Ο Ιάκωβος έκατσε αναπαυτικά στην λευκή, φθαρμένη από τον καιρό, δερμάτινη πολυθρόνα και ανασήκωσε το βλέμμα του. Με τα γκριζογάλανα μάτια του, κάρφωσε τα δικά του και με απάθεια άρχισε να του εξιστορεί, τον εφιάλτη του. Το αξιοσημείωτο δεν ήταν το περιεχόμενο του, όσο το ότι εν τέλη ξύπνησε από αυτόν ή μάλλον έτσι νομίζει. Είναι κάποια όνειρα που σε στοιχειώνουν από παιδί, κάτι σου λέει πως θα τα ζήσεις και περνάς μια ζωή αποφεύγοντας τα σαν τον διάολο.
Ήταν πάνω κάτω έξι χρόνια πριν πενηνταρίσει, που η αυτοεκπληρούμενη προφητεία του, θα έβγαινε αληθινή. Το χάος, όπως το περιέγραφε, ήρθε μέσα από τα πιο σκοτεινά του όνειρα, να τον συναντήσει. Μια Πέμπτη μεσημέρι, χαρά Θεού, αρχές της άνοιξης, έμελλε να του στερήσει ότι αγαπούσε πιο πολύ και να τον βυθίσει στο σκοτάδι. Έως τότε, κάθε του μέρα, κάθε του συλλογισμός, προσευχή ή προσδοκία, είχαν εκείνη πρωταγωνίστρια. Εκείνη να ήταν καλά και ύστερα θα μπορούσε και εκείνος, να προσποιείται πως στέκεται καλύτερα στα πόδια του. Σειρήνες και φώτα νοσοκομειακού διέκοπταν την σκέψη του, καθώς εξιστορούσε την αρχή του εφιάλτη του.
Πάντα του πίστευε πως αν ερχόταν εκείνη μέρα, εκεί θα ήταν και το τέλος του. Κάθε του εφιάλτης, μετά τον χαμό της, είχε την ίδια ακολουθία. Οι τοίχοι, τα πατώματα, τα τζάμια, τα φώτα και τα κρεβάτια του νοσοκομείου να αποσυντίθενται. Ο κόσμος γύρω του σαν από σκόνη, να διαλύεται στον άνεμο, αφήνοντας τον σε ένα μαύρο έρεβος, μόνο, στην αρχή του χρόνου. Πριν την αρχή της ύπαρξης ή λίγο μετά το τέλος της, σε απόλυτη απελπισία, έντρομο για το μετά και για το αν αυτό θα υπάρξει. Όμως στη ζωή, όσο πιο πολύ φοβάσαι, τόσο πιο πολύ την λαχταράς. Αυτή του η λαχτάρα τον έσωσε από τα σκοτάδια την ανυπαρξίας μετά τον βιολογικό χαμό της. Με συντροφιά, μοναδική, αυτή την λαχτάρα, βιαστικά συναρμολόγησε τον κόσμο του από την αρχή. Βιαστικά και κουρασμένα, απρόσεκτα και αυθαίρετα, οικοδόμησε την νέα του ζωή, χωρίς εκείνη.
Έτσι ακριβώς, όπως γυρνούσε και τα βράδια από το βενζινάδικο του εργαζόταν. Βιαστικός, χωρίς καν να ανοίξει τα φώτα του διαδρόμου, έψαχνε την τρύπα για το κλειδί του διαμερίσματος του. Κουρασμένα έβγαζε ρούχα και παπούτσια και αυθαίρετα τα τοποθετούσε σε καρέκλες και καναπέδες, πηγαίνοντας προς το δωμάτιο της. Εκεί, έχτιζε την νέα του ζωή, κάθε βράδυ. Ύστερα, έστρεφε το βλέμμα στο είδωλο του, όπως αυτό σχηματιζόταν στο σκοτεινό τζάμι της μπαλκονόπορτας και ξεγελώντας την μοναξιά του έλεγε “Αγάπη μου, γύρισα”.
Τι υπέρτατη γαλήνη, σαν ένα γλυκό φιλί ζωής στα χείλη του, μια αγγελική ανάσα που τον συντρόφευε τα βράδια. Πίστευε πολύ στον Θεό και όπως λέει πιστεύει ακόμη, ο Ιάκωβος. Είχε κάθε λόγο άλλωστε, μιας και σαν από θαύμα κρατήθηκε στην ζωή ύστερα από τον χαμό της. Με προσευχή και κατάνυξη, κάθε πρωί πριν καν χαράξει, πήγαινε στον τάφο της να την συναντήσει. Ώσπου μια μέρα, περίπου εννέα μήνες μετά το χαμό της, του είπε ο πνευματικός του γέροντας να μην ξανά πάει. “Αγόρι μου, εσύ τον Θεό τον έχεις μέσα σου, έτσι έχεις και εκείνη, μην βασανίζεσαι”, του είχε πει μια μέρα, μετά την εξομολόγηση του. Έκτοτε, όπως είπε ο ίδιος ο Ιάκωβος, η ζωή του ήταν η δουλειά στο βενζινάδικο και η βιαστική επιστροφή στο σπίτι του.
Ζούσε για να πάει στο δωμάτιο της να χωθεί στην ανάμνηση της, στην ιδέα της ύπαρξης της να μπλέξει και αυτός την δική του. Περιμένοντας το θαύμα, τα μέσα να έρθουν έξω και ο θάνατος να πάρει ζωή. Όμως τα θαύματα αργούν, γιατί “Ο Θεός δοκιμάζει τον πιστό”, όπως του υπενθύμιζε ο γέροντας. Έτσι για έξι χρόνια δοκιμάστηκε και η πίστη του Ιάκωβου, σκληρά. Κάθε βράδυ που αφού είχε ντυθεί τις αναμνήσεις του, έλεγε ματαιωμένα πια στο είδωλο του “Αγάπη μου, γύρισα”. Η αγγελική ανάσα του φιλιού στα χείλη του, μια μάταιη πια υπενθύμιση πως είναι στη ζωή, ή σε μια αναπαράσταση της ζωής.
Αρχές της άνοιξης όμως, μια κούφια νύχτα από συναισθήματα, γεμάτη απελπισία και ματαίωση, ίδια με όλες οι άλλες, οι προσευχές του απαντήθηκαν. Μπήκε στο σπίτι, βαριεστημένα και ατσούμπαλα έβγαλε τα ρούχα του και τα πέταξε τριγύρω. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της, χωρίς να νιώθει τίποτα, χωρίς να ελπίζει, έκανε ότι πάντα και γύρισε προς το τζάμι λέγοντας για πολλοστή φορά “Αγάπη μου, γύρισα”. Ο Θεός ήταν εκεί, τούτη την νύχτα και με γλυκιά φωνή του απάντησε “Έχω παραγγείλει πίτσα”. Ήταν εκεί, αλήθεια εκεί, μπροστά του.Την ελπίδα από το θαύμα τα χωρίζει η αλήθεια. Αυτή την φορά όλα ήταν αληθινά. Η μητέρα του ήταν απέναντι του, στην αντανάκλαση που έκανε το τζάμι από το φως του δωματίου. Δεν πίστευε στα μάτια του και τρέμοντας από συγκίνηση, πήγε προς το ανοιχτό φύλο της ντουλάπας της που ήτανε καθρέφτης. Το υπέροχο φούξια φουστάνι της, με τις λευκές πιτσιλιές και τους φραμπαλάδες, το κόκκινο κραγιόν που ήταν ανοιγμένο πάνω στην τουαλέτα της, τα λευκά της γοβάκια με το χαμηλό τακουνάκι, όλα είχαν πάρει πλέον ζωή. Η κυρία Ιουλία, έσφυζε από υγεία και νιάτα εκείνη την νύχτα και τον περίμενε όλο ανυπομονησία να φάνε μαζί πίτσα και να δουν τηλεόραση. Όπως και την επόμενη και την μεθεπόμενη και τόσες νύχτες μετά, μέχρι να θορυβηθεί η γειτονία και οι ένοικοι της πολυκατοικίας, που σαστισμένοι πια των έβλεπαν να κυκλοφορεί μέρα νύχτα φορώντας τα ρούχα της.
“Δεν θέλω αυτά που μου δίνετε, είναι σατανικές ουσίες και χάνω την επαφή μου με τον Κύριο”, του είπε, καθώς χώθηκε βαθιά με μια εκπνοή στην λευκή πολυθρόνα, όλο απογοήτευση. Έπειτα, άξαφνα γούρλωσε τα παγωμένα γκριζογάλανα μάτια του και πετάχτηκε όρθιος φωνάζοντας, “Από τότε που με έχωσαν εδώ, χάθηκαν όλα, την έχασα πάλι, το καταλαβαίνεις;”. Σχεδόν έμπηξε τα χέρια στα μάτια του και φώναζε “Δεν μπορώ άλλο μαμά, δεν μπορώ, δεν αντέχω!”. Αναστατωμένος ο ψυχίατρος άνοιξε την πόρτα και φώναξε τους δύο νοσοκόμους που περίμεναν απέξω. Εκείνοι έπιασαν τον Ιάκωβο από της μασχάλες και τον τράβηξαν έξω στον διάδρομο, πηγαίνοντας τον προς το δωμάτιο του. Η κλινική πλημύρισε με κραυγές απελπισίας, “Όχι! Όχι!” ούρλιαζε και ύστερα ψιθυριστά σαν σε τραγούδισμα έλεγε “Πάρε με μαζί μαμά, μου λείπεις! Δεν μπορώ, δεν μπορώ άλλο, δεν μπορώ.” Φωνές και κραυγές ενός ζωντανού εφιάλτη, που με το κλείσιμο της βαριάς σιδερένιας πόρτας του δωματίου του, σαν από όνειρο, χάθηκαν και αυτές.
Συγγραφέας: Παναγιώτης Γιώργος Καραδάκης – Σπουδαστής Tabula Rasa