Μια φορά και έναν παλιό καιρό, σε μια πολιτεία μακρινή, ζούσε ένα όμορφο χρυσαφί
σπουργίτι, ο Ρορής. Ήταν πολύ όμορφο και ευγενικό, μα τόσο θλιμμένο που δεν μπορούσε να κελαηδήσει όμορφα όπως τα άλλα πουλάκια γιατί δεν μπορούσε να πει σωστά το γράμμα ρ. Τα πρωινά δεν κελαηδούσε γιατί ντρεπόταν μην το κοροϊδέψει κανένας περαστικός ακούγοντας αυτή την κακή του άρθρωση. Φορούσε πάντα μία πράσινη κάπα με ασημένιες κλωστές που του την είχε χαρίσει ο γέρο πατέρας του λίγο πριν πεθάνει για να αντέχει το ανυπόφορο κρύο του υγρού και κρύου βουνού που έμενε μόνο του εδώ και χρόνια. Το σπίτι του ήταν κάπου χαμένο μακριά στο δάσος κοντά σε ένα ρηχό ρυάκι. Ήταν φτιαγμένο από φλούδες κάστανου, για πόρτες του είχε ρίζες από σπαράγγια και μία σκεπή από ένα πελώριο καπέλο μανιταριού. Στον ραγισμένο ξυλόφουρνο του έψηνε κάθε Τρίτη το αγαπημένο του ρεβανί και μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά. Τότε ερχόταν ο φίλος του ο σοφός κάστορας να φάνε το πεντανόστιμο γλυκό και να πούνε οι δυο φίλοι τα νέα τους.
«Για πες μου κάστολα πως είσαι; Τα δικά μου νέα τα ξέλεις εδώ και χλόνια, είναι πάντα ίδια. Ξέλεις φίλε κάστολα τη βαθιά μου επιθυμία, ξέλεις για τη μικρή μου στενοχώρια.» έλεγε ο Ρορής κάθε φορά, σε κάθε τους συνάντηση.
«Φίλε μου, από τότε που έχω έρθει σε αυτό το δάσος όλα είναι υπέροχα. Πάω ατελείωτες βόλτες για κάστανα και καρύδια! Ρορή μου, ξέρω πόσο θα ήθελες να μάθεις να λες το γράμμα ρ και θα σου έλεγα να πας στο βασίλειο του “Ποτέ μην τα παρατάς” για να σε βοηθήσει ο μέγας βασιλιάς τους Μπορωδέμ. Δεν χρειάζεται να στενοχωριέσαι τόσο πολύ»
Ο σοφός κάστορας είχε δώσει αυτή τη συμβουλή στον φίλο του. Να ακολουθήσει το πράσινο γεμάτο πέτρες μονοπάτι που έφτανε ως το κάστρο του βασιλιά. Ο Ρορής σκέφτηκε καλά τα λόγια του φίλου του, ήταν η καλύτερη συμβουλή που του είχε δώσει ποτέ.
Το επόμενο πρωί αφού ξύπνησε, το πήρε απόφαση. Φόρεσε την ολόχρυση πράσινη κάπα του και ακολούθησε το μονοπάτι. Είχε πολύ δρόμο μέχρι να φτάσει στο βασίλειο του “Ποτέ μην τα παρατάς”. Περπάτησε ώρες πολλές, ώρες βραδινές και πρωινές. Ώρες ατελείωτες μπροστά σε ένα ρολόι που σταμάτησε να μετράει πια το χρόνο.
Μία μέρα, μετά από πολλή κούραση, έκατσε να ξαποστάσει πάνω στο κλαδάκι ενός δέντρου. Ξαφνικά έπιασε μια μπόρα. Μια βροχή εντελώς διαφορετική από τις άλλες. Μια βροχή που αντί για χαλάζι, έριχνε τρομερούς, δύσκολους γλωσσοδέτες. Μια φωνή ακούστηκε, μάλλον ήταν η θυμωμένη βροχή που έλεγε:
«Ρορήή, σου απαγορεύω να συνεχίσεις να προχωρήσεις το δρόμο εάν δεν καταφέρεις να πεις άσπρη πέτρα ξέξασπρη και από τον ήλιο ξεξασπρώτερη!»
Ο καημένο το σπουργιτάκι πάγωσε! Μα πως θα μπορούσε να πει κάτι τόσο δύσκολο, όταν καλά καλά δεν μπορούσε να πει τη λέξη νερό και την έλεγε νελό.
– Ρορήήή, βλέπω δεν υπακούεις και με θυμώνεις! Η βροχή άρχισε να δυναμώνει και να ρίχνει με μανία και άλλους δύσκολους γλωσσοδέτες.
-Ρορήήή, πες κοράλι, ψιλοκόραλο και ψιλοκοραλάκι, πες ρερητόρευκα το ρερητορευμένο ρω!!! Η μπόρα λυσσομανούσε, έκανε όλη την πλάση μαύρη, τα λόγια της ακαταλαβίστικα γεμάτα θυμό και καταποντισμό παντού.
Ο Ρορής έπεσε κάτω έκλαψε και πόνεσε πολύ γιατί όλα έδειχναν πως δεν θα καταφέρει να φτάσει στο βασίλειο του “Ποτέ μην τα παρατάς” για να τον βοηθήσει να εκπληρώσει την επιθυμία του βασιλιάς Μπορωδέμ. Εκείνη τη στιγμή όμως έγινε κάτι μαγικό. Ένας ήλιος ολόλαμπρος έριξε τις ακτίνες του στη γεμάτη με λύσσα βροχή και η μπόρα αμέσως σώπασε. Τώρα σταμάτησαν να ακούγονται και τα λόγια της, τα τρελά της γεμάτα κακία λόγια. Ο Ρορής γεμάτος αγωνία κοίταξε τον ουρανό, αλλά η όψη του γλύκανε όταν είδε τον ήλιο νικητή να γεμίζει με φως όλη την πλάση.
«Ντροπή σου βροχή, να θέλεις να πληγώσεις με αυτόν τον τρόπο ένα τόσο δα πουλάκι που τόσο προσπαθεί» είπε, και στη θέση της βροχής έβαλε ένα ουράνιο τόξο!
Ο Ρορής γεμάτος ευγνωμοσύνη, σηκώθηκε τίναξε τις φτερούγες του και συνέχισε όλο χαρά το δρόμο του. Νιώθοντας τόση δύναμη μέσα του, συνέχισε με λαχτάρα τον προορισμό του.
Την επόμενη ημέρα όμως πάλι κάποιος πήγε να το εμποδίσει. Αυτή τη φορά ένας πονηρός γρύλος είδε τον Ρορή και ζήλεψε τόσο πολύ την ολόχρυση πράσινη κάπα του.
«Γργργρ… έκανε ο γρύλος! Ρορή πες γργργρ αλλιώς θα σου πάρω την ολόχρυση πράσινη σου κάπα! Γρρ!»
«Μα πως θα μπολούσες να μου κάνεις τόσο πολύ κακό, αφού ξέρεις πως δεν μπολώ να πω το λ. Αυτήν τη χλυσή πλάσινη κάπα έχω μόνο από τον αγαπημένο μου πατέλα» είπε ο Ρορής πολύ στενοχωρημένος.
Ο γρύλος θύμωσε πολύ και πλήγωσε και άλλο τον Ρορή ο οποίος δίχως να έχει άλλη επιλογή του έδωσε την κάπα του. Στη συνέχεια έπεσε κάτω και αδύναμος άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Έκλαψε τόσο πολύ ώσπου στο τέλος αποκοιμήθηκε. Για καλή του τύχη είδε τον πατέρα του στον ύπνο του που του είπε : « παιδί μου μην τα παρατάς, φτάσε ως εκεί που θέλεις.»
Ο Ρορής ξύπνησε το επόμενο πρωί, γυμνός χωρίς τη χρυσή του κάπα. Στενοχωρήθηκε τόσο μα τόσο πολύ που του την πήρε ο πονηρός γρύλος, αλλά έπρεπε να του τη δώσει γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να προχωρήσει. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να φτάσει ως το βασίλειο.
Μετά από λίγες ημέρες ατελείωτης κούρασης, ξεδιπλώθηκε στα μάτια του το βασίλειο. Γρήγορα έτρεξε να πάει στο βασιλιά Μπορωδέμ για να του ζητήσει αυτό που χρόνια επιθυμούσε. Ο βασιλιάς αμέσως έστειλε τον Ρορή στη βοηθό του, μία ευγενική νεράιδα. Η νεράιδα όταν κατάλαβε πόσο πολύ ήθελε να πει το σπουργιτάκι το ρ, έφερε το μαγικό της ραβδάκι, ένα λεπτό, τόσο δα μικρό και με αυτό έβαλε τη γλώσσα ψηλά στον ουρανίσκο του. Στη συνέχεια έκανε τη γλώσσα του, να πάλλεται τόσο γρήγορα ώστε να ακουστεί ένα ρρρρρρρρρρρρ!
«Επιτέλους! Τα κατάφερα» είπε ο Ρορής.
«Είδες πόση σημασία έχει να μην τα παρατάμε ποτέ Ρορή και να συνεχίζουμε ως το τέλος; Για αυτό τα κατάφερες! Με τη μικρή βοήθεια που ζήτησες από εμένα τα κατάφερες! Τώρα όμως είναι ώρα να επιστρέψεις σπίτι σου» είπε η νεράιδα με τη γλυκιά φωνή της.
Ο Ρορής χαρούμενος, γεμάτος δύναμη από την εκπλήρωση του ονείρου του πήρε το δρόμο του γυρισμού. Ο πατέρας του είχε δίκαιο, τα όνειρα μας δεν πρέπει να τα παρατάμε ποτέ και ας χάνουμε πολύτιμα πράγματα ή στιγμές.
«Σημασία έχει να προσπαθούμε για κάτι που θέλουμε τόσο πολύ» μονολόγησε ο Ρορής και συνέχισε το δρόμο του.
Τώρα κάθε πρωί το όμορφο κελάηδημα του ακουγόταν σε όλο το δάσος και μάγευε κάθε περαστικό στο διάβα του.
Συγγραφέας: Κορνηλία Πετράκη – Σπουδάστρια Tabula Rasa