Αγαπημένε
μου,
Νιώθω τόσο κρύο… τόση παγωνιά! Ζω στο σκοτάδι…
Είναι θάνατος το σκοτάδι! Μόνο για λίγο περνά το φως εδώ μέσα, τόσο λίγο που
νομίζω πως είναι μόνο μια στιγμή… Σαν… σαν ένα τυχαίο φιλί σου! Ναι, ακόμα
θυμάμαι τη γεύση του φιλιού σου, μα τα χείλη μου είναι ξερά, ματωμένα από τα
δαγκώματα των ποντικιών. Περιμένω σαν βάλσαμο αυτή τη μικρή στιγμή, για να
μπορέσω να σου γράψω ετούτες τις δύο αράδες. Μόνο τότε...
νιώθω πως ζω ακόμα. Μόνο τότε με καίει μια μικρή ελπίδα. Γράφω τόσο γρήγορα, για να προλάβω να πω όλα όσα κρύβει η ματωμένη μου καρδιά κι αυτό το ξεσκισμένο πλέον σώμα μου! Πολλές φορές, όταν δεν προλαβαίνω μέσα σ’ αυτές τις απειροελάχιστες στιγμές να ολοκληρώσω το γράμμα μου, γράφω στα τυφλά! Ναι, στα τυφλά…
νιώθω πως ζω ακόμα. Μόνο τότε με καίει μια μικρή ελπίδα. Γράφω τόσο γρήγορα, για να προλάβω να πω όλα όσα κρύβει η ματωμένη μου καρδιά κι αυτό το ξεσκισμένο πλέον σώμα μου! Πολλές φορές, όταν δεν προλαβαίνω μέσα σ’ αυτές τις απειροελάχιστες στιγμές να ολοκληρώσω το γράμμα μου, γράφω στα τυφλά! Ναι, στα τυφλά…
Χτες – ω πόσο κοντά και πόσο μακριά είναι αυτό το χτες! –
νόμιζα πως θα καταρρεύσω. Ήρθαν και με πήραν ξαφνικά. Ένιωσα τα βρωμερά τους
χέρια πάνω μου. Με τραβούσαν, για ώρες με τραβούσαν. Δεν έβλεπα! Είχε τόσο φως…
Κι εγώ ζω πλέον στο σκοτάδι! Με έδεσαν… σφιχτά! Τόσο που ο καρπός μου τώρα
βγάζει κάτι κολλώδες και παχύρευστο! Πονάει, πονάει πολύ! Με έδεσαν σε κάτι
περίεργο… Κι αυτό άρχισε να γυρίζει, να γυρίζει, να γυρίζει… Κάθε φορά που
κατέβαινε προς τα κάτω, ένιωθα να φεύγουν κομμάτια από το δέρμα μου, να
ξεσκίζονται. Ήταν κοφτερά, σαν λεπίδες! Μα ναι, λεπίδες ήταν και με ξέσκιζαν.
Μα εγώ δεν είπα τίποτα! Τίποτα δεν είπα για σένα, μ’ ακούς; Κρατήθηκα… Ποτέ δεν
θα πω! Μη φοβάσαι, αγαπημένε μου! Δεν θα σε προδώσω…
Μετά με έριξαν εδώ, στο σκοτάδι! Ήμουν μουδιασμένη! Δεν ένιωθα
τίποτα… Μόνο κάτι υγρά στόματα, μικρά αλλά σουβλερά, να μου γλύφουν στην αρχή
τις πληγές κι ύστερα να τις δαγκώνουν! Δεν μπορούσα να τα διώξω… Κουνούσα τα
χέρια μου και τα πόδια μου. Ένιωθα τα υγρά, μαλλιαρά τους σώματα να τρέχουν
παντού, γύρω μου και πάνω μου! Πεινούσαν… Έφαγαν… Κι ύστερα μου τραγούδησαν! Ναι,
αλήθεια, μη γελάς… Μου τραγούδησαν! Ήταν λίγο φάλτσα, όχι σαν την αδελφή σου τη
Μίνα που παίζει τόσο ωραία στο πιάνο! Όχι έτσι… Αλλά μπορούσαν και
τραγουδούσαν! Δεν ήμουν μόνη…
Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε που κοιμόμουν… Δηλαδή, μάλλον
κοιμόμουν! Δεν ξέρω… Πάντως θα πρέπει να είχε νυχτώσει, γιατί το σκοτάδι ήταν
τόσο πυκνό, τόσο αδιαπέραστο, που κολυμπούσα μέσα του! Φοβήθηκα! Έχωνα τα χέρια
μου στα βρώμικα χαλίκια! Έσκαβα… Απλά για να νιώσω ζωντανή. Δεν ήξερα αν ζούσα!
Οπότε έσκαβα… έσκαβα… έσκαβα! Μέχρι που ακούμπησα κάτι! Ήταν… ήταν σαν μαζεμένες
τρίχες! Θυμάσαι τις ξανθές μου μπούκλες; Πάντα έλεγες πως ήμουν η πιο
καλοχτενισμένη γυναίκα που είχες γνωρίσει! Μου λείπεις, αγαπημένε μου! Αυτές οι
τρίχες, βέβαια, δεν ήταν τόσο καλοχτενισμένες σαν τις δικές μου! Όχι! Ήταν
ξερές, σαν… σαν… σαν σκοινί! Τις είχε πλέξει σε μια χοντρή πλεξούδα. Κι εγώ
άρχισα να τραβάω, αλλά δεν έβγαινε! Και πάλι έσκαβα κι έσκαβα. Πάλι τράβαγα και
τράβαγα! Μέχρι που… μέχρι που το έβγαλα. Ήταν μια πολύ, πολύ μακριά πλεξούδα
και στην άκρη της υπήρχε κάτι σκληρό και ξερό. Το ψηλαφούσα για ώρες. Έχωνα τα
δάχτυλά μου στις τρύπες του. Είχε πολύ άμμο μέσα. Δύο τεράστιες τρύπες κάτω από
τη ριζωμένη πλεξούδα και μια πιο μεγάλη ακόμα πιο κάτω με κομματάκια από
κόκκαλο. Δεν υπήρχαν όλα, κάποια έλειπαν. Το χάιδευα για ώρες! Τελικά κατάλαβα
πως ήταν κεφάλι! Ναι, ήταν ένα κρανίο. Γυναίκα ήταν κι αυτή κάποτε σαν κι
εμένα. Και είχε τα μαλλιά της πλεξούδα κι όχι μπούκλες, όπως εγώ! Έγινε φίλη
μου! Μιλάμε τώρα μαζί! Τη λένε Λίλυ! Δεν έχει πολύ ωραίο όνομα; Έχει κι αυτή
έναν ιππότη που την περιμένει και μου τον περιέγραψε. Είναι όμορφος! Όχι, όμως,
σαν εσένα, αγαπημένε μου! Εσύ είσαι πιο όμορφος! Μου είπε πως μια μέρα την είχε
πάρει με το άλογό του. Αυτός φορούσε κίτρινη περιβολή και έκαναν βόλτα στην
πόλη τους. Όλοι τους θαύμαζαν και τους συνέχαιραν για τους αρραβώνες τους. Ήταν
τόσο πολύ ευτυχισμένοι… Η πλεξούδα της ήταν τόσο όμορφη και καλοχτενισμένη. Όχι
όπως τώρα που είναι σκληρή σαν άχυρα. Τη λυπήθηκα, αγαπημένε μου… Τη λυπήθηκα
τόσο πολύ που για ώρες τραβούσα τις μπούκλες μου… Ξερίζωσα κάποιες από αυτές
και τις της χάρισα. Σαν μικρό παιδί έκανε από τη χαρά της!
Έχει σκοτεινιάσει πάλι τόσο, που δεν μπορώ να σου γράψω για
πολύ ακόμα! Μόνο αυτό το παρακάτω μυστικό! Σήμερα η φίλη μου, μου είπε κάτι
πολύ έξυπνο. Μπορώ, λέει, να χρησιμοποιήσω την πλεξούδα της για να το σκάσω από
το παράθυρο. Επειδή είναι, όμως, αρκετά ψηλά κι αν δεθώ στη μέση δεν θα φτάνω
για να ακουμπήσω στο έδαφος, μου πρότεινε να τη δέσω στο λαιμό μου. Έτσι θα
φτάσω εύκολα. Δεν έχω άλλο χρόνο! Σε λίγο θα είμαι στην αγκαλιά σου, αγαπημένε
μου! Μου έχεις λείψει τόσο πολύ… Θέλω να φοράς άσπρα τώρα που θα σε ξαναδώ! Πάω
να χαιρετήσω τη φίλη μου κι έρχομαι… Έρχομαι!
Για πάντα δική σου…
Συγγραφέας: Νεκτάριος Μπουτεράκος - φοιτητής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου