Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

"Κι άμα δεν... δεν!" της Σταυρούλας Δάμπαλη



     Ένα έχω να σας πω… Άμα δε σε θέλει η μέρα από το πρωί, δεν σε θέλει! Κι άμα δεν… ΔΕΝ

     Ξυπνάω τις προάλλες… Δεν ξυπνάω δηλαδή. Πετάγομαι! Έβλεπα ένα εφιάλτη στον ύπνο μου… άλλο να σας το λέω κι άλλο να το βλέπατε… Τι ότι με κυνηγούσαν είδα, τι ότι με σημάδευαν με μια καραμπίνα να, με το συμπάθιο… τι ότι σκόνταψα και έπεσα με τα μούτρα μέσα σε μια λακκούβα γεμάτη με νερό και φορούσα και την αγαπημένη μου μπλούζα… Αφήστε σας λέω, ένα δράμα! 

     Πετάγομαι λοιπόν απ’ το κρεβάτι λουσμένη στον κρύο ιδρώτα, σαν να έχω κάνει ντους στους -2 και δεν έχω πετσέτα να σκουπιστώ, ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω...
την ώρα… 10:28! Μια χαρά θα μου πείτε… Ωραιότατα… Αν σκεφτείτε όμως ότι εγώ θα έπρεπε να ήμουν ήδη στην δουλειά απ’ τις 9 και λαμβάνοντας υπόψη πως ήταν η δεύτερη μου μέρα εκεί, καλό δε το λες… Ντύνομαι λοιπόν όπως-όπως και φεύγω σφαίρα για το μετρό. Φτάνω λαχανιασμένη. Η ανάσα έβγαινε, δεν έβγαινε… και βλέπω με τις όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει πως το μετρό είναι κλειστό! Στάση απεργίας σου λέει απ’ τις 9 έως τη λήξη της βάρδιας. Αυτό το λέει, εγώ γιατί δε το άκουσα πουθενά μπορείτε να μου πείτε; 

     Οκ, λέω, Σταυρούλα μου, πάρε μια βαθιά ανάσα και τηλεφώνησε στον υπεύθυνο να του πεις πως κλείστηκες στο ασανσέρ και μόλις σε βγάλανε… Τα κινητά άλλωστε στα περισσότερα ασανσέρ δεν έχουν σήμα οπότε… μια χαρά δικαιολογία, σκέφτομαι, πειστικότατη! Ασανσέρ βέβαια δεν έχω στην πολυκατοικία μου, αλλά δεν βαριέσαι… ο κύριος Αποστόλης δεν το ξέρει… Οπότε, ωραιότατα! 
      Κάνω έτσι, και βγάζω το κινητό απ’ την τσάντα, ψάχνω στο ευρετήριο, πατάω κλήση και… απανωτά τα χτυπήματα της μοίρας… δεν έχω κάρτα ούτε για αναπάντητη! Μου τελείωσε το προηγούμενο βράδυ όταν αντάλλασσα μηνυματάκια μ’ ένα wanna be γκομενάκι. Πολύ wanna be όμως… τόσο φτύσιμο είχα να φάω από τότε που πέρασα στο πανεπιστήμιο και με ‘φτύναν θείες, θείοι και συννυφάδες για να μη με ματιάσουν, έτσι για το καλό! 


     Τέλος πάντων, λέω, θα πάρω ένα ταξί και θα του τα πω από κοντά… Καλός άνθρωπος μου φάνηκε αυτές τις… τη μία μέρα που το ξέρω, μπορεί και να μην μ’ απολύσει… Βγαίνω λοιπόν στον κεντρικό… Κίνηση; Της κολάσεως! Ταξί; Πουθενά! Κι εκεί που είμαι έτοιμη να πάω να αγοράσω η ίδια μία καραμπίνα και να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα μπας και γλιτώσω και το κράξιμο και την απόλυση, σταματάει ένας κυριούλης, καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται και με ρωτάει για μία οδό που έψαχνε. Σταυρούλα μου, λέω, σ’ αγαπάει ο Θεός! Θα του ζητήσεις να σε πετάξει μέχρι το Βύρωνα, θα σου πει όχι κι εσύ θα του κλαφτείς για να σου δώσει έστω το κινητό του για να καλέσεις ένα ραδιοταξί! Ωραιότατα! 

     Όντως, στον Βύρωνα δεν με πήγε αλλά το ταξί μου το κάλεσε! Φεύγει ο κυριούλης ευτυχισμένος που και έμαθε για την οδό και έκανε την καλή του πράξη για εκείνη την μέρα και μένω εγώ στη μέση της Πειραιώς να περιμένω το ταριφάκι. Στρίβω εν τω μεταξύ ένα τσιγάρο για να χαλαρώσω και πάω να το ανάψω… Ο αναπτήρας… φυσικά και δεν άναβε! Helloooo… Είχε τελειώσει το αέριο… Οπότε όπως καταλαβαίνετε τσιγάρο δεν έκανα… αλλά ήρθε το ταξί! Τριάντα πέντε λεπτά αφού το είχα καλέσει μεν αλλά… ήρθε! 

     Μπαίνω λοιπόν μέσα και οδηγάει μια κοπελίτσα, εκεί γύρω στα 28, ομιλητικότατη… «Καλημέρα» της είπα, «που πάμε» μ’ απάντησε. Κι από κείνη τη στιγμή ούτε νεύμα δεν μου έκανε! Ε, λογικό, σκέφτομαι… Ποιος ξέρει από πού την κουβάλησα την κοπέλα… Μπορεί να είχε μαλώσει το προηγούμενο βράδυ και με την μανούλα… Να είχε πιάσει κανα γκόμενο καβάλα και Ξάνθη μαζί… Να μην της είχε στρώσει το ποστίζ… ας μη δώσω έκταση! Κάθομαι λοιπόν, ωραιότατα και κοιτάζω απ’ το παράθυρο… τσιγάρο φυσικά και δεν τόλμησα να της ζητήσω να κάνω, παίζει να με τεμάχιζε! Κι εκεί που αγναντεύω τις βιτρίνες των μαγαζιών που περνούσαμε γιατί… έτσι όπως πηγαίναμε πιο αργά κι από την καθυστέρηση καταλαβαίνετε, μόνο που δεν έπιασα κουβέντα με τους μαγαζάτορες… μου έρχεται μία φλασιά… Ψιλά έχω μαζί μου; Ανοίγω την τσάντα και ψάχνω το πορτοφόλι μου… Βρε, πορτοφόλι εδώ, βρε πορτοφόλι εκεί... πορτοφόλι σπίτι μου! Εγκεφαλικό! Πως θα την πλήρωνα; Σε είδος; Δεν ήξερα και τις προτιμήσεις της… Να ζητήσω απ’ τον υπεύθυνο μόλις θα έφτανα στο μαγαζί δεν έπαιζε, το λόγο τον φαντάζεστε νομίζω… οπότε κάθομαι ψυχραιμότατη κάνοντας ωραιότατα την πάπια και προσπαθώ να σκεφτώ τι μπορώ να κάνω για να εξαφανιστώ μόλις φτάσουμε στον προορισμό μας σώα και αβλαβής! Τίποτα δεν μου ερχόταν! Αποφάσισα λοιπόν να της μιλήσω ειλικρινά και να της εξηγήσω το πόσο άσχημη μέρα είχα απ’ το πρωί ελπίζοντας πως κάτω απ’ το διαβολικά πλασμένο πρόσωπό της θα κρύβει ένα αγγελούδι… Τον Αντίχριστο έκρυβε! Κοκαλώνει το ταξί και με πετάει έξω κακήν κακώς! Ευτυχώς που τα προσανάμματα τα είχα ξεχάσει κι αυτά στο σπίτι, δίπλα στο πορτοφόλι γιατί ολοκαύτωμα θα γινόμουν απ’ τις φλόγες που πετούσαν τα μάτια της! 

     Το καλό, και το μοναδικό δηλαδή, της υπόθεσης, ήταν πως με εγκατέλειψε σ’ ένα σχετικά κοντά σημείο απ’ το μαγαζί οπότε με ένα τεταρτάκι περπάτημα σε ρυθμούς Κεντέρη, ήμουν εκεί. Η ώρα βέβαια, καλύτερα να μην σας πω τι είχε πάει… 12:05! 

     Κομμάτια, που λέτε, από την κούραση και νεκρή σχεδόν από το άγχος και την αγωνία για το τι θα αντιμετωπίσω στο μαγαζί και τι θα πω στον έρμο τον υπεύθυνο πλησιάζω… Φτάνω έξω απ’ το μαγαζί… Ρίχνω ένα γρήγορο βλέφαρο… Και το βλέπω κλειστό, λόγω κηδείας!  
     Αχ… Θεός σχωρέσ’ τον, τον κύριο Αποστόλη!

Συγγραφέας: Σταυρούλα Δάμπαλη - φοιτήτρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου