Ήταν χειμώνας στα μέσα της δεκαετίας του
΄70 σ’ ένα ορεινό χωριό του νομού Ηρακλείου Κρήτης. Οι κάτοικοι ζούσαν φτωχικά
από την καλλιέργεια της γης. Ζώα έκτρεφε μόνο ο άρχοντας, ο οποίος είχε στη
δούλεψή του τον Μανόλη, από το χάραμα ως το σούρουπο, για ένα κομμάτι ψωμί. Ήταν
ο μεγαλύτερος γιος μιας 8μελούς οικογένειας. Η μάνα πλύστρα και ο πατέρας
δούλευε στο μοναδικό ελαιοτριβείο του νομού,
περιστρέφοντας τους τροχούς για το άλεσμα της ελιάς. Τα υπόλοιπα παιδιά
τριγύριζαν όλη μέρα στους δρόμους χωρίς παπούτσια, κάνοντας θελήματα για
ξένους. Μόνο η Αννούλα, η μοναχοκόρη, πήγαινε το πρωί στο γυμνάσιο και το
μεσημέρι φρόντιζε το νοικοκυριό, μαγειρεύοντας, πλένοντας και μεταφέροντας
κουβάδες νερό στους ώμους από το πηγάδι του χωριού. Μικρή και λεπτοκαμωμένη για
τέτοια δοκιμασία, εντούτοις δεν είχε άλλη επιλογή.

που η ζωή ή η τύχη στάθηκε στο πλευρό της για μια και μοναδική φορά, όταν πρωτοείδε τον Τίτο, ένα μελαχρινό νεαρό με δέρμα σαν χιόνι και μάγουλα σαν πετροκέρασα. Ήταν ο γιος του μπακάλη από το χωριό παραδίπλα. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν στον ορίζοντα τη στιγμή που η Αννούλα ξεπρόβαλε με τα χυτά μαλλιά της από το μονοπάτι. Ο χρόνος κοκάλωσε. Ο Τίτος ένιωσε αρχικά την καρδιά του να παγώνει και έπειτα να φλέγεται, έτοιμη να εκραγεί στο στήθος του. Η ανάσα του κοφτή και βαριά, γέμιζε με ατμούς τον αέρα. Τα μεγάλα, στο χρώμα της βελανιδιάς, μάτια του στένεψαν σε μια γραμμή, κρύβοντας προς στιγμή την σπίθα τους. Το κεφάλι στριφογύριζε σαν ανεμοστρόβιλος ενώ τα πόδια λύγιζαν, υποκλινόμενα στην ομορφιά της Αννούλας, που όμοια της δεν είχε αντικρίσει ξανά. Οι φωνές των φίλων στα αυτιά ηχούσαν υπόκωφα και μονότονα, σαν βουητό από σμήνη μελισσών, που σε διαφορετική περίπτωση θα τον ενοχλούσε. Τότε όμως όχι. Δεν είχε χώρο ούτε χρόνο στη ζωή του για κανέναν άλλο, εκτός από εκείνη.
Η Αννούλα, χαμηλώνοντας το βλέμμα,
προσπαθούσε επίμονα να κρύψει την
αμηχανία της. Το τρέμουλο στα χέρια όμως μαρτυρούσε άλλα. Πριν το καταλάβει,
γλίστρησαν οι κουβάδες σαν βαρέλι, καταλήγοντας στα πόδια του Τίτου. Δεν
χρειάστηκε να ανταλλάξουν κουβέντα. Η αύρα που εξέπεμπαν ο ένας κοντά στον άλλο,
έδινε φωνή και στόμα στα πιο μειλίχια συναισθήματά τους, ό,τι δε θα μπορούσαν
να εκφράσουν με το λεξιλόγιο όλου του κόσμου. Η αθωότητα του αγγίγματός τους
έκανε τα κορμιά να ριγήσουν από ανατριχίλα. Έγιναν αχώριστοι.

Σύντομα οι μέρες, κυρίως όμως οι νύχτες,
άρχισαν να μην έχουν νόημα μακριά της. Η αποθυμιά της Αννούλας σκλάβωνε το σώμα
και το μυαλό του με δεσμά, από τα οποία δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να ξεφύγει.
Ώρες- ώρες δυσκολευόταν ακόμα και να αναπνεύσει στη θύμησή της ενώ η καρδιά του
παλλόταν ακανόνιστα. Οι συναντήσεις τους
πλέον κρατούσαν περισσότερο και σε άλλα μέρη για να μην δίνουν στόχο. Δεν
χόρταινε να την αγκαλιάζει και να ρουφάει τους χυμούς των χειλιών της. Εκείνη
συνήθιζε να αποκοιμιέται στην αγκαλιά του με το νανούρισμα των χτύπων της
καρδιάς του, ενώ το στήθος του σαν τσιγαρόχαρτο αντανακλούσε την ηχώ. Δεν
έπαιρνε ανάσα για να μην την ξυπνήσει και έμενε να χαζεύει τις συσπάσεις του
προσώπου της. Η μυρωδιά του πράσινου σαπουνιού στα μαλλιά της έπνιγε τον
λάρυγγά του, όμως δεν διαμαρτυρόταν. Αυτή άλλωστε θα τον συντρόφευε όταν θα
χωρίζονταν. Πόσο πολύ λαχταρούσε να μείνουν για πάντα αγκαλιά.
.jpg)
Η
συμφορά όμως χτύπησε μια μέρα την οικογένεια της Αννούλας. Ο πατέρας της έπαθε
σοβαρό ατύχημα στο ελαιοτριβείο από έναν σκουριασμένο τροχό, που λύθηκε από
τους ιμάντες κόβοντάς του από τον αγκώνα το δεξί χέρι και την παλάμη του
αριστερού. Οι γιατροί προσπάθησαν μάταια να περιορίσουν την γάγγραινα. Ο
θάνατός του επήλθε μέσα σε 3 ώρες. Η οικογένεια βυθίστηκε στη θλίψη. Ο Μανόλης,
ως προστάτης πλέον, έμαθε ότι ο πατέρας του χρωστούσε λεφτά στον άρχοντα του
χωριού. Προσπάθησε να έρθει σε συμβιβασμό μαζί του. Εκείνος δέχτηκε με τον όρο
να παντρευτεί την Αννούλα. Το οικονομικό τους πρόβλημα θα λυνόταν για πάντα.

Ο
Τίτος ένιωσε να τον πλακώνει ο ουρανός και η γη να του ρουφάει τη ζωή.
Κάποια στιγμή η καρδιά του έχασε χτύπους και το κεφάλι μούδιασε. Για μέρες δεν
σηκωνόταν από το κρεβάτι. Ανέβαζε υψηλό πυρετό τα βράδια και το χάραμα η δροσιά
του τρυπούσε τα κόκαλα σαν σακοράφα. Δεν
τον ένοιαζε που ο πατέρας του έβρισκε περισσότερες αφορμές για να τον
κακοποιεί. Άλλωστε δεν είχε αίσθηση των άκρων του και το δέρμα στην πλάτη είχε
σκληρύνει από τις βουρδουλιές. Το χειρότερο όμως ήταν ότι στράγγιξε το αίμα
μέσα του και τα δάκρυα στέρεψαν μονομιάς. Το μυαλό και η καρδιά πολτοποιήθηκαν
σαν από οδοστρωτήρα. Είχε ένα ξερό κορμί να περιφέρει σαν κουφάρι ζώου. Αν και
17 ετών, η ζωή του μετρούσε μόνο λίγους μήνες, όσους πέρασε με εκείνη.
Τριάντα μέρες αργότερα έγινε ο γάμος. Ο
Τίτος κρύφτηκε στον περίβολο της εκκλησίας με ένα μπουκάλι ποντικοφάρμακο στα
χέρια του. Δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά την Αννούλα του, που θα γινόταν η Αννούλα
κάποιου άλλου. Δεν ήταν γραφτό να μάθει ότι το παιδί που γέννησε εκείνη -δήθεν
πρόωρα- ήταν δικό του...
Συγγραφέας: Εύη Μαραγκουδάκη - φοιτήτρια Tabula
Rasa
Συγχαρητήρια Εύη μου, μου άρεσε πολύ! Μου έφερε (φωτο-)γραφικότατες εικόνες στο μυαλό, κάποιες ευχάριστες, άλλες λυπητερές.. Έβγαλα συνολικά καμιά ντουζίνα φωτογραφίες διαβάζοντας την ιστορία σου..! :-) Να μας δόσεις κε άλλα τέτοια..!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργος Παπαδόπουλος, Λεμεσός