Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

“Το σπουργιτάκι που δεν ήθελε να κελαηδήσει” της Κορνηλίας Πετράκη

  Μια φορά και έναν παλιό καιρό, σε μια πολιτεία μακρινή, ζούσε ένα όμορφο χρυσαφί
σπουργίτι, ο Ρορής. Ήταν πολύ όμορφο και ευγενικό, μα τόσο θλιμμένο που δεν μπορούσε να κελαηδήσει όμορφα όπως τα άλλα πουλάκια γιατί δεν μπορούσε να πει σωστά το γράμμα ρ. Τα πρωινά δεν κελαηδούσε γιατί ντρεπόταν μην το κοροϊδέψει κανένας περαστικός ακούγοντας αυτή την κακή του άρθρωση. Φορούσε πάντα μία πράσινη κάπα με ασημένιες κλωστές που του την είχε χαρίσει ο γέρο πατέρας του λίγο πριν πεθάνει για να αντέχει το ανυπόφορο κρύο του υγρού και κρύου βουνού που έμενε μόνο του εδώ και χρόνια. Το σπίτι του ήταν κάπου χαμένο μακριά στο δάσος κοντά σε ένα ρηχό ρυάκι. Ήταν φτιαγμένο από φλούδες κάστανου, για πόρτες του είχε ρίζες από σπαράγγια και μία σκεπή από ένα πελώριο καπέλο μανιταριού. Στον ραγισμένο ξυλόφουρνο του έψηνε κάθε Τρίτη το αγαπημένο του ρεβανί και μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά. Τότε ερχόταν ο φίλος του ο σοφός κάστορας να φάνε το πεντανόστιμο γλυκό και να πούνε οι δυο φίλοι τα νέα τους.

«Για πες μου κάστολα πως είσαι; Τα δικά μου νέα τα ξέλεις εδώ και χλόνια, είναι πάντα ίδια. Ξέλεις φίλε κάστολα τη βαθιά μου επιθυμία, ξέλεις για τη μικρή μου στενοχώρια.» έλεγε ο Ρορής κάθε φορά, σε κάθε τους συνάντηση.

«Φίλε μου, από τότε που έχω έρθει σε αυτό το δάσος όλα είναι υπέροχα. Πάω ατελείωτες βόλτες για κάστανα και καρύδια! Ρορή μου, ξέρω πόσο θα ήθελες να μάθεις να λες το γράμμα ρ και θα σου έλεγα να πας στο βασίλειο του “Ποτέ μην τα παρατάς” για να σε βοηθήσει ο μέγας βασιλιάς τους Μπορωδέμ. Δεν χρειάζεται να στενοχωριέσαι τόσο πολύ»

  Ο σοφός κάστορας είχε δώσει αυτή τη συμβουλή στον φίλο του. Να ακολουθήσει το πράσινο γεμάτο πέτρες μονοπάτι που έφτανε ως το κάστρο του βασιλιά. Ο Ρορής σκέφτηκε καλά τα λόγια του φίλου του, ήταν η καλύτερη συμβουλή που του είχε δώσει ποτέ.

  Το επόμενο πρωί αφού ξύπνησε, το πήρε απόφαση. Φόρεσε την ολόχρυση πράσινη κάπα του και ακολούθησε το μονοπάτι. Είχε πολύ δρόμο μέχρι να φτάσει στο βασίλειο του “Ποτέ μην τα παρατάς”. Περπάτησε ώρες πολλές, ώρες βραδινές και πρωινές. Ώρες ατελείωτες μπροστά σε ένα ρολόι που σταμάτησε να μετράει πια το χρόνο.

 Μία μέρα, μετά από πολλή κούραση, έκατσε να ξαποστάσει πάνω στο κλαδάκι ενός δέντρου. Ξαφνικά έπιασε μια μπόρα. Μια βροχή εντελώς διαφορετική από τις άλλες. Μια βροχή που αντί για χαλάζι, έριχνε τρομερούς, δύσκολους γλωσσοδέτες. Μια φωνή ακούστηκε, μάλλον ήταν η θυμωμένη βροχή που έλεγε:

 «Ρορήή, σου απαγορεύω να συνεχίσεις να προχωρήσεις το δρόμο εάν δεν καταφέρεις να πεις άσπρη πέτρα ξέξασπρη και από τον ήλιο ξεξασπρώτερη!»

Ο καημένο το σπουργιτάκι πάγωσε! Μα πως θα μπορούσε να πει κάτι τόσο δύσκολο, όταν καλά καλά δεν μπορούσε να πει τη λέξη νερό και την έλεγε νελό.

 – Ρορήήή, βλέπω δεν υπακούεις και με θυμώνεις! Η βροχή άρχισε να δυναμώνει και να ρίχνει με μανία και άλλους δύσκολους γλωσσοδέτες.

-Ρορήήή, πες κοράλι, ψιλοκόραλο και ψιλοκοραλάκι, πες ρερητόρευκα το ρερητορευμένο ρω!!! Η μπόρα λυσσομανούσε, έκανε όλη την πλάση μαύρη, τα λόγια της ακαταλαβίστικα γεμάτα θυμό και καταποντισμό παντού.

Ο Ρορής έπεσε κάτω έκλαψε και πόνεσε πολύ γιατί όλα έδειχναν πως δεν θα καταφέρει να φτάσει στο βασίλειο του “Ποτέ μην τα παρατάς” για να τον βοηθήσει να εκπληρώσει την επιθυμία του βασιλιάς Μπορωδέμ. Εκείνη τη στιγμή όμως έγινε κάτι μαγικό. Ένας ήλιος ολόλαμπρος έριξε τις ακτίνες του στη γεμάτη με λύσσα βροχή και η μπόρα αμέσως σώπασε. Τώρα σταμάτησαν να ακούγονται και τα λόγια της, τα τρελά της γεμάτα κακία λόγια. Ο Ρορής γεμάτος αγωνία κοίταξε τον ουρανό, αλλά η όψη του γλύκανε όταν είδε τον ήλιο νικητή να γεμίζει με φως όλη την πλάση.

 «Ντροπή σου βροχή, να θέλεις να πληγώσεις με αυτόν τον τρόπο ένα τόσο δα πουλάκι που τόσο προσπαθεί» είπε, και στη θέση της βροχής έβαλε ένα ουράνιο τόξο!

  Ο Ρορής γεμάτος ευγνωμοσύνη, σηκώθηκε τίναξε τις φτερούγες του και συνέχισε όλο χαρά το δρόμο του. Νιώθοντας τόση δύναμη μέσα του, συνέχισε με λαχτάρα τον προορισμό του.

 Την επόμενη ημέρα όμως πάλι κάποιος πήγε να το εμποδίσει. Αυτή τη φορά ένας πονηρός γρύλος είδε τον Ρορή και ζήλεψε τόσο πολύ την ολόχρυση πράσινη κάπα του.

«Γργργρ… έκανε ο γρύλος! Ρορή πες γργργρ αλλιώς θα σου πάρω την ολόχρυση πράσινη σου κάπα! Γρρ!»

«Μα πως θα μπολούσες να μου κάνεις τόσο πολύ κακό, αφού ξέρεις πως δεν μπολώ να πω το λ. Αυτήν τη χλυσή πλάσινη κάπα έχω μόνο από τον αγαπημένο μου πατέλα» είπε ο Ρορής πολύ στενοχωρημένος.

Ο γρύλος θύμωσε πολύ και πλήγωσε και άλλο τον Ρορή ο οποίος δίχως να έχει άλλη επιλογή του έδωσε την κάπα του. Στη συνέχεια έπεσε κάτω και αδύναμος άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Έκλαψε τόσο πολύ ώσπου στο τέλος αποκοιμήθηκε. Για καλή του τύχη είδε τον πατέρα του στον ύπνο του που του είπε : « παιδί μου μην τα παρατάς, φτάσε ως εκεί που θέλεις.»

Ο Ρορής ξύπνησε το επόμενο πρωί, γυμνός χωρίς τη χρυσή του κάπα. Στενοχωρήθηκε τόσο μα τόσο πολύ που του την πήρε ο πονηρός γρύλος, αλλά έπρεπε να του τη δώσει γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να προχωρήσει. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να φτάσει ως το βασίλειο.

  Μετά από λίγες ημέρες ατελείωτης κούρασης, ξεδιπλώθηκε στα μάτια του το βασίλειο. Γρήγορα έτρεξε να πάει στο βασιλιά Μπορωδέμ για να του ζητήσει αυτό που χρόνια επιθυμούσε. Ο βασιλιάς αμέσως έστειλε τον Ρορή στη βοηθό του, μία ευγενική νεράιδα. Η νεράιδα όταν κατάλαβε πόσο πολύ ήθελε να πει το σπουργιτάκι το ρ, έφερε το μαγικό της ραβδάκι, ένα λεπτό, τόσο δα μικρό και με αυτό έβαλε τη γλώσσα ψηλά στον ουρανίσκο του. Στη συνέχεια έκανε τη γλώσσα του, να πάλλεται τόσο γρήγορα ώστε να ακουστεί ένα ρρρρρρρρρρρρ!

«Επιτέλους! Τα κατάφερα» είπε ο Ρορής.

«Είδες πόση σημασία έχει να μην τα παρατάμε ποτέ Ρορή και να συνεχίζουμε ως το τέλος; Για αυτό τα κατάφερες! Με τη μικρή βοήθεια που ζήτησες από εμένα τα κατάφερες! Τώρα όμως είναι ώρα να επιστρέψεις σπίτι σου» είπε η νεράιδα με τη γλυκιά φωνή της.

 Ο Ρορής χαρούμενος, γεμάτος δύναμη από την εκπλήρωση του ονείρου του πήρε το δρόμο του γυρισμού. Ο πατέρας του είχε δίκαιο, τα όνειρα μας δεν πρέπει να τα παρατάμε ποτέ και ας χάνουμε πολύτιμα πράγματα ή στιγμές.

«Σημασία έχει να προσπαθούμε για κάτι που θέλουμε τόσο πολύ» μονολόγησε ο Ρορής και συνέχισε το δρόμο του.

Τώρα κάθε πρωί το όμορφο κελάηδημα του ακουγόταν σε όλο το δάσος και μάγευε κάθε περαστικό στο διάβα του. 

 

 Συγγραφέας: Κορνηλία Πετράκη – Σπουδάστρια Tabula Rasa

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022

“Πίσω από τη ζωντανή συκιά” της Στέλλας Κουκουριτάκη

 Ψάρεψε τα δυο άδεια μπουκάλια βότκα κάτω απ΄ το κρεβάτι και τα 'βαλε σε μια σακούλα για να τα πετάξει στα σκουπίδια. Στον καθρέφτη αντίκρυσε έναν άντρα που δεν αναγνώριζε · μάγουλα αποστεωμένα, χείλη ξηρά και δυο γαλάζια μάτια κατακόκκινα. Είχαν περάσει δέκα μέρες από την κηδεία της θετής μητέρας του και μετά απ' όσα του είχε αποκαλύψει πριν πεθάνει, η μόνη συντροφιά του Αλέξανδρου ήταν το αλκοόλ.

Μια μισοσκισμένη ασπρόμαυρη καρτ-ποστάλ ήταν το μόνο αντικείμενο που βρισκόταν δίπλα του όταν τον βρήκαν οι θετοί γονείς του στην πόρτα τους. Μέχρι πριν λίγες ημέρες αγνοούσε την ύπαρξή της και τώρα την κοίταζε μουδιασμένος προσπαθώντας να βρει ένα ίχνος για την πραγματική του μητέρα.

Ό,τι είχε απομείνει από την κάρτα απεικόνιζε ανεμόμυλους και στο βάθος έναν λόφο με ένα κάστρο. Στο πίσω μέρος υπήρχε μόνο μια φράση: “Θα είμαι πίσω από την αειθαλή συκιά“.  Δεν είχε ιδέα, όμως, πού ήταν αυτό το μέρος.

Άνοιξε την τηλεόραση για να μη νιώθει μόνος. Σε όλα τα δελτία ειδήσεων πρώτη είδηση ήταν το ναυάγιο του “Εξπρές Σάμινα” και έψαξε απεγνωσμένα να βρει κάτι πιο ευχάριστο. Παρακολουθούσε αφηρημένα ένα ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ όταν η αναπνοή του κόπηκε.

Στην οθόνη μπροστά του είδε τους ανεμόμυλους από την καρτ-ποστάλ και το ύψωμα με το κάστρο της Αστυπάλαιας.

Μετά από πολλές ώρες έφτασε στο λιμάνι του νησιού και πήρε την ανηφόρα για το πιο κεντρικό σημείο, την πλατεία με τους οκτώ ανεμόμυλους. Έκατσε σε ένα καφενείο και ρώτησε τον ηλικιωμένο ιδιοκτήτη αν ξέρει που είναι η αειθαλής συκιά.

“Αειθαλής δεν ξέρω τι σημαίνει. Μόνο μια συκιά έχει το νησί, έξω από το σπίτι της μάγισσας. Μπορεί να είναι αυτή που γυρεύεις”, του απάντησε και του έδωσε οδηγίες για το πώς θα πάει εκεί.

Απορημένος με τα λόγια του γέρου για τη μάγισσα, ακολούθησε κατηφορικά τον ίδιο δρόμο που είχε πάρει νωρίτερα και σε μια στροφή είδε μια πελώρια συκιά να στέκεται ακίνητος φρουρός μπροστά από ένα χαμόσπιτο. Έμεινε καθηλωμένος να κοιτάει την εξώπορτα πίσω από το δέντρο, ανίκανος να σκεφτεί την επόμενη κίνηση του.

“Ψάχνεις κάτι;”, άκουσε μια γυναικεία φωνή. Γύρισε και αντίκρυσε μια κοπέλα να τον κοιτάζει επίμονα.

        “Ποιος μένει εδώ;” τη ρώτησε.

        “Είσαι συγγενής της;” αναρωτήθηκε η κοπέλα. 

“Πες μου, ποια μένει εδώ;” ρώτησε ξανά ο Αλέξανδρος. 

“Η μάγισσα του νησιού”, αποκρίθηκε φυσικά η κοπέλα. “Σειρά σου να απαντήσεις”.

“Δεν ξέρω”, της είπε και της έδειξε τη φράση από την καρτ-ποστάλ και το δέντρο. “Είναι η συκιά που ψάχνω;”

“Μπορεί. Οι συκιές συνήθως ρίχνουν τα φύλλα τους τον χειμώνα, αυτή όμως παραμένει πάντα ζωντανή”, απάντησε η κοπέλα.

“Μίλα μου για τη μάγισσα”, ικέτευσε ο Αλέξανδρος.

“Ήταν ήδη εδώ όταν γεννήθηκα. Ήταν φίλη με τη μητέρα μου, να, εδώ δίπλα είναι το πατρικό μου. Ό,τι ξέρω το ξέρω από εκείνη. Ερχόταν από την Αθήνα με τους γονείς της συχνά στο νησί για αυτό και από παιδιά έγιναν φίλες με τη μαμά μου. Μέχρι που στα 20 της ήρθε και εγκαταστάθηκε μόνιμα. Σαράντα χρόνια έχουν περάσει από τότε και ποτέ δεν είδαμε κάποιον δικό της”, είπε η κοπέλα.

“Γιατί τη λέτε μάγισσα;” ρώτησε ο Αλέξανδρος.

“Όταν ήρθε μόνιμα ντύθηκε στα μαύρα. Παλιά μαύρα φορούσαν μόνο οι χήρες, αλλά κανείς στο νησί δεν ήξερε αν έχει χηρέψει. Έτσι, είπαν πως φοράει μαύρα γιατί είναι μάγισσα. Χωριάτικες δεισιδαιμονίες  κατά τη γνώμη μου, αν και πιστεύω πως πενθεί για κάτι”, μονολόγησε η κοπέλα και συνέχισε.

“Κατά καιρούς ακούγονταν κάποιες φήμες. Άλλοι έλεγαν πως γέννησε νόθο παιδί και την έδιωξαν οι γονείς της, άλλοι πως τρελάθηκε. Μέχρι και πως έκανε κάποιο έγκλημα και ήρθε εδώ να κρυφτεί έχει ακουστεί. Η μαμά μου την αγαπούσε μέχρι που πέθανε. Τη φρόντιζε, σαν να ήξερε τί την είχε οδηγήσει στην απομόνωση και της συμπαραστεκόταν. Μεγάλωσα μπαινοβγαίνοντας στο σπίτι της, μόνο σε εμάς μιλούσε. Και τώρα μόνο εγώ της έμεινα να τη φροντίζω, την έχω σαν δεύτερη μάνα μου. Τα τελευταία χρόνια τα έχει και λίγο χαμένα, κοιτάει συνεχώς την πόρτα σαν να περιμένει κάποιον. Ποιος ξέρει τί κρύβεται πίσω από τα γαλάζια μάτια της... Με πιάνει πίκρα όμως, ό,τι τρομερό και αν έκανε δεν άξιζε να την είχαν ξεγράψει όλοι, ακόμα και οι γονείς της, έτσι δεν είναι;”.

Ο Αλέξανδρος έβγαλε τα γυαλιά ηλίου του και σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια του. Η κοπέλα μόλις είδε το γαλάζιο χρώμα τους, κατάλαβε. Έπιασε το χέρι του και του είπε στοργικά:

“Πήγαινε, λοιπόν. Σε περιμένει”.

Με τα λόγια αυτά, ο Αλέξανδρος αναθάρρησε. Μπήκε στο χαμόσπιτο και αντίκρυσε τα
μάτια του στα μάτια αυτής της γυναίκας. Για λίγα δευτερόλεπτα έβλεπε ένα κενό μέσα τους.

“Μαμά, ήρθα”, της είπε και της έδωσε την καρτ-ποστάλ.

Και αμέσως τα γαλάζια μάτια της μητέρας του απέκτησαν ζωή.

 

Συγγραφέας: Στέλλα Κουκουριτάκη – Σπουδάστρια Tabula Rasa

«Αποκοπή» της Λαμ Θι Κιμ Φουνγκ

Ο Άνταμ αισθάνεται ότι πνίγεται σε αυτήν την θεοσεβούμενη οικογένεια. Ο πατέρας του,
πάστορας της ενορίας τους, αγορεύει στην λειτουργία της Κυριακής για την αγάπη, την καλοσύνη, τον σεβασμό και την ταπεινότητα που πρέπει να έχει ένας άνθρωπος για να καταφέρει να φθάσει στον θείο προορισμό του.

Πόσο μακριά βρίσκεται από αυτά που διδάσκει! Σκέφτεται ο Άνταμ.

Και το κακό είναι ότι δεν το αντιλαμβάνεται ούτε ο ίδιος. Πιστεύει ότι εκτελεί το έργο του Θεού αλλά μόλις βρεθεί μακριά από το ποίμνιο του φέρεται σαν δυνάστης. Κανένας σεβασμός στην ατομικότητα, κανένα περιθώριο για ελεύθερες επιλογές, πιστεύει ότι είναι ο απεσταλμένος του Θεού και ξέρει καλύτερα από εμάς για εμάς!

Φευ, απηύδησα πια να αποφασίζει αυτός για εμένα! Είμαι αρκετά μεγάλος για να καταλάβω ότι μας εκβιάζει και μας κακοποιεί ψυχολογικά, και ας μην μας τιμωρεί πια σωματικά τώρα που δεν τον παίρνει γιατί μεγαλώσαμε.

Και η μητέρα μου δεν είναι καλύτερη, σαν υπάκουο αρνάκι, εκτελεί όσα την προστάζει και τρέμει την οργή του, την οργή του Θεού, όπως αυτή λέει. Αυτή τον ενδυναμώνει τόσα χρόνια, του δίνει την δύναμη και την εξουσία πάνω μας. Αυτή μας έμαθε να σκύβουμε το κεφάλι και να σιωπούμε και να υπομένουμε την κακοποίηση λες και οι κακουχίες και οι τιμωρίες θα άνοιγαν τις πύλες της αγιοσύνης.

Όχι, δεν τους χρωστάω τίποτα πια. Με φέρανε στην ζωή και με μεγάλωσαν αλλά αυτή δεν είναι και η υποχρέωση και το καθήκον κάθε γονέα; Άπαξ και φέρεις στον κόσμο ένα παιδί να το μεγαλώνεις όσο καλύτερα μπορείς; Να του προσφέρεις υλική και ψυχολογική υποστήριξη, να το οδηγήσεις στον δρόμο της ενηλικίωσης και της ικανότητας να είναι ένα ανεξάρτητο και ισορροπημένο άτομο;

Αντί αυτού ο ένας προσπαθεί να ενισχύει και να τονίζει την αδυναμία μου με το να με ταπεινώνει και να μου στερεί την δυνατότητα της επιλογής και η άλλη με κρατάει μέσω της εξάρτησης και της θυματοποίησής της, δέσμιο και υπάκουο.

Φτάνει όμως δεν πρέπει να μένω πια άλλο εδώ, φοβούμενος τον πατέρα μου και οικτίροντας την μάνα μου. Έχω εξοφλήσει πια το χρέος μου δίνοντας τους τον εαυτό μου τα τελευταία είκοσι χρόνια τώρα. Ήρθε η ώρα να ζήσω για μένα πια. Να φροντίσω τον εαυτό μου. Να βάλω τις δικές μου ανάγκες πάνω από τις δικές τους για εξουσία, προσταγή, έλεγχο, εξάρτηση και χειριστικότητα. Χτίζουν μια φυλακή που υψώνεται όλο και πιο ψηλά γύρω μου μέρα με την μέρα και εγώ εγκλωβίζομαι όλο και πιο πολύ όσο περνά ο καιρός.

Η βιοπάλη  δεν θα είναι εύκολο, αλλά έχω χέρια και πόδια, μπορώ να δουλέψω και ακόμα και αν είναι δύσκολα, θα είμαι ελεύθερος, να κάνω τα σωστά και τα λάθη, τα δικά μου! Να ψάξω να βρω την ταυτότητα μου και τον εαυτό μου και να ζήσω επιτέλους για μένα!

 

Συγγραφέας: Λαμ Θι Κιμ Φουνγκ – Σπουδάστρια Tabula Rasa

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

«Άτακτα πόδια» της Μαριέττας Μαρκοπούλου

Που λέτε, καλοί μου φίλοι, πάνε χρόνια που διαγνώστηκα, ότι πάσχω απ’ αυτή τη σουρλουλού, την πάρκινσον και από τότε αλίμονο! Γίναμε συγκάτοικοι. Προσπερνώντας, όχι πάντα ανώδυνα, το γεγονός ότι με έχει βάλει κατά καιρούς σε μεγάλους μπελάδες και ότι δεν προβλέπεται, σύντομα τουλάχιστον, να χωρίσουν οι δρόμοι μας, η παρδαλή η πάρκινσον έχει και την πλάκα της.
 
 
Ας πούμε, τον τελευταίο καιρό, εκεί που κάθομαι στον καναπέ μου και πίνω ήσυχα το λικεράκι μου βλέποντας ταινία, η παρδαλή, ενεργοποιεί την “τρεμούλα”. Βρε καλώς την κι ας άργησε, σκέφτομαι, πάλι θα αρχίσω τα ταχυδακτυλουργικά μου, αλλά που θα μου πάει! θα τη γαληνέψω. Μάχες επί μαχών, άλλωστε, συνηθισμένη από χρόνια, κάτι καταφέρνω στο τέλος.

Η “τρεμούλα”, γίνεται πιο ενδιαφέρουσα, όταν επισκέπτεται τα πόδια μου. Εκεί να δεις: Όταν είμαι όρθια ή περπατώ, η ισορροπία που βαριά χτυπημένη, με εγκαταλείπει κι εγώ παραπατώ, συμπαρασύροντας ότι υπάρχει στο διάβα μου και ενώ βρίσκομαι μετέωρη στον αέρα, βγάζω μια κραυγή ινδιάνου πολέμαρχου ωωωωχ! και προσγειώνομαι στο έδαφος ή στην καλύτερη περίπτωση, για μένα τουλάχιστον, στην αγκαλιά κάποιου περαστικού λαβωμένη από τα ίδια μου τα βέλη. Αλλά και στην περίπτωση που είμαι καθιστή, μιλώντας πάντα για τα άτακτα πόδια μου, τίποτα δεν τα εμποδίζει ώστε, στα καλά καθούμενα και χωρίς να έχουν πάρει ανάλογη εντολή από το αφεντικό τους, ν’ αρχίσουν δραστηριότητα. Χοροπηδάνε λοιπόν που λέτε, διαταράσσοντας τόσο τη σιωπή του χώρου όσο και την προσοχή των παρευρισκομένων που αρχίζουν τις ερωτήσεις.

Να ας πούμε, ο στοργικός μου σύζυγος, με ύφος ανακριτή προσπαθεί να εξιχνιάσει “το έγκλημα”.

- Πήρες τα φάρμακα στη σωστή δοσολογία ή έκανες πάλι τις αλχημείες σου;

- Όλα γίναν κατά γράμμα πασσά μου, του απαντώ, απλώς έχουμε ένα ακόμη περιστατικό “επίθεσης των αυτονομιστών” και με την ευκαιρία, για να το διασκεδάσουμε και λίγο, καλέ μου, λέω να σηκωθούμε τώρα, ν’ακολουθήσουμε τα άτακτα πόδια μου ρυθμικά, χορεύτρια εγώ - καβαλιέρος μου εσύ, να χορέψουμε ένα Rock n' roll που μου’ χει λείψει τόσο.

- Είσαι σαν ταινία του Τσιφόρου, μου είπε κάποτε ο γιατρός μου, όταν σε μια επίσκεψη μου σκόνταψα και στην προσπάθεια μου να κρατηθώ όρθια, γέρνοντας σαν τη σκούνα μες το κύμα, πότε δεξιά και πότε αριστερά, δώρισα στο έδαφος, τσάντα, πορτοφόλι και ό,τι άλλο μαραφέτι κρατούσα.

Ταξιδεύοντας όμως μέσα σ’ αυτή τη σκούνα, με καπετάνιο τη θέληση να φτάσω οπωσδήποτε
και το συντομότερο στον προορισμό μου και με την έγνοια και προτεραιότητα να μη χρειαστώ για το ταξίδι αυτό πρόσθετο πλήρωμα από τους ανθρώπους μου, έμαθα να αγωνίζομαι στοχαστικά, σιωπηλά και ψύχραιμα.

Αποκαλύφθηκαν έτσι οι πρωτοφανείς δυνάμεις που διαθέτουμε όλοι μέσα μας. Παράλληλα, για να μεγιστοποιήσω τις επιδόσεις του αγώνα μου, ασκήθηκα σιωπηλά σε καθημερινή αυτοσυγκέντρωση και παρατήρησα με τον καιρό και με την επέκταση των πνευματικών μου δυνάμεων και οριζόντων, να ευδοκιμούν μέσα μου εργαλεία, που μπορούν πια πιο εύκολα να δαμάζουν τα “άτακτα πόδια”.

Η  χαλιναγώγηση  και εκγύμναση της σκέψης μου ελέγχουν την φλυαρία της πάρκινσον , βελτιώνει την υγεία μου και καθησυχάζει την σκέψη μου. Εξάλλου, οι εξελίξεις από τις έρευνες για το θέμα που αντιμετωπίζω, είναι και αισιόδοξες και ελπιδοφόρες.

Σας αφήνω, φίλοι μου, εδώ, με ένα ποίημα του Παναγιωτόπουλου που το σκέφτομαι συχνά:

“περίμενα καιρό πολύ καιρό

δεν είπα σε κανέναν λέξη

δεν ήθελα κανένας να προσέξει

πως δίψαγα πολύ και ήθελα νερό,

κι ηρθε από πάνω η εντολή να βρέξει.”

Ελπίδα λοιπόν, αισιοδοξία και που θα πάει, “μέσα στην ξηρασία, θα βρέξει και για μας”

 

 Συγγραφέας: Μαριέττα Μαρκοπούλου – Σπουδάστρια Tabula Rasa