Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

"Εφηβικός έρωτας" του Μανώλη Ζούρα



     Ήμασταν πρώτη γυμνασίου. Ζούσαμε τα πιο αθώα χρόνια της ζωής μας χωρίς καμιά έγνοια για το τι μέλλει γενέσθαι. Ώσπου ήρθε στο σχολείο μας εκείνη… 

     Την είχανε βαφτίσει Ιωάννα, μας ζήτησε να την αποκαλούμε Τζοάννα. Μάλλον ήταν εύκολη παραχώρηση για κάποιον που ήταν έτοιμος να ανέβει τρέχοντας και το Έβερεστ για χάρη της! Ε λοιπόν...
Τζοάννα ήταν το όνομα που θα ακουγόταν συχνότερα απ’ τα χείλη μου για τα επόμενα πέντε ή έξι χρόνια, συνοδευόμενο από αναστεναγμούς και μελωδικά σπουργιτάκια να κόβουν βόλτες γύρω απ’ το κεφάλι μου. Όχι ότι της απηύθυνα το λόγο τόσο συχνά, αλλά να, τις περισσότερες φορές κοιμόμασταν μαζί, ξυπνούσαμε μαζί, μαγειρεύαμε ο ένας για τον άλλον (εντάξει το ξέρω, πρώτη γυμνασίου ήμασταν αλλά αφήστε και τίποτα να πέσει κάτω!) και γενικά περνούσαμε πολύ χρόνο μαζί. Εντάξει, είχαμε και δύσκολες στιγμές όπως ότι έπρεπε να ξυπνήσω και να σταματήσω να τα ονειρεύομαι όλα αυτά, αλλά είχα συμφιλιωθεί με την ιδέα πως σε 16 ώρες θα την ξανάβλεπα στον ύπνο μου! Κι όταν ερχόταν η στιγμή του ύπνου σκεφτόμουν τι ώρα θα περνούσα να την πάρω με το ποδήλατο, άμαξα, διαστημόπλοιο, επέλεγα μέρος και εποχή και ξεδίπλωνα απ’ τις ντουλάπες του μυαλού μου τις βραδινές μας φορεσιές. Ναι, είχαμε μία συναρπαστική σχέση!

     Αυτή είναι η πονεμένη ιστορία μιας αγάπης που δεν ευδοκίμησε ποτέ. Κάθε φορά που την κοιτούσα ένιωθα το χρόνο να σταματάει. Έστεκα σα χάνος και την κοιτούσα μ’ ένα ηλίθιο χαμόγελο και το γεγονός ότι γλύτωσα το αυτόφωρο ή έστω μια καταγγελία στην αστυνομία το αποδίδω σε θαύμα! Στο σχολείο ήμασταν σε διαφορετικά τμήματα (κατάρα, μέχρι και σε Κούρας θα δεχόμουν να αλλάξω τ’ όνομα μου για να είμαστε στην ίδια αίθουσα) κι έτσι περίμενα πως και πως το χτύπημα του κουδουνιού για το διάλειμμα. Κι εκεί γινόντουσαν όλα. Το γήπεδο του μπάσκετ μεταμορφωνόταν σε μια χρυσή παραλία, οι βρύσες σε μαγευτικά σιντριβάνια, ο επόπτης καθηγητής σ’ έναν  ατσούμπαλο σερβιτόρο κοκτέιλ με λουλούδια γύρω απ’ το λαιμό. Κι ύστερα κανείς άλλος, παρά μόνο εκείνη. Έτρεχε να πιάσει τη μπάλα του βόλεϊ, κι εγώ την έβλεπα να τρέχει καταπάνω μου σε slow motion με τα μαλλιά της να ανεμίζουν, γέλαγε δυνατά και φανταζόμουν πως της είχα πει το πιο απίθανο αστείο του κόσμου (μόνο με ντουντούκα θα μπορούσα βέβαια τόσο μακριά που καθόμασταν), φιλιόταν με το Λάμπη κι έκλεινα τα μάτια σουφρώνοντας τα χείλη στον αέρα. Α ναι, τα είχε με το φίλο μας το Λάμπη και ήταν και πολύ ερωτευμένη. 

     Κάπου εκεί συνειδητοποίησα πως ζούμε σ’ έναν σκληρό και άδικο κόσμο. Ήμουν έτοιμος να γραφτώ σε εθελοντικό πρόγραμμα της NASA για τρία χρόνια αρκεί μόνο να μου το ζητούσε, κι εκείνη πάει και τα φτιάχνει με το Λάμπη! Μα τι του βρήκε δηλαδή, δε μπορούσα να καταλάβω! Τα πράσινα του μάτια; Τα ξανθά του μαλλιά; Το γυμνασμένο του σώμα; Σκέτη φρίκη! Από τη μια λυπόμουν που τα είχανε, από την άλλη λυπόμουν και τον καημένο το Λάμπη έτσι που ήτανε. Έτσι αποφάσισα να μην πω τίποτα και να συνεχίσω να τη βλέπω κρυφά τα βράδια στα όνειρα μου. Ήταν οι πιο σκληρές εικοσιτέσσερις ώρες της ζωής μου. Αφήστε που δεν υπήρχε ισότητα στην παράνομη μας σχέση αφού οι απόψεις της καθορίζονταν καθαρά απ’ το υποσυνείδητο μου! Έτσι λοιπόν αποφάσισα να της κάνω τη χάρη και να αρχίσω να της ξαναμιλάω. Πως όμως μπορούσα να το κάνω αυτό αφού κάθε φορά που την έβλεπα ένιωθα ένα σφίξιμο στο στομάχι κι όποτε της μίλαγα έβγαζε από την τσάντα της ένα λεξικό Σουαχίλι μήπως και καταλάβει αυτά που της έλεγα; Ήταν τόσο όμορφη ρε γαμώτο.. Τα καστανά της μαλλιά ,τα λαμπερά καστανά της μάτια, η γλυκιά φωνή της. Ήθελα τόσο να την κρατήσω στην αγκαλιά μου και να της πάρω στα κλεφτά ένα φιλί, να χορέψουμε ένα βαλσάκι στην αυλή του σχολείου να της μιλάω ώρες ατέλειωτες για κόσμους κι ουρανούς που θα ταξιδεύαμε μαζί. Τα απογεύματα ανέβαινα στα κεραμίδια του σπιτιού μου και κοίταζα τον ήλιο που έδυε και μαζί του έπαιρνε τόσες σκέψεις, σχέδια, χάδια, αποδοχές. Είναι σκληρό να δοκιμάζεις έναν ατελέσφορο έρωτα. Γιατί πάντα κάτι λείπει και ξέρεις πως είναι μάταιο να περιμένεις. Δε μπορούσε να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση. Έτσι κι εγώ λοιπόν μια μέρα πήγα για ύπνο νωρίτερα απ’ το κανονικό (ήμουν αποφασισμένος βλέπετε) κι όταν βρεθήκαμε της είπα: « Δεν πάει άλλο, πρέπει να χωρίσουμε!» . 

     Την επόμενη μέρα δεν την ξέχασα φυσικά. Όμως σιγά-σιγά άρχισα να τη σκέφτομαι ολοένα και λιγότερο. Μέσα σε λίγα χρόνια μπορούσα να πω ότι οι μπότες ορειβασίας και τα διαστημικά προγράμματα με αφήναν παντελώς ασυγκίνητο. Κι άρχισα να κάνω χώρο στην καρδιά μου για τον επόμενο έρωτα αν κι εφόσον ερχόταν ποτέ. Τελικά ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός παρόλο που στο τέλος σκοτώνει τους ασθενείς του. Όμως οι αναμνήσεις των γλυκών αυτών συναισθημάτων με συντροφεύουν ακόμη και σήμερα και δεν θα μπορούσα να πω πως το μετάνιωσα που επέλεξα να το ζήσω με αυτόν τον τρόπο.  

Συγγραφέας: Μανώλης Ζούρας - φοιτητής Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου