Όλα
ξεκίνησαν ένα χρυσαφένιο πρωί. Τότε που το καλοκαίρι είχε έρθει για τα καλά στο
χωριό. Η Μέλπω είχε ξυπνήσει από τα άγρια χαράματα. Έκανε ένα μπάνιο χωρίς να
ξυπνήσει κανέναν. Φόρεσε το ολοκαίνουριο φόρεμα της που το είχε ράψει η μητέρα
της. Ήταν γκρενά και φώτιζε την κάτασπρη επιδερμίδα της και τα κατάμαυρα της
μακριά μαλλιά. Εκείνη η κοπέλα είχε όνειρα. Μπορεί να ήταν μόνο 18 χρονών,
ήξερε όμως πώς να ονειρεύεσαι ήταν ότι πιο αληθινό υπάρχει στο δικό της κόσμο.
Η
Μέλπω έφευγε με παρακίνηση των γονέων της να σπουδάσει στο Παρίσι. Δεν ήταν
σίγουρη αν το ήθελε. Αυτό που ήξερε ήταν...ότι ήταν ερωτευμένη με έναν άνδρα 5 χρόνια μεγαλύτερο της. Εκείνος δεν την είχε προσέξει ποτέ αλλά εκείνη κάθε φορά που τον κοιτούσε ένοιωθε τυφλωμένη από την ομορφιά του, η καρδιά της κόντευε να βγει από το στήθος της και να πετάξει προς το μέρος του. Εκείνο το πρωί, η Μέλπω θα ταξίδευε και ήταν δυστυχισμένη που δεν θα τον ξαναέβλεπε. Φόρεσε τα ολόλευκα της γάντια και το κάτασπρο καπέλο της, το οποίο είχε ένα γκρενά τριαντάφυλλο στο πλάι. Δεν χαιρέτησε κανέναν διότι δεν ήθελε να δει δάκρυα στο πρόσωπο της οικογένειάς της.
Το
τρένο σφύριξε. Είχε έρθει η ώρα που θα έπρεπε να φύγει και τον αφήσει. Δάκρυα πλημμύρισαν
το πρόσωπό της. Ο Αχιλλέας της είπε ότι κάποτε θα ξανασυναντηθούν και της τόνισε πως όποτε ήθελε
να του έγραφε. Ήταν φανερό πως κι εκείνος αισθάνθηκε πικραμένος. Είχε ξαναφιλήσει
πολλές γυναίκες στο παρελθόν αλλά με την Μέλπω ένοιωσε κάτι διαφορετικό. Το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να σταματούσε ο χρόνος έστω για λίγα λεπτά.
Η
Μέλπω μπήκε στο τρένο και κατευθύνθηκε προς το βαγόνι της για να τον δει από το
παράθυρο, όμως εκείνος είχε χαθεί. Έψαχνε σαν τρελή μέσα στο πλήθος αλλά δεν κατάφερε να τον δει
πουθενά. Το τρένο ξεκίνησε δειλά-δειλά και άρχισε να αναπτύσσει ταχύτητα. Εκείνη με δάκρυα στα μάτια και σκυμμένο
το κεφάλι καθόταν στο βαγόνι της. Ένας κύριος μπήκε στο βαγόνι της, τη ρώτησε αν
είναι ελεύθερο και του απάντησε «ναι» χωρίς να τον κοιτάξει. Αυτός είδε τα
δάκρυα στο πρόσωπο της και της έδωσε το μαντήλι του. Σήκωσε το βλέμμα της και
τον κοίταξε. Έκανε αρκετή ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι ήταν ο Αχιλλέας.
Όταν το κατάλαβε χώθηκε κατευθείαν στην αγκαλιά του. Τον ρώτησε που πηγαίνει,
εκείνος της απάντησε ότι δεν έχει συγκεκριμένο προορισμό. Θα την ακολουθούσε μέχρι την άλλη άκρη της γης.
Ταξίδεψαν μαζί.
Από εκείνη τη μέρα έχει περάσει καιρός κι όμως ζουν ακόμη μαζί στην
Γαλλία, με τα τρία τους παιδιά την Αγάπη, την Ευτυχία και ένα μικρότερο γιο,
τον Έρωτα.
Συγγραφέας: Πάρης Κλαρνέτατζης - φοιτητής Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου