Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

"Το σκότος της πανσελήνου" της Εύης Μαραγκουδάκη

   Κόντευε απόγευμα όταν ξεκίνησε για μια βόλτα στο δάσος με τον αγαπημένο σκύλο του Ιβάν. Η διαδρομή ήταν ευχάριστη και ο αέρας αναζωογονητικός και δεν κατάλαβε ότι είχαν απομακρυνθεί αρκετά από το σπίτι που τον φιλοξενούσαν. Ήταν χειμώνας και ο ουρανός είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Τότε παρατήρησε μια λάμψη στο βάθος που...
του τράβηξε την προσοχή και μια σκιά να τρέχει ανάμεσα στα δέντρα. Έμεινε να κοιτάζει σαν χαμένος. Δεν μπορούσε να διακρίνει τι ήταν. Οφθαλμαπάτη, σκέφτηκε. Ή απλώς να κουράστηκε από τον περίπατο και τα μάτια του να έπαιζαν περίεργα παιχνίδια. Άλλωστε πέρασαν μόνο δυο εβδομάδες από την διαθλαστική επέμβαση αστιγματισμού και υπερμετρωπίας και η όραση του θόλωνε συχνά σαν τζάμι από την θερμή ανάσα κάποιου. Ο γιατρός τον προειδοποίησε για αυτό. Δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας.  Ήταν μια από τις συνέπειες της επέμβασης. Μικρή αλλά όχι αμελητέα. Δυστυχώς δεν μπορούσε ακόμα να κυκλοφορεί άνετα χωρίς τα γυαλιά του. Το συνειδητοποίησε με θλίψη εκείνη την στιγμή. Θα έκανε όμως υπομονή, δεν γινόταν διαφορετικά. Έκλεισε λοιπόν σφιχτά τα μάτια του για μερικά δευτερόλεπτα και έτριψε τα βλέφαρά του απαλά με τα ακροδάχτυλα.  Μετά από λίγο τα άνοιξε ξανά, σίγουρος ότι θα έβλεπε καθαρότερα. Έτσι γινόταν κάθε φορά.
     Παρόλα αυτά τίποτα δεν άλλαξε. Η λάμψη παρέμενε στο βάθος λούζοντας τον ορίζοντα και φωτίζοντας κάθε σπιθαμή του απέραντου δάσους. Ο Αχιλλέας σήκωσε ψηλά το κεφάλι, ήταν πανσέληνος. Τι περίεργο χρώμα που είχε. Θα ορκιζόταν ότι ήταν μπλε με τις άκρες της να σχηματίζουν μύτες σπαθιών. Την ίδια στιγμή τα κλαδιά των δέντρων κουνιόνταν ρυθμικά και συντονισμένα σαν να συνόδευαν κινησιολογικά μια υπόκωφη μελωδία. Ο Αχιλλέας δεν καταλάβαινε πολλά. Έσκυψε για να χαϊδέψει τον Ιβάν και τότε πάγωσε ολόκληρος, σαν κάποιος να τον έθαψε ζωντανό στο χιόνι. Τα χέρια του μελάνιασαν και η πνοή  του έβγαινε αργά σαν σταγονίδια πάγου, που έπεφταν από σταλακτίτες. Η καρδιά του μείωσε τους παλμούς, σαν να φοβόταν να κάνει αισθητή την παρουσία της σε μια τόσο βουβή στιγμή. Το λουρί αφέθηκε να πέσει κάτω. Ο σκύλος εξαφανίστηκε. Δεν ήταν εκεί. Ένα πνιχτό και αδύναμο επιφώνημα απογοήτευσης και καημού ασφυκτιούσε να βγει από τα στήθη του, να τραντάξει συθέμελα την πλάση, να κάνει γνωστό τον πόνο του, να ακουστεί μέχρι εκεί που τα αστέρια παίζουν πόκερ με τον ήλιο.

    Σαν υπνωτισμένος και με την αγωνία να του ρουφά αχόρταγα το μεδούλι άρχισε να τρεκλίζει σαν μεθυσμένος, σαν μωρό στα πρώτα του βήματα. Δεν ήξερε ποια κατεύθυνση να πάρει.  Έκανε για ώρα κύκλους γύρω από τον εαυτό του μέχρι να αποφασίσει να ακολουθήσει κάποια ίχνη μπερδεμένα και σκόρπια πάνω στο φρέσκο χώμα. Έμοιαζαν με ίχνη σκύλου αλλά δεν είχε την πολυτέλεια του χρόνου να τα εξετάσει προσεκτικά. Χωρίς να το καλοσκεφτεί, όρμησε στην καρδιά του δάσους ουρλιάζοντας με τόση ένταση το όνομα του, που οι φλέβες από τον λαιμό του πετάχτηκαν έξω σαν να μην υπήρχε το περίβλημα του δέρματος, σαν φίδια που ξεχύνονταν από την φωλιά τους στη θέα της φωτιάς.  Έγιναν σχεδόν διάφανες, σχεδόν αποκρουστικές. Κοκκίνισαν μέσα σε λίγα λεπτά, σαν κάρβουνο πυρακτωμένο που τσουρούφλιζε τον φάρυγγα του Αχιλλέα. Εκείνος όμως συνέχιζε απτόητος, μέχρι που γονάτισε από την ξαφνική ζαλάδα. Ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει. Κράτησε το κεφάλι του πίσω, πήρε βαθιές ανάσες και ξεροκατάπινε το σάλιο του.

    Τότε ακούστηκε ο αντίλαλος της φωνής του. Πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, συλλογίστηκε  έντρομος και τινάχθηκε σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Ο αντίλαλος ξανακούστηκε, συνοδευόμενος αυτή την φορά από ήχους ακαθόριστους. Ανατριχίλα και ρίγος διαπέρασε το κορμί του.  Γύρισε το κεφάλι σαν περισκόπιο. Δεν είδε τίποτα. Ήταν μόνος στο δάσος, έτσι τουλάχιστον φανταζόταν. Αυτό όμως δεν καθησύχαζε την σκέψη του. Το αντίθετο μάλιστα. Άρχισε να διαισθάνεται κάτι κακό τριγύρω. Οι αντίλαλοι σταμάτησαν ακαριαία. Ησυχία ξανά. Ανησυχητική ησυχία. Σχεδόν νεκρική. Έκανε μερικά βήματα παρακάτω. Τα αθλητικά παπούτσια του πατούσαν με δύναμη τα ξερά φύλλα και τα σαλιγκάρια, ταράζοντας τις σκέψεις  και ενεργοποιώντας όλες τις αισθήσεις του. Και έπειτα τίποτα. Ησυχία ξανά. Που και που κανένα νυχτοπούλι έκρωζε αλλά το δάσος κατάπινε σαν χωνί οποιονδήποτε θόρυβο.

   Ο Αχιλλέας σταμάτησε να αναπνέει. Όσο προχωρούσε βαθύτερα στο δάσος, τόσο οι αρχικές φοβίες του μετατράπηκαν σε πραγματικό φόβο. Τα δέντρα με φυλλωσιές σε σκούρο πράσινο χρώμα, ίσως και μαύρο και με κλαδιά σαν ανθρώπινα χέρια, που λύγιζαν ακανόνιστα μέχρι το έδαφος, εμπόδιζαν το πέρασμα του. Κάποια έδιναν την εντύπωση ότι περίμεναν να τον αρπάξουν σαν παγίδες την κατάλληλη στιγμή. Σαν φάκα για το ποντίκι. Σαν μύγα στον ιστό της αράχνης.  Οι ρίζες τους μεγάλες και τραχιές ανασήκωναν ανάκατα το χώμα ενώ στρατιές σκουληκιών και σκαθαριών όρμησαν στα πόδια του, βουλιάζοντας τα σαν καράβι τσακισμένο από την τρικυμία. Αρκετά πέρασαν μέσα από το παντελόνι δαγκώνοντας τον με μανία σαν πιράνχας. Εκείνος άρχισε να τινάζει σαν δαιμονισμένος τα πόδια του, ουρλιάζοντας από τον πόνο και την φαγούρα. Με λύσσα έξυνε τις πληγές του, σαν να ήθελε να ξεσκίσει την σάρκα του. Κοράκια και όρνεα μαζεύτηκαν από πάνω του, όταν μυρίστηκαν το αίμα που έρεε σαν χείμαρρος από τις πληγές του. Δαγκωματιές και τσιμπήματα κάλυψαν τα χέρια του, στην προσπάθεια να καλύψει το πρόσωπο του. Παραπατούσε, δεν ήξερε πού βρισκόταν. Έπεφτε κάτω και ξανασηκωνόταν. Τα κοράκια σχημάτιζαν από πάνω του μια νεκρώσιμη πομπή. Την τελευταία φορά στραμπούλιξε τον αστράγαλο του. Ο πόνος καρφώθηκε σαν μαχαιριά στην καρδιά. Σερνόταν, δεν μπορούσε να μείνει εκεί. Δαγκώνοντας σφιχτά ανάμεσα στα δόντια μια λωρίδα ύφασμα από την μπλούζα του, σηκώθηκε και πάτησε το πόδι. Για δευτερόλεπτα πετάχτηκαν σαν κουμπιά τα μάτια του από τις κόγχες. Βάσταξε όμως.

   Η νύχτα έπεσε για τα καλά. Πυκνό σκοτάδι σαν κάρβουνο απλώθηκε παντού, καταπίνοντας τα αμέτρητα αστέρια. Ακόμα και το φεγγάρι κατέβηκε πιο χαμηλά, δεν φαινόταν καν. Σύννεφα πήραν την θέση του στον ουρανό. Απελπισία τον κατέκλυσε. Ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Ποια κακοτυχία τον κατέτρεχε, αναρωτιόταν. Πώς θα ξέφευγε από εκεί; Απάντηση δεν είχε, ούτε θάρρος να συνεχίσει. Και τότε συνέβη το αναπάντεχο. Τα κοράκια εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας και μια δέσμη φωτός έκανε δειλά την εμφάνιση της μερικά μέτρα πιο κάτω. Οι συχνές εναλλαγές των χρωμάτων στη φύση επιβάρυναν ακόμα περισσότερο την όραση του. Ανοιγόκλεινε τα βλέφαρα διαρκώς. Το φως συνέχισε να τρεμοπαίζει δειλά. Αποφάσισε να το ακολουθήσει, όταν αισθάνθηκε μια λεπτή και αέρινη σκιά να τον προσπερνά, φωνάζοντας το όνομα του. Δεν πρόλαβε να την καλοκοιτάξει ήταν σίγουρος όμως ότι έμοιαζε με αυτή που είδε νωρίτερα. Κατευθυνόταν και εκείνη προς το ίδιο μέρος,  μέχρι που εξατμίστηκε, που εξαϋλώθηκε. Σαν να μην υπήρξε ποτέ.  Πίσω της άφησε μόνο ένα κατάλευκο σαν χιόνι πέπλο. Λεμονανθοί και γιασεμί γέμισαν με ευωδιές την ατμόσφαιρα. Πόσο ανάλαφρη έγινε ξαφνικά η καρδιά του! Πόσο πολύ ευφράνθηκε η ψυχή του!

    Έσκυψε και σήκωσε το πέπλο. Η αφή του ήταν τόσο απαλή, τόσο μεταξένια σαν την κοιλίτσα ενός κουταβιού. Αφαιρέθηκε για μερικά λεπτά. Η σκέψη τον ταξίδεψε χρόνια πίσω, τότε που βρήκε τον Ιβάν στο κατώφλι του σπιτιού του. Χωρούσε στη χούφτα του χεριού του. Τόσο μικροσκοπικός ήταν! Ένας αναστεναγμός μπλόκαρε στην καρωτίδα του, όταν ένα  χαρακτηριστικό μακρόσυρτο γάβγισμα τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Ο Ιβάν! Αυτός ήταν, κάπου εκεί κοντά. Τέντωσε τα αυτιά του για να προσανατολιστεί με ακρίβεια. Με φτερά στα πόδια και καρδιά από ατσάλι έτρεξε, όσο του επέτρεπαν οι δυνάμεις του, προς τα εκεί. Δεν πρόφτασε να πάει μακριά καθώς μια ξαφνική ησυχία επικράτησε μετά από λίγο παντού.  Σταμάτησε να τρέχει. Τι έγινε πάλι, αναρωτήθηκε.

    Σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό ικετευτικά. Δεν άντεχε άλλο. Ήταν έτοιμος να καταρρεύσει. Το γάβγισμα ξανακούστηκε. Αναθάρρεψε λίγο και σηκώθηκε. Αυτή την φορά ήταν αποφασισμένος να τον βρει. Πλησίασε αρκετά σ’ ένα ξέφωτο, όταν ξετυλίχθηκε μπροστά του το πιο φρικιαστικό θέαμα της ζωής του. Θηρία με την μορφή λύκου, που στηρίζονταν στα πίσω πόδια τους σαν άνθρωποι, ξέσκιζαν με τα κοφτερά σαν μπαλτάς δόντια τους ένα κοπάδι ελαφιών. Η μυρωδιά του φρέσκου αίματος που έβρεχε ακατάπαυστα το χώμα και οι κραυγές των ζώων του προκάλεσαν σκοτοδίνη. Αναγούλιασε, με το ζόρι συγκρατήθηκε να μην ξεράσει. Κράτησε σφιχτά κλειστό το στόμα και την μύτη με την παλάμη του. Τα γόνατα του λύγισαν από φόβο, νόμιζε ότι θα σβήσει. Οι λυκάνθρωποι συνέχιζαν ακάθεκτοι, με την πανσέληνο ακριβώς από πάνω τους να φωτίζει με μπλε φως τις πράξεις τους. Η σκιά κυκλοφορούσε ανάμεσα τους άφοβα, δείχνοντας νέους στόχους για επίθεση, πιο ζουμερούς και λαχταριστούς. Στόχους που μύριζαν ανθρώπινο αίμα. Εκείνοι γύρισαν το κεφάλι προς το μέρος του Αχιλλέα, αφήνοντας κατά μέρος τα ελάφια. Είχαν αρκετό χρόνο για αυτά αργότερα. Ο στόχος εντοπίστηκε. Με πλήρη μεταβολή άρχισαν να τον πλησιάζουν, τα σάλια τους έτρεχαν ποτάμι, τα μάτια τους γυάλιζαν σαν διαμάντι στο σκοτάδι. Η σκιά σαν αεράκι τον περικύκλωσε από όλες τις μεριές. Ο Αχιλλέας κοκάλωσε. Ήξερε ότι δεν θα τα κατάφερνε. Ήταν το τέλος του. Παρόλα αυτά ενστικτωδώς άρχισε να τρέχει και να τρέχει με τους λυκάνθρωπους ξοπίσω του. Σωτηρία δεν υπήρχε.

   Ώσπου ένιωσε μια τρικλοποδιά και σωριάστηκε κάτω… Ένα μπαμ ακούστηκε. Όλα γύρω του έσβησαν. Αρνούνταν να ανοίξει τα μάτια. Δεν χρειαζόταν να δει τα δόντια τους στο λαιμό του. Απόλυτη ησυχία. Περίεργο. Τα άνοιξε δειλά. Τίποτα δεν συνέβαινε. Μια γλώσσα με ζεστή ανάσα θόλωνε την όραση του. Ανασηκώθηκε. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν. Κοίταξε διερευνητικά τριγύρω. Δεν ήταν στο δάσος, αλλά στο πάτωμα, στο πλάι του κρεβατιού του. Και ο Ιβάν από πάνω του. Και οι λυκάνθρωποι; Δεν υπήρχε κανένας άλλος στο χώρο. Έπιασε το κεφάλι του, μόλις κατάλαβε ότι έβλεπε εφιάλτη. Αυτό ήταν, ένας εφιάλτης. 

   Με ανακούφιση πετάχτηκε από κάτω. Τον είχε πάρει ο ύπνος διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα του Stephen King. Ένα αεράκι πάγωσε το δωμάτιο. Πήγε να κλείσει το παράθυρο, είχε πανσέληνο με ένα μπλε περίεργο χρώμα να φωτίζει τον δρόμο. Ταράχθηκε. Γύρισε να χαϊδέψει τον Ιβάν. Εκείνος κάθισε χαδιάρικα, ανοίγοντας το στόμα από ευχαρίστηση. Ο Αχιλλέας σταμάτησε να αναπνέει, χάνοντας τη γη κάτω από τα πόδια του. Τα κατάλευκα δόντια του σκύλου κοκκίνιζαν από αίμα. Μια κραυγή ακούστηκε απ’ έξω… Και μετά, σκοτάδι...



Συγγραφέας: Εύη Μαραγκουδάκη - φοιτήτρια Τabula Rasa


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου