Δε
μπορούσε να πάρει ανάσα. Έτρεχε τόση ώρα και έπρεπε να σταματήσει για να
ξεκουραστεί. Το δάσος της φαινότανε ατέλειωτο αλλά έπρεπε να φτάσει μέχρι το
τέρμα. Ο ξενοδόχος την έβαζε να δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ και δεν
ήθελε να μείνει εκεί άλλο. Σκοπός της ήταν να φύγει μακριά, να σωθεί. Ήταν
άγριος άνθρωπος, εάν δεν έκανε αυτό που της έλεγε την κλείδωνε σε ένα δωμάτιο
και δεν της έδινε ούτε φαί ούτε νερό. Όλη της τη ζωή ήταν εκεί, δεν θυμάται
κάτι άλλο. Της είχαν πει ότι τη βρήκαν στο δάσος μωρό να κλαίει, την λυπήθηκαν
και έπειτα την υιοθέτησαν. Αυτούς τους ανθρώπους δεν τους αγάπησε ποτέ, δεν
τους ένιωσε σα γονείς ούτε καν ευγνωμοσύνη δεν είχε παρά μίσος και απέχθεια.
Έτρεχε,
έτρεχε, έτρεχε πολύ γρήγορα, φοβότανε πως θα καταλάβουν την απουσία της και θα
την κυνηγήσουν με τα άλογα για να την βρουν και να την γυρίσουν πίσω.
Ακολούθησε ένα παράλληλο μονοπάτι από το γνωστό, ένιωθε πιο σίγουρη έτσι, μέσα
στο δάσος και...
αν συνέβαινε κάτι θα μπορούσε να το δει πρώτη και θα προλάβαινε να κρυφτεί. Δεν είχε άλλη δύναμη να συνεχίσει. Ξαπόστασε πάνω σε ένα μικρό βράχο. Βγάζει από το μικρό σακίδιό της ένα μπουκαλάκι με νερό, πίνει λίγο και το ξαναβάζει στο σακίδιο. Σε λίγο θα νύχτωνε έπρεπε να βρει ένα σημείο να βγάλει τη νύχτα. Είχε προλάβει και είχε πάρει ότι της χρειαζότανε από το ξενοδοχείο, τροφή, νερό, σπίρτα, κουβέρτα και μία ταυτότητα που είχε από μωρό με το όνομά της, Ελίζα.
αν συνέβαινε κάτι θα μπορούσε να το δει πρώτη και θα προλάβαινε να κρυφτεί. Δεν είχε άλλη δύναμη να συνεχίσει. Ξαπόστασε πάνω σε ένα μικρό βράχο. Βγάζει από το μικρό σακίδιό της ένα μπουκαλάκι με νερό, πίνει λίγο και το ξαναβάζει στο σακίδιο. Σε λίγο θα νύχτωνε έπρεπε να βρει ένα σημείο να βγάλει τη νύχτα. Είχε προλάβει και είχε πάρει ότι της χρειαζότανε από το ξενοδοχείο, τροφή, νερό, σπίρτα, κουβέρτα και μία ταυτότητα που είχε από μωρό με το όνομά της, Ελίζα.
Ένα
σημείο, όχι ορατό, ήταν ότι πρέπει για να βγάλει τη νύχτα της και να ξεκινήσει
πρωί- πρωί. Άναψε φωτιά να ζεσταθεί και κάθισε να ξεκουραστεί. Άπλωσε τα χέρια
της να τα ζεστάνει και έπειτα δεν πήρε πολύς χρόνος μέσα στη γλυκιά αυτή ζέστη
την πήρε ο ύπνος. Το πρωί την ξύπνησαν δύο σκίουροι οι οποίοι πάλευαν για ένα
καρύδι που είχε αφήσει από βραδύς. Σηκώθηκε, μάζεψε τα πράγματά της και
συνέχισε το δρόμο. Δύο μέρες ταξίδι και αργά το απόγευμα έφτασε σε ένα χωριό.
Ήταν τόσο εξαντλημένη που το μόνο που επιθυμούσε ήταν ένα ζεστό μπάνιο και να
κοιμηθεί. Στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκε, μπήκε και ζήτησε ένα δωμάτιο. Εκεί
ένας νεαρός άνδρας γύρω στα είκοσι οχτώ, πολύ ευγενικός της έδωσε ένα δωμάτιο.
Το πρώτο της ήσυχο βράδυ, χωρίς άγχος, χωρίς φόβο. Ποτέ δεν είχε νιώσει την
ηρεμία, τη γαλήνη, την ελευθερία όπως εκείνο το βράδυ.
Νωρίς
το πρωί σηκώθηκε, ετοίμασε τα πράγματά της και ξεκίνησε για το ταξίδι της. Δεν
είχε κάπου να πάει, αλλά είχε εμπιστοσύνη στη μοίρα της. Γνώριζε πολύ καλά ότι
ήταν να συμβεί θα συνέβαινε. Οπότε, πλήρωσε τον ξενοδόχο και τη στιγμή που
έβγαινε έξω άκουσε μια καμαριέρα να λέει πως χρειάζονται μια κοπέλα για τις
δουλειές. «Αυτή είναι μια ευκαιρία να μαζέψω λεφτά», είπε και αμέσως άρπαξε την
ευκαιρία. Δεν πέρασαν λίγες ημέρες και όλοι, ο υπεύθυνος του ξενοδοχείου αλλά
και οι άλλοι που δούλευαν εκεί, ήταν πολύ ευχαριστημένοι μαζί της. Μάλιστα τη
συμπαθούσαν ιδιαίτερα, άλλωστε και η ίδια η Ελίζα περνούσε καλά, δεν είχε
κανένα παράπονο. Η αλήθεια είναι ότι θέλανε όλοι τους να μάθουν περισσότερες
πληροφορίες για την Ελίζα, από πού είναι, τι έκανε στη ζωή της αλλά εκείνη
πάντα άλλαζε τη συζήτηση. Δεν ήθελε κανείς να γνωρίζει, φοβότανε πως αν
μαθαίνανε θα την γυρνούσανε πίσω. Τα βράδια της άρεσε να κάθεται σταυροπόδι
μπροστά από το τζάκι και να διαβάζει βιβλία και να ταξιδεύει μέσα από αυτά.
Ένα
βράδυ ο Βελισάριος τη διέκοψε και θέλησε να καθίσει δίπλα της. Του άρεσε πολύ η
παρέα της, δεν του ήταν αδιάφορη. Το βιβλίο που διάβαζε ήταν μια ιστορία με
ξωτικά και οι μύθοι γενικότερα ήταν οι αγαπημένοι της. Πάνω στο τζάκι ήταν δύο
φωτογραφίες, μίας γυναίκας και ενός άνδρα. Η Ελίζα τον ρώτησε γι’ αυτές τις
φωτογραφίες. Ο Βελισάριος της είπε ότι πρόκειται για τον άνδρα και την γυναίκα
που τον μεγάλωσαν και μάλιστα έβρισκε και μια ομοιότητα με τη θετή του μητέρα.
Της είπε ότι είχαν χάσει το παιδί τους και δεν έκαναν άλλο.
Ο
ίδιος δεν είχε γονείς και τον βρήκαν να περιπλανιέται στο δάσος. Αυτό έφερε
δυσάρεστες αναμνήσεις στην Ελίζα, η οποία εκείνη τη στιγμή άφησε τον εαυτό της
ελεύθερο και του διηγήθηκε τη δική της ιστορία. Καθώς μιλούσε για την ζωή της
και τι πέρασε με τον ξενοδόχο και τη γυναίκα του, έφυγε από τις σελίδες του
βιβλίου η ταυτότητα που είχε. Ο Βελισάριος την πήρε από κάτω και του φάνηκε
πολύ οικεία. Είπε πως οι άνθρωποι που τον μεγάλωσαν όταν έχασαν το παιδί τους,
την κόρη τους σε μια φωτιά, είχε πάνω μία ταυτότητα με το όνομά της, Ελίζα. Το
κορίτσι ταράχθηκε, του είπε πως ο ξενοδόχος και η γυναίκα του της είχαν πει ότι
την βρήκαν στο δάσος, μωρό και ότι την υιοθέτησαν.
Ο
Βελισάριος άρχισε να της λέει περισσότερα πράγματα και πάνω στην κουβέντα
έβρισκαν πολλές ομοιότητες με την ιστορία της. Η ταυτότητα, η ομοιότητα, ο
χρόνος ήταν τα στοιχεία που επιβεβαίωναν την αλήθεια. Η Ελίζα ήταν κόρη του
Φρειδερίκου και της Βικτώριας. Όλα είχαν αλλάξει στη ζωή της Ελίζας, δυο μέρες
μακριά ήταν η αλήθεια και αν είχε φύγει νωρίτερα μπορεί και να προλάβαινε τους
δικούς της. Η μητέρα της είχε πεθάνει από τη στεναχώρια, έψαχνε πάντα για την
κόρη της και ποτέ δεν την βρήκε. Ο πατέρας της έφυγε δεκαπέντε ημέρες μετά τη
μητέρα της. Η Ελίζα και ο Βελισάριος ερωτεύθηκαν. Παντρεύτηκαν και έκαναν
τέσσερα παιδιά. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…
Συγγραφέας: Αγγελική Δρίτσα - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου