. Ο Στέφανος έπρεπε να φύγει για το χωριό όμως συμφώνησαν να ξανασυναντηθούν στο επόμενο ταξίδι του.
Το επόμενο ταξίδι ήρθε και μετά από αυτό ήρθε και το μεθεπόμενο κι έπειτα έγιναν εξάρτηση αυτά τα ταξίδια. Ο Στέφανος είχε αναπτύξει μια υπέροχη σχέση με τον άνδρα από το θέατρο και η σχέση αυτή ήταν κάτι πρωτόγνωρο για εκείνον. Πρώτη φορά είχε τέτοια πνευματική επαφή και απόλυτη επικοινωνία με κάποιον. Αυτό έφερε και την σωματική επαφή. Τέτοιο πάθος δεν είχε ξανανιώσει.
Ο καιρός περνούσε κι αυτό γινόταν όλο και πιο έντονο. Στο μυαλό του γυρνούσε συνεχώς η μόνιμη εγκατάστασή του στην Αθήνα. Αλλά μόνο σκέψεις, δεν έβρισκε το θάρρος να πει στην σύζυγο του την αλήθεια. Την αλήθεια που πλέον είχε συνειδητοποιήσει. Επιτέλους κατάλαβε ποιος πραγματικά είναι, τι ακριβώς θέλει και τι του αρέσει. Όμως πως θα μπορούσε να τα πει όλα αυτά; Ο πατέρας του θα τον σκότωνε, η μητέρα του και η γυναίκα του θα αρρώσταιναν, τα παιδιά του θα ντρέπονταν και το χωριό θα γελούσε. Όχι, δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνει αυτό.
Ένα μεγάλο διάστημα μεσολάβησε ώσπου ο άνδρας από την Αθήνα έπαψε να κάνει υπομονή για το πότε θα βρει το θάρρος ο Στέφανος να υπερασπιστεί τα θέλω του κι εξαφανίστηκε για πάντα. Τότε εκείνος κλείστηκε στον εαυτό του και η ανυπόφορη κατάσταση γύρω του τον πίεζε όσο ποτέ. Αυτό το ανέχτηκε κι άλλα δυο χρόνια πέρασαν. Τα προβλήματα στο γάμο του ήταν πια εμφανή. Τα παιδιά του είχαν πια μεγαλώσει κι ετοιμάζονταν για σπουδές. Ο πατέρας του αρρώστησε και μέσα σε λίγους μήνες πέθανε και το συναίσθημα της ανακούφισης τον έκανε να νιώθει ακόμα περισσότερες τύψεις. Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε και η μητέρα του. Ένιωσε ακόμα πιο ελεύθερος.
Κοντεύοντας τα πενήντα κι επιστρέφοντας από άλλο ένα ταξίδι του στην μεγαλούπολη ,η γυναίκα του τον περίμενε να μιλήσουν για κάτι σημαντικό. Τότε του αποκάλυψε ότι αγαπούσε κάποιον άλλον τα τελευταία χρόνια και του ζήτησε να χωρίσουν, τα παιδιά πλέον μεγάλωσαν και το καθένα έχει πάρει τον δρόμο του. Έπειτα του ανακοίνωσε την απόφαση της να εγκαταλείψει το χωριό και να πάει στη Θεσσαλονίκη που ζούσαν τα παιδιά. Τον σύντροφο της τα παιδιά τον γνώριζαν και τον αποδέχονταν.
Τότε όλα γκρεμίστηκαν. Οι σκέψεις του τρυπούσαν το μυαλό. Καταπιέστηκε μια ολόκληρη ζωή για εκείνους που τον πρόδωσαν. Είχε αποτύχει σαν σύζυγος, σαν πατέρας και σαν προσωπικότητα. Μα το συναίσθημα της ανακούφισης εμφανίστηκε ξανά. Και τότε αποφάσισε να πετάξει όλα τα αγκάθια από πάνω του και να πάψει πια να εμποδίζει τα φτερά του να απελευθερωθούν.
Οι αποφάσεις παίρνονταν με τη σειρά. Μετακόμισε στην Αθήνα, γράφτηκε σε μια σχολή χορού και υποκριτικής και ταυτόχρονα συνέχισε τη μόνη δουλειά που ήξερε να κάνει. Μέσα σε λίγο διάστημα ερωτεύτηκε τον δάσκαλο του με τον οποίο έκανε μια μακροχρόνια σχέση αγάπης. Συνέχισε να απολαμβάνει παραστάσεις και να συμμετέχει σε μερικές. Πλέον δεν φοβάται να πει ποιος είναι, να δείξει τα συναισθήματα του και να απολαύσει ότι τον ευχαριστεί. Επιτέλους ζει την ζωή που πάντα ονειρευόταν. Και χάνοντας τόσα χρόνια από τη ζωή του σκέφτεται κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Συγγραφέας: Έφη Γονίδη - Σπουδάστρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου