Κόντευε απόγευμα όταν ξεκίνησε για μια βόλτα
στο δάσος με τον αγαπημένο σκύλο του Ιβάν. Η διαδρομή ήταν ευχάριστη και ο
αέρας αναζωογονητικός και δεν κατάλαβε ότι είχαν απομακρυνθεί αρκετά από το
σπίτι που τον φιλοξενούσαν. Ήταν χειμώνας και ο ουρανός είχε αρχίσει να
σκοτεινιάζει όταν αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Τότε παρατήρησε μια λάμψη στο
βάθος που...
του τράβηξε την προσοχή και μια σκιά να τρέχει ανάμεσα στα δέντρα. Έμεινε να κοιτάζει σαν χαμένος. Δεν μπορούσε να διακρίνει τι ήταν. Οφθαλμαπάτη, σκέφτηκε. Ή απλώς να κουράστηκε από τον περίπατο και τα μάτια του να έπαιζαν περίεργα παιχνίδια. Άλλωστε πέρασαν μόνο δυο εβδομάδες από την διαθλαστική επέμβαση αστιγματισμού και υπερμετρωπίας και η όραση του θόλωνε συχνά σαν τζάμι από την θερμή ανάσα κάποιου. Ο γιατρός τον προειδοποίησε για αυτό. Δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Ήταν μια από τις συνέπειες της επέμβασης. Μικρή αλλά όχι αμελητέα. Δυστυχώς δεν μπορούσε ακόμα να κυκλοφορεί άνετα χωρίς τα γυαλιά του. Το συνειδητοποίησε με θλίψη εκείνη την στιγμή. Θα έκανε όμως υπομονή, δεν γινόταν διαφορετικά. Έκλεισε λοιπόν σφιχτά τα μάτια του για μερικά δευτερόλεπτα και έτριψε τα βλέφαρά του απαλά με τα ακροδάχτυλα. Μετά από λίγο τα άνοιξε ξανά, σίγουρος ότι θα έβλεπε καθαρότερα. Έτσι γινόταν κάθε φορά.
του τράβηξε την προσοχή και μια σκιά να τρέχει ανάμεσα στα δέντρα. Έμεινε να κοιτάζει σαν χαμένος. Δεν μπορούσε να διακρίνει τι ήταν. Οφθαλμαπάτη, σκέφτηκε. Ή απλώς να κουράστηκε από τον περίπατο και τα μάτια του να έπαιζαν περίεργα παιχνίδια. Άλλωστε πέρασαν μόνο δυο εβδομάδες από την διαθλαστική επέμβαση αστιγματισμού και υπερμετρωπίας και η όραση του θόλωνε συχνά σαν τζάμι από την θερμή ανάσα κάποιου. Ο γιατρός τον προειδοποίησε για αυτό. Δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Ήταν μια από τις συνέπειες της επέμβασης. Μικρή αλλά όχι αμελητέα. Δυστυχώς δεν μπορούσε ακόμα να κυκλοφορεί άνετα χωρίς τα γυαλιά του. Το συνειδητοποίησε με θλίψη εκείνη την στιγμή. Θα έκανε όμως υπομονή, δεν γινόταν διαφορετικά. Έκλεισε λοιπόν σφιχτά τα μάτια του για μερικά δευτερόλεπτα και έτριψε τα βλέφαρά του απαλά με τα ακροδάχτυλα. Μετά από λίγο τα άνοιξε ξανά, σίγουρος ότι θα έβλεπε καθαρότερα. Έτσι γινόταν κάθε φορά.
Παρόλα αυτά τίποτα δεν άλλαξε. Η λάμψη
παρέμενε στο βάθος λούζοντας τον ορίζοντα και φωτίζοντας κάθε σπιθαμή του
απέραντου δάσους. Ο Αχιλλέας σήκωσε ψηλά το κεφάλι, ήταν πανσέληνος. Τι
περίεργο χρώμα που είχε. Θα ορκιζόταν ότι ήταν μπλε με τις άκρες της να
σχηματίζουν μύτες σπαθιών. Την ίδια στιγμή τα κλαδιά των δέντρων κουνιόνταν
ρυθμικά και συντονισμένα σαν να συνόδευαν κινησιολογικά μια υπόκωφη μελωδία. Ο
Αχιλλέας δεν καταλάβαινε πολλά. Έσκυψε για να χαϊδέψει τον Ιβάν και τότε πάγωσε
ολόκληρος, σαν κάποιος να τον έθαψε ζωντανό στο χιόνι. Τα χέρια του μελάνιασαν
και η πνοή του έβγαινε αργά σαν
σταγονίδια πάγου, που έπεφταν από σταλακτίτες. Η καρδιά του μείωσε τους
παλμούς, σαν να φοβόταν να κάνει αισθητή την παρουσία της σε μια τόσο βουβή
στιγμή. Το λουρί αφέθηκε να πέσει κάτω. Ο σκύλος εξαφανίστηκε. Δεν ήταν εκεί.
Ένα πνιχτό και αδύναμο επιφώνημα απογοήτευσης και καημού ασφυκτιούσε να βγει
από τα στήθη του, να τραντάξει συθέμελα την πλάση, να κάνει γνωστό τον πόνο
του, να ακουστεί μέχρι εκεί που τα αστέρια παίζουν πόκερ με τον ήλιο.
Σαν υπνωτισμένος και με την αγωνία να του
ρουφά αχόρταγα το μεδούλι άρχισε να τρεκλίζει σαν μεθυσμένος, σαν μωρό στα
πρώτα του βήματα. Δεν ήξερε ποια κατεύθυνση να πάρει. Έκανε για ώρα κύκλους γύρω από τον εαυτό του
μέχρι να αποφασίσει να ακολουθήσει κάποια ίχνη μπερδεμένα και σκόρπια πάνω στο
φρέσκο χώμα. Έμοιαζαν με ίχνη σκύλου αλλά δεν είχε την πολυτέλεια του χρόνου να
τα εξετάσει προσεκτικά. Χωρίς να το καλοσκεφτεί, όρμησε στην καρδιά του δάσους
ουρλιάζοντας με τόση ένταση το όνομα του, που οι φλέβες από τον λαιμό του
πετάχτηκαν έξω σαν να μην υπήρχε το περίβλημα του δέρματος, σαν φίδια που
ξεχύνονταν από την φωλιά τους στη θέα της φωτιάς. Έγιναν σχεδόν διάφανες, σχεδόν αποκρουστικές.
Κοκκίνισαν μέσα σε λίγα λεπτά, σαν κάρβουνο πυρακτωμένο που τσουρούφλιζε τον
φάρυγγα του Αχιλλέα. Εκείνος όμως συνέχιζε απτόητος, μέχρι που γονάτισε από την
ξαφνική ζαλάδα. Ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει. Κράτησε το κεφάλι του πίσω, πήρε
βαθιές ανάσες και ξεροκατάπινε το σάλιο του.

Ο Αχιλλέας σταμάτησε να αναπνέει. Όσο
προχωρούσε βαθύτερα στο δάσος, τόσο οι αρχικές φοβίες του μετατράπηκαν σε
πραγματικό φόβο. Τα δέντρα με φυλλωσιές σε σκούρο πράσινο χρώμα, ίσως και μαύρο
και με κλαδιά σαν ανθρώπινα χέρια, που λύγιζαν ακανόνιστα μέχρι το έδαφος,
εμπόδιζαν το πέρασμα του. Κάποια έδιναν την εντύπωση ότι περίμεναν να τον
αρπάξουν σαν παγίδες την κατάλληλη στιγμή. Σαν φάκα για το ποντίκι. Σαν μύγα
στον ιστό της αράχνης. Οι ρίζες τους
μεγάλες και τραχιές ανασήκωναν ανάκατα το χώμα ενώ στρατιές σκουληκιών και
σκαθαριών όρμησαν στα πόδια του, βουλιάζοντας τα σαν καράβι τσακισμένο από την
τρικυμία. Αρκετά πέρασαν μέσα από το παντελόνι δαγκώνοντας τον με μανία σαν
πιράνχας. Εκείνος άρχισε να τινάζει σαν δαιμονισμένος τα πόδια του,
ουρλιάζοντας από τον πόνο και την φαγούρα. Με λύσσα έξυνε τις πληγές του, σαν
να ήθελε να ξεσκίσει την σάρκα του. Κοράκια και όρνεα μαζεύτηκαν από πάνω του,
όταν μυρίστηκαν το αίμα που έρεε σαν χείμαρρος από τις πληγές του. Δαγκωματιές
και τσιμπήματα κάλυψαν τα χέρια του, στην προσπάθεια να καλύψει το πρόσωπο του.
Παραπατούσε, δεν ήξερε πού βρισκόταν. Έπεφτε κάτω και ξανασηκωνόταν. Τα κοράκια
σχημάτιζαν από πάνω του μια νεκρώσιμη πομπή. Την τελευταία φορά στραμπούλιξε
τον αστράγαλο του. Ο πόνος καρφώθηκε σαν μαχαιριά στην καρδιά. Σερνόταν, δεν
μπορούσε να μείνει εκεί. Δαγκώνοντας σφιχτά ανάμεσα στα δόντια μια λωρίδα
ύφασμα από την μπλούζα του, σηκώθηκε και πάτησε το πόδι. Για δευτερόλεπτα
πετάχτηκαν σαν κουμπιά τα μάτια του από τις κόγχες. Βάσταξε όμως.

Έσκυψε και σήκωσε το πέπλο. Η αφή του ήταν
τόσο απαλή, τόσο μεταξένια σαν την κοιλίτσα ενός κουταβιού. Αφαιρέθηκε για
μερικά λεπτά. Η σκέψη τον ταξίδεψε χρόνια πίσω, τότε που βρήκε τον Ιβάν στο
κατώφλι του σπιτιού του. Χωρούσε στη χούφτα του χεριού του. Τόσο μικροσκοπικός
ήταν! Ένας αναστεναγμός μπλόκαρε στην καρωτίδα του, όταν ένα χαρακτηριστικό μακρόσυρτο γάβγισμα τον
επανέφερε στην πραγματικότητα. Ο Ιβάν! Αυτός ήταν, κάπου εκεί κοντά. Τέντωσε τα
αυτιά του για να προσανατολιστεί με ακρίβεια. Με φτερά στα πόδια και καρδιά από
ατσάλι έτρεξε, όσο του επέτρεπαν οι δυνάμεις του, προς τα εκεί. Δεν πρόφτασε να
πάει μακριά καθώς μια ξαφνική ησυχία επικράτησε μετά από λίγο παντού. Σταμάτησε να τρέχει. Τι έγινε πάλι,
αναρωτήθηκε.

Ώσπου ένιωσε μια τρικλοποδιά και σωριάστηκε
κάτω… Ένα μπαμ ακούστηκε. Όλα γύρω του έσβησαν. Αρνούνταν να ανοίξει τα μάτια.
Δεν χρειαζόταν να δει τα δόντια τους στο λαιμό του. Απόλυτη ησυχία. Περίεργο.
Τα άνοιξε δειλά. Τίποτα δεν συνέβαινε. Μια γλώσσα με ζεστή ανάσα θόλωνε την
όραση του. Ανασηκώθηκε. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν. Κοίταξε
διερευνητικά τριγύρω. Δεν ήταν στο δάσος, αλλά στο πάτωμα, στο πλάι του
κρεβατιού του. Και ο Ιβάν από πάνω του. Και οι λυκάνθρωποι; Δεν υπήρχε κανένας
άλλος στο χώρο. Έπιασε το κεφάλι του, μόλις κατάλαβε ότι έβλεπε εφιάλτη. Αυτό
ήταν, ένας εφιάλτης.

Συγγραφέας: Εύη Μαραγκουδάκη - φοιτήτρια Τabula
Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου