Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

“Ο Λύκος” του Μαρίνου Γεωργιόπουλου

Το ουρλιαχτό του λύκου έκοψε τη νύχτα στη μέση. Για λίγες στιγμές υπήρξε απόλυτη σιωπή. Ύστερα ένα δεύτερο ουρλιαχτό ακούστηκε από την αντίθετη πλευρά. Και ύστερα ένα τρίτο και ένα τέταρτο. Από βορά, νότο, δύση και ανατολή. Ουρλιαχτά ακούγονταν παντού μες στο ημίφως και αυτός ήταν στο κέντρο τους.

Αγέλη. Σκέφτηκε με έναν παράξενα αποστασιοποιημένο τρόπο, σαν όλο αυτό να συνέβαινε σε κάποιον άλλο και αυτός να ήταν απλά θεατής. Κοίταξε γύρω του. Το φεγγάρι ήταν γεμάτο και ο ουρανός ξάστερος. Υπήρχε άπλετο φως. Η λάμψη της σελήνης ήταν τόσο έντονη που τα αιωνόβια έλατα γύρω του έριχναν βαθιές σκιές στο πετρώδες έδαφος. Έκανε κρύο. Αλλά αυτό δεν ήταν κάτι καινούριο. Πάντα έκανε κρύο στα βουνά. Άφησε το βλέμμα του να ακολουθήσει το έδαφος που ανηφόριζε, κάπου κάπου ομαλά, αλλά συνήθως απότομα, μέχρι την κορφή. Την Αετοφωλιά. Ήταν λευκά εκεί ψηλά. Η αντανάκλαση του φεγγαρόφωτου στο χιόνι, του έτσουξε τα μάτια.

Δε μπορεί να’ ναι πάνω από οκτακόσια μέτρα πια. Τόσο κοντά. Θα μπορούσε εύκολα να είναι στην άλλη άκρη του κόσμου. Δε θα προλάβω να φτάσω. Όχι τώρα που έπιασαν τη μυρωδιά μου. Δύο ακόμα ουρλιαχτά ακούστηκαν, αυτή τη φορά πιο κοντά. Έπρεπε να τρέξει. Να σκαρφαλώσει κάπου. Να κάνει κάτι, οτιδήποτε. Αλλά εξακολούθησε να μένει ακίνητος. Όχι αυτή τη φορά. Δε μπορώ να τρέξω αυτή τη φορά. Δε θέλω να τρέξω. 

Άκουσε το λαχάνιασμα πίσω του και γύρισε. Ένας μεγάλος γκρίζος λύκος ξεπρόβαλε πίσω από ένα έλατο. Δεν έκανε κανέναν θόρυβο. Δεν ακουμπούσε σε κανέναν θάμνο, δεν πάταγε σε κανένα πεσμένο φύλλο. Είχε έρθει εδώ για να σκοτώσει και κινούταν με τη σιωπηλή χάρη που η φύση έχει χαρίσει σε όλα τα αρπακτικά.

Δεν ήταν πάνω από δυο μέτρα απόσταση. Ένα άλμα. Ψυχρός πανικός τον κατέβαλε. Γιατί δεν έτρεξα; Έκανε να γυρίσει και με υπερένταση κατάφερε να σταματήσει τον εαυτό του πριν κάνει την κίνηση. Τα μάτια του έμειναν καρφωμένα στα μάτια του λύκου. Μην χάσεις τα μάτια. Για κάποιον λόγο, αυτό του φαινόταν σημαντικό. Με την άκρη του ματιού του είδε και άλλους λύκους να ξεπροβάλουν σιωπηλά μέσα απ’ τα δέντρα. Γύρω του. Άκουσε λαχανιασμένες ανάσες πίσω του και δεν τόλμησε να υπολογίσει πόσο κοντά. Όλα για το τίποτα. Όλα! Προς στιγμή σκέφτηκε να ορμήσει στον μεγάλο γκρίζο μπροστά του και να τελειώνει. Ποιος ο λόγος να καθυστερεί; Ποιο το νόημα; Είχε φτάσει τόσο κοντά, αλλά όχι αρκετά κοντά.

Ο γκρίζος λύκος μπροστά του γύμνωσε τα δόντια του και έβγαλε ένα δονούμενο, υπόκωφο μουγκρητό. Θεέ μου είναι τεράστιος. Έκανε μισό βήμα μπροστά. Η υπόλοιπη αγέλη περίμενε. Είναι ο Άλφα. Αυτός θα πάρει την πρώτη δαγκωνιά. Πάλι αυτή η περίεργη, επίμονη αίσθηση ότι παρακολουθούσε το συμβάν σαν ουδέτερος παρατηρητής. Τα πίσω πόδια του λύκου λύγισαν ανεπαίσθητα και ετοιμάστηκε για το άλμα.

Ένιωσε τις τρίχες σε όλο του το σώμα να σηκώνονται. Ένιωσε το βλέμμα του να σκληραίνει. Βυθίστηκε μέσα στα κίτρινα μάτια του λύκου και με έκπληξη διαπίστωσε πώς ήταν ήρεμος. Θέλω να πεθάνω; Η σκέψη γλίστρησε στη σκοτεινή λίμνη, που ήταν το μυαλό του και χάθηκε. Τα μάτια. Μην χάσεις τα μάτια. Βυθίστηκε ακόμα περισσότερο. Πείνα. Όλος του ο κόσμος, όλη του η ύπαρξη ήταν δύο ψυχρές, κίτρινες κόρες. Δύναμη. Ένιωσε κάτι να ξυπνάει μέσα του, κάτι που δεν ήξερε ότι κοιμόταν, κάτι που δεν ήξερε καν ότι υπήρχε. Εξουσία. Κάτι στα όρια της συνείδησής του. Το μουγκρητό ήταν σχεδόν εκκωφαντικό, αισθανόταν να έρχεται από μέσα του. Ερχόταν από μέσα του.  Εξουσία. Κάτι ζωώδες, κάτι πρωτογενές. Τα χείλη του είχαν τραβηχτεί πίσω και το πρόσωπο του ήταν παραμορφωμένο. Στο φως του φεγγαριού, έμοιαζε με πρόσωπο τρελού. Επιβολή.

Ο λύκος όρμησε. Η στιγμή έσπασε και διαλύθηκε σε χιλιάδες μικροσκοπικά γυάλινα κομμάτια. Ο ουδέτερος παρατηρητής, που ήταν ο εαυτός του, είδε το σώμα του να κάνει στο πλάι με ταχύτητα που δεν μπορούσε να φανταστεί ότι είχε. Τα σαγόνια του λύκου έκλεισαν με βρόντο, εκεί που ακριβώς ένα δευτερόλεπτο πριν ήταν το πρόσωπό του. Είδε τα χέρια του να τυλίγονται γύρω από τον λαιμό του λύκου. Η γούνα ήταν απαλή. Είδε το σώμα του να στρίβει και να ακολουθεί τη φορά του άλματος του ζώου. Είδε τον αυχένα του να τινάζεται μπροστά. Είδε τα σαγόνια του να κλείνουν στο σβέρκο του λύκου. Είδε τα δόντια να σκίζουν τη σάρκα. Ένιωσε τις τρίχες και τη στυφή, μεταλλική γεύση του αίματος. Άκουσε το ουρλιαχτό. Διαφορετικό. Πόνου. Αυτό είναι ουρλιαχτό πόνου. Είδε τον άντρα να υψώνεται πάνω από το λύκο. Αργά. Ήρεμα. Το φεγγαρόφωτο να λούζει τη μορφή του. Το αίμα στο σαγόνι και στην μπλούζα σα μαύρη τρύπα, που δεν τη διαπερνά το φως. 

Το φως… Είδε τον άντρα να γυρίζει την πλάτη στο λύκο. Να σηκώνει το βλέμμα στο φεγγάρι. Να το κοιτάει στα μάτια. Όπως ποτέ δεν μπόρεσε να κάνει με τον ήλιο. Τον είδε να ρίχνει το κεφάλι πίσω και να ουρλιάζει. Άκουσε το ουρλιαχτό σα να ήταν ο πρώτος ήχος που άκουγε ποτέ στη ζωή του. Μακρόσυρτο. Βροντερό. Σπαρακτικό. Μέχρι να αδειάσει όλος ο αέρας από τα πνευμόνια του και μετά ξανά. Και ξανά και ξανά.

Φόβος. Ουρλιαχτό. Άγχος. Ουρλιαχτό. Ανασφάλεια. Ουρλιαχτό. Εμμονή. Ουρλιαχτό. Αποτυχία. Ουρλιαχτό. Μοναξιά. Ουρλιαχτό. Αγωνία. Ουρλιαχτό. Μίσος. Απομόνωση. Λύτρωση. Μανία. Χαρά. Δημιουργία. Ηδονή. Ουρλιαχτό. Ελεύθερος.

Δεν κατάλαβε πόση ώρα ήταν που ούρλιαζε. Μισή νύχτα ή δυο λεπτά. Κατάλαβε όμως, πώς οι λύκοι ούρλιαζαν μαζί του. Κοίταξε γύρω του. Ήταν μόνος. Σχεδόν. Ο μεγάλος γκρίζος λύκος είχε σχεδόν χαθεί πίσω από τα δέντρα. Τελευταίος, όπως είχε έρθει πρώτος. Γύρισε και τον κοίταξε. Αίμα λέρωνε την όμορφη γούνα του. Έμεινε έτσι να τον κοιτάζει για λίγες στιγμές. Έπειτα έστριψε απότομα και χάθηκε μέσα στο δάσος. Λυπήθηκε που τον είδε να φεύγει. Ήταν ένας από αυτούς. 

Συγγραφέας: Μαρίνος Γεωργιόπουλος - Φοιτητής Tabula Rasa


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου