Η οικογένεια Σμιθ έψαξε και βρήκε ένα μικρό, μα πολύ
όμορφο σπίτι. H Oνειρούπολη (Dreamcity)
ήταν μια μεγάλη πόλη, πολλά χιλιόμετρα μακριά από το χωριό τους, ευτυχώς! Ο
τρόπος ζωής θα ήταν πολύ διαφορετικός από ό, τι είχαν συνηθίσει.
Ο κύριος Τζον
κι η κυρία Μέλανι είχαν πιάσει πριν λίγες μέρες δουλειά σε ένα εργοστάσιο της
Βιομηχανικής περιοχής. Είχαν και ένα μικρό αγόρι δώδεκα χρονών, τον Βίκτωρα. Η
Μέλανι έστρωσε το πρώτο μεσημεριανό τραπέζι στο νέο τους σπίτι κι αφού
ευχαριστήθηκαν λιχουδιές, το πήραν απόφαση να κάψουν...
στο τζάκι όλα τα παλιά τους αντικείμενα από την άλλη τους ζωή, που δεν ήθελαν να θυμούνται.
στο τζάκι όλα τα παλιά τους αντικείμενα από την άλλη τους ζωή, που δεν ήθελαν να θυμούνται.

Ο Βίκτωρ κατάλαβε πρώτος
τι έγινε και έπιασε από το χέρι του την μητέρα του που έκλαιγε συγχυσμένη. Της
είπε σα μεγάλος άντρας «Μαμά ξέρω τι συμβαίνει το τζάκι είναι μαγικό, μη κάψετε
τίποτα άλλο, αν δεν είστε σίγουροι πως ξεπεράσατε το παρελθόν σας.» Η μητέρα
του τον πίστεψε και παρακάλεσε τον άντρα της να φύγουν από εκεί. Ο Τζον
νευριασμένος κατέβηκε τα σκαλιά και πήγε στον ιδιοκτήτη να του φωνάξει για το
κακοφτιαγμένο τζάκι. Έγινε χαμός! Ο ιδιοκτήτης δε παραδέχτηκε πως του έδωσε
κάτι προβληματικό. Οι μέρες περνούσαν και χρήματα δεν είχαν πάρει από τις
δουλειές τους, τέλος του μήνα θα τους έδιναν μάλλον. Κρύωναν μέσα στο σπίτι. Δε
ήθελαν να κάψουν κάτι παλιό δικό τους για να μη ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο.
Ο
μικρός Βίκτωρ σκέφτηκε πως αν βάλει να καούν τα νέα του τετράδια, που με τόσο
κόπο μάζεψαν χρήματα οι γονείς του για να του τα αγοράσουν, δε θα γίνει κάτι
κακό. Γιατί αυτά δεν έχουν εμποτιστεί με εμπειρίες. Έτσι κι έγινε, ζεστάθηκαν
από τα καμένα τετράδια. Η Μέλανι στενοχωρήθηκε πολύ που εξαιτίας των δικών της
αγωνιών και λαθών του παρελθόντος έκαψε το παιδί τους το μέλλον του. Άρχισε να
συζητεί με τον Τζον κι αυτός δε φαινόταν έτοιμος να παραδεχτεί τα λάθη του. Η
επικοινωνία ήταν δύσκολη. Τον έκανε όμως βίαια να δει την αλήθεια κατάματα. Όλα
εκείνα τα άσχημα που ζήσανε, που έκαναν το μικρό αγόρι τους να περάσει, δεν
ήταν χτυπήματα της μοίρας ή του θεού. Ήταν δικά τους προβλήματα που δεν
αντιμετώπιζαν. Είπαν συγνώμη ο ένας στον άλλον και υποσχέθηκαν μια νέα αρχή,
πιο σοφή. Όμως χρήματα δεν είχαν ακόμα για τα τετράδια του γιού τους, θα
πληρώνονταν στο τέλος του μήνα. Κάτι έπρεπε να κάνουν.
Ο μικρός Βίκτωρ -που
ήταν πανέξυπνος- τους πρότεινε να διαφημίσουν ως μαγικό ξετζάκι το τζάκι τους
κι από την είσοδο της κάθε οικογένειας να παίρνουν μια λίρα. Έτσι κι έγινε, το
ξετζάκι έκανε πάταγο. Τα χρήματα που μάζεψαν, σπούδασαν τον Βίκτωρ. Τελείωσε το
σχολείο και πήγε να σπουδάσει ψυχολογία. Έγινε διακεκριμένος ψυχολόγος και τα
χρήματα του-που ήταν πολλά- τα επένδυε σε κέντρα για να βοηθήσει τον κόσμο.
Άλλα είχαν θεραπείες μέσω της τέχνης, όπως χοροθεραπεία, ομαδικά παιχνίδια με
θέατρο και ζωγραφική κλπ. Άλλα ήταν για να σπουδάζουν τα φτωχά παιδιά. Κι
εφόσον σπούδαζαν δεν έμεναν πια φτωχά, ούτε στο μυαλό ούτε στη ψυχή. Όλοι μαζί
οι εκπαιδευόμενοι του Βίκτωρα έκαναν έναν ειρηνικό στρατό, που μετέδιδε τη
γνώση δωρεάν και έκανε τις πονεμένες ψυχές καλύτερα.
Τόσες χιλιάδες ήταν αυτοί
που πλέον σήμερα δεν έχουμε φτώχεια. Γι αυτό όλοι εμείς έχουμε όμορφη ζωή,
γιατί κάποιοι νοιάστηκαν για το μέλλον και δεν έκλαιγαν το παρελθόν. Αγάπησαν
αυτό που είναι και όσα έκαναν στο παρελθόν τους. Συγχώρησαν τον εαυτό τους και
φρόντισαν για την καλυτέρευση τους.
Συγγραφέας: Ηρώ Μπέη - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου