Η οικογένεια Σμιθ έψαξε και βρήκε ένα μικρό, μα πολύ
όμορφο σπίτι. H Oνειρούπολη (Dreamcity)
ήταν μια μεγάλη πόλη, πολλά χιλιόμετρα μακριά από το χωριό τους, ευτυχώς! Ο
τρόπος ζωής θα ήταν πολύ διαφορετικός από ό, τι είχαν συνηθίσει.
Ο κύριος Τζον
κι η κυρία Μέλανι είχαν πιάσει πριν λίγες μέρες δουλειά σε ένα εργοστάσιο της
Βιομηχανικής περιοχής. Είχαν και ένα μικρό αγόρι δώδεκα χρονών, τον Βίκτωρα. Η
Μέλανι έστρωσε το πρώτο μεσημεριανό τραπέζι στο νέο τους σπίτι κι αφού
ευχαριστήθηκαν λιχουδιές, το πήραν απόφαση να κάψουν...
στο τζάκι όλα τα παλιά τους αντικείμενα από την άλλη τους ζωή, που δεν ήθελαν να θυμούνται.
στο τζάκι όλα τα παλιά τους αντικείμενα από την άλλη τους ζωή, που δεν ήθελαν να θυμούνται.
Η αλήθεια
είναι, πως δεν είχαν δει στη ζωή τους τόσο μεγάλο τζάκι. Ο Βίκτωρ πήρε την
πρώτη κούτα με τα χαρτιά, άνοιξε τον φάκελο με τις φωτογραφίες και πέταξε τις
πρώτες τρεις με μανία. Όμως κάτι περίεργο έγινε τότε. Όσο καίγονταν οι
φωτογραφίες, τόσο έπαιρναν ζωή μέσα στο σαλόνι. Η πρώτη ήταν ο Βίκτωρ μωρό και
έκλαιγε γιατί του έλειπε το γάλα. Το ταβάνι, σαν οθόνη κινηματογράφου, έπαιζε τη
σκηνή και τα δάκρυα του μωρού μούσκευαν τα πάντα, έγλυφαν κάθε εξοχή και εσοχή
του χώρου. Ακούστηκε η Μέλανι να παρακαλεί για να ταΐσει το μωρό της. Χρήματα
τότε δεν είχαν. Τα είχε χάσει όλα στο τζόγο ο Τζον. Η επόμενη εικόνα ευτυχώς
ήταν το καλοκαίρι και ο ήλιος στέγνωσε το δωμάτιο με τις ακτίνες του. Ήταν τότε
που τους προσέλαβε ένας συγχωριανός στο χωράφι του και ο μικρός Βίκτωρ αν και 7
χρονών βοηθούσε όπως μπορούσε. Ο ιδρώτας βρόμισε αποπνικτικά το σαλόνι κι η
Μέλανι, που είχε πρόβλημα με τα πνευμόνια της από μια παλιά πνευμονία, έβηχε
πολύ άσχημα. Η τρίτη φωτογραφία ήταν πιο πρόσφατη. Ένα χρόνο πριν στην πλατεία
φυσούσε αρκετά. Θα ήταν φθινόπωρο. Ξεμύρισε το σαλόνι και ο Βίκτωρ έβλεπε
μπροστά του να τον κοροιδεύουν ξανά τα παιδάκια. Έκαναν κύκλο γύρω του και τον
φώναζαν σκιάχτρο, έτσι λεπτούλης που ήταν και με τα μαλλιά του να πετάγονται
δεξιά-αριστερά ατημέλητα. Τότε ο κύριος Τζον τους είπε να σταματήσουν, γιατί
κάτι μαγικό έχουν οι φωτογραφίες. Έπειτα η κυρία Μέλανι πέταξε ένα παλιό
βρόμικο και σκισμένο παντελόνι δουλειάς. Αυτό καθώς γινόταν στάχτη ξαναέπαιρνε
το σχήμα του πάνω της, τη στένευε αρκετά κι αυτή φώναζε βοήθεια. Δεν ήξεραν τι
γίνεται. Το παντελόνι την έκανε να περπατάει πολύ ώρα γύρω από το τραπέζι και
θυμήθηκε πως τα ίδια βήματα έκανε, όταν πήρε την απόφαση να βρει δουλειά στην
πόλη. Μονό-μονό, διπλό. Δεν είχαν άλλη επιλογή ή θα ζούσαν μια ζωή στη μιζέρια
ή θα έψαχναν την τύχη τους αλλού. Ο κύριος Σμιθ δεν κατάλαβε αμέσως ότι το
τζάκι τα έκανε αυτά και με νεύρα πέταξε όλες τις κούτες στην φωτιά. Τρελάθηκαν!
Ζούσαν ξανά όλες τις άσχημες στιγμές τους μαζεμένες.
Ο Βίκτωρ κατάλαβε πρώτος
τι έγινε και έπιασε από το χέρι του την μητέρα του που έκλαιγε συγχυσμένη. Της
είπε σα μεγάλος άντρας «Μαμά ξέρω τι συμβαίνει το τζάκι είναι μαγικό, μη κάψετε
τίποτα άλλο, αν δεν είστε σίγουροι πως ξεπεράσατε το παρελθόν σας.» Η μητέρα
του τον πίστεψε και παρακάλεσε τον άντρα της να φύγουν από εκεί. Ο Τζον
νευριασμένος κατέβηκε τα σκαλιά και πήγε στον ιδιοκτήτη να του φωνάξει για το
κακοφτιαγμένο τζάκι. Έγινε χαμός! Ο ιδιοκτήτης δε παραδέχτηκε πως του έδωσε
κάτι προβληματικό. Οι μέρες περνούσαν και χρήματα δεν είχαν πάρει από τις
δουλειές τους, τέλος του μήνα θα τους έδιναν μάλλον. Κρύωναν μέσα στο σπίτι. Δε
ήθελαν να κάψουν κάτι παλιό δικό τους για να μη ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο.
Ο
μικρός Βίκτωρ σκέφτηκε πως αν βάλει να καούν τα νέα του τετράδια, που με τόσο
κόπο μάζεψαν χρήματα οι γονείς του για να του τα αγοράσουν, δε θα γίνει κάτι
κακό. Γιατί αυτά δεν έχουν εμποτιστεί με εμπειρίες. Έτσι κι έγινε, ζεστάθηκαν
από τα καμένα τετράδια. Η Μέλανι στενοχωρήθηκε πολύ που εξαιτίας των δικών της
αγωνιών και λαθών του παρελθόντος έκαψε το παιδί τους το μέλλον του. Άρχισε να
συζητεί με τον Τζον κι αυτός δε φαινόταν έτοιμος να παραδεχτεί τα λάθη του. Η
επικοινωνία ήταν δύσκολη. Τον έκανε όμως βίαια να δει την αλήθεια κατάματα. Όλα
εκείνα τα άσχημα που ζήσανε, που έκαναν το μικρό αγόρι τους να περάσει, δεν
ήταν χτυπήματα της μοίρας ή του θεού. Ήταν δικά τους προβλήματα που δεν
αντιμετώπιζαν. Είπαν συγνώμη ο ένας στον άλλον και υποσχέθηκαν μια νέα αρχή,
πιο σοφή. Όμως χρήματα δεν είχαν ακόμα για τα τετράδια του γιού τους, θα
πληρώνονταν στο τέλος του μήνα. Κάτι έπρεπε να κάνουν.
Ο μικρός Βίκτωρ -που
ήταν πανέξυπνος- τους πρότεινε να διαφημίσουν ως μαγικό ξετζάκι το τζάκι τους
κι από την είσοδο της κάθε οικογένειας να παίρνουν μια λίρα. Έτσι κι έγινε, το
ξετζάκι έκανε πάταγο. Τα χρήματα που μάζεψαν, σπούδασαν τον Βίκτωρ. Τελείωσε το
σχολείο και πήγε να σπουδάσει ψυχολογία. Έγινε διακεκριμένος ψυχολόγος και τα
χρήματα του-που ήταν πολλά- τα επένδυε σε κέντρα για να βοηθήσει τον κόσμο.
Άλλα είχαν θεραπείες μέσω της τέχνης, όπως χοροθεραπεία, ομαδικά παιχνίδια με
θέατρο και ζωγραφική κλπ. Άλλα ήταν για να σπουδάζουν τα φτωχά παιδιά. Κι
εφόσον σπούδαζαν δεν έμεναν πια φτωχά, ούτε στο μυαλό ούτε στη ψυχή. Όλοι μαζί
οι εκπαιδευόμενοι του Βίκτωρα έκαναν έναν ειρηνικό στρατό, που μετέδιδε τη
γνώση δωρεάν και έκανε τις πονεμένες ψυχές καλύτερα.
Τόσες χιλιάδες ήταν αυτοί
που πλέον σήμερα δεν έχουμε φτώχεια. Γι αυτό όλοι εμείς έχουμε όμορφη ζωή,
γιατί κάποιοι νοιάστηκαν για το μέλλον και δεν έκλαιγαν το παρελθόν. Αγάπησαν
αυτό που είναι και όσα έκαναν στο παρελθόν τους. Συγχώρησαν τον εαυτό τους και
φρόντισαν για την καλυτέρευση τους.
Συγγραφέας: Ηρώ Μπέη - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου