Σήκωσε το βλέμμα του προς τον ήλιο που είχε φτάσει εκείνη την ώρα ακριβώς πάνω από
την αυλή του. Θυμήθηκε που τέτοια ώρα κάθε μέρα, η γυναίκα του σκάλιζε τον κήπο
τους. Καλλιεργούσε όλα τα απαραίτητα για το τραπέζι τους λαχανικά. Φόρεσε το
καπέλο του και κατευθύνθηκε προς τα εκεί.
Τώρα πια ο κήπος τους ήταν γεμάτος χόρτα, ξερόκλαδα και ζωύφια. Αλλά για
εκείνον ήταν ακόμα σαν να την έβλεπε γονατιστή, να βρωμίζει τα χέρια της με
χώμα. Ύστερα θα της...
φώναζε πως το φαγητό ήταν έτοιμο κι εκείνη θα άφηνε την τσάπα και θα του χαμογελούσε. Θα έβγαζε τα γάντια και το καπέλο της, θα τον φιλούσε στο μάγουλο και αφήνοντας τις λασπωμένες γαλότσες της στο κατώφλι του σπιτιού, θα άφηνε την πείνα της να την οδηγήσει στο τραπέζι που είχε στρώσει για τους δυο τους ο άντρας της. Έτσι ήταν μοιρασμένες οι δουλειές σ’ αυτό το σπίτι. Ο καθένας έκανε καθετί στο οποίο ήταν καλός. Τώρα πια τα έκανε όλα μόνος του, αλλά δεν τον πείραζε, πλάι στη γυναίκα του άλλωστε είχε μάθει πολλά τόσα χρόνια.
φώναζε πως το φαγητό ήταν έτοιμο κι εκείνη θα άφηνε την τσάπα και θα του χαμογελούσε. Θα έβγαζε τα γάντια και το καπέλο της, θα τον φιλούσε στο μάγουλο και αφήνοντας τις λασπωμένες γαλότσες της στο κατώφλι του σπιτιού, θα άφηνε την πείνα της να την οδηγήσει στο τραπέζι που είχε στρώσει για τους δυο τους ο άντρας της. Έτσι ήταν μοιρασμένες οι δουλειές σ’ αυτό το σπίτι. Ο καθένας έκανε καθετί στο οποίο ήταν καλός. Τώρα πια τα έκανε όλα μόνος του, αλλά δεν τον πείραζε, πλάι στη γυναίκα του άλλωστε είχε μάθει πολλά τόσα χρόνια.
Έφτασε πριν το παρτέρι, αλλά δεν προχώρησε άλλο. Κάτι μέσα του τον
κρατούσε πίσω, τον έκανε επιφυλακτικό. Ένιωθε ιερόσυλος, αν πατούσε αυτά τα
χώματα που η γυναίκα του περιποιήθηκε τόσα χρόνια κι έδωσε την ψυχή της. Ένιωθε
να πατάει την ψυχή της. Παράτησε το καπέλο κι έμεινε γονατιστός για κάποια
λεπτά, σαν να προσεύχεται. Το ίδιο απόγευμα πήγε στο καφενείο, μίλησε για
πολιτική κι αθλητικά, όπως κάθε μέρα και στο γυρισμό, πέρασε από το νεκροταφείο
να τα πει λίγο με τη γυναίκα του.
Το
βράδυ όμως δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Τριγύριζε στο μυαλό του η σκέψη πως δε
στάθηκε όπως έπρεπε στη νεκρή γυναίκα του. «Εκείνη θα συνέχιζε αυτό που
αγαπούσα και με μεράκι έφτιαξα», σκεφτόταν συνεχώς. Πετάχτηκε από το κρεβάτι
του και με μια δρασκελιά βρέθηκε στον κήπο με τις πυτζάμες και τις παντόφλες
του. Άρχισε να ξεριζώνει με τα χέρια του τα χόρτα και να τραβάει κλαδιά και
φύλλα.
Το
άλλο πρωί τον βρήκε ο γιος του να κοιμάται πάνω στα χώματα, με έναν ολόκληρο
κήπο ξεριζωμένο, να γεμίζει τη βεράντα του σπιτιού. Εκείνος τον καθησύχασε πως
ξύπνησε πολύ νωρίς κι αποκοιμήθηκε από τη σκληρή γεωπονική δουλειά. Την
υπόλοιπη μέρα μόνο καθάριζε, αλλά δεν αισθάνθηκε να κουράζεται ούτε λεπτό. Το
βράδυ πέρασε πρώτα από τη γυναίκα του να της πει τα νέα και μετά πήγε στο
καφενείο να παίξει πρέφα. Την επόμενη μέρα
πάλι στον κήπο, να σκαλίζει τα χώματα κι ακόμα να καθαρίζει τα σημάδια του παρελθόντος. Και τη μέρα που
ακολούθησε και την επόμενη και για πολλές μέρες ακόμα, πάντα ξεκινούσε τις
δουλειές του από τον κήπο. Κάθε φορά, μόλις τελείωνε τις εργασίες του, σημείωνε
στο ημερολόγιο πόσες μέρες έχουν περάσει. Όταν σημειώθηκε και η ενδέκατη μέρα,
πήρε το αμάξι του και επέστρεψε στον κήπο, μετά από δύο ώρες σχεδόν, κρατώντας
μια κίτρινη πλαστική σακούλα. Με μεγάλη προσοχή την άνοιξε κι έβγαλε από μέσα
ένα σπόρο. Ποτέ δεν κατάφερε η γυναίκα του να φυτέψει τουλίπες όσο ζούσε.
«Μάλλον δε θα είναι το χώμα μας κατάλληλο», της είχε πει τότε και την είχε
παρηγορήσει, φέρνοντας της σπόρους για χαμομήλι που έπιασαν και μοσχοβόλησε
όλος ο κήπος. Είχε δίκιο όπως της τα είχε πει όμως τότε. Το χώμα δεν ήταν
κατάλληλο για τουλίπες, μα εκείνος έβαλε μπρος και το άλλαξε, περίμενε
υπομονετικά και τώρα έφτασε η ώρα να ικανοποιήσει την επιθυμία της γυναίκας του.
Με προσοχή φύτεψε το σπόρο του και στη
συνέχεια έκατσε στην πολυθρόνα της βεράντας κι άναψε ένα τσιγάρο. Εκείνο το
απόγευμα δεν πήγε στο καφενείο. Έμεινε καθιστός να κοιτάζει προς τον κήπο του,
λες και θα φύτρωνε μεμιάς η τουλίπα! Τις επόμενες τρεις μέρες δεν εμφανίστηκε
στο χωριό, ούτε απαντούσε στα τηλέφωνα που έπαιρνε ανήσυχος ο γιος του. Φυλούσε
καρτέρι για να δει πότε θα εμφανιζόταν το πρώτο φυλλαράκι. Ήθελε να είναι εκεί, στην πρώτη στιγμή
της γέννησης του, να μην τη χάσει.
Μέχρι που ο γιος του απηύδησε και πήγε από το σπίτι. Ο πατέρας του δεν
του αποκάλυψε τίποτα για την ενασχόλησή του με τον κήπο της γυναίκας του, ούτε
για το σπόρο της τουλίπας. Δικαιολογήθηκε ότι έκανε κάποια μερεμέτια στο σπίτι
και τον έπαιρνε το βράδυ, οπότε ήταν πολύ κουρασμένος για να πάει στο καφενείο.
Το
ίδιο βράδυ βρέθηκαν να κάθονται στο ίδιο τραπέζι και να πίνουν μαζί, ίσα-ίσα
για να μην ανησυχεί ο γιος του. Κοιτούσε συνεχώς το ρολόι του, πόση ώρα έχει
περάσει, πόση ώρα είναι μακριά από το βλαστό του. Μόλις χασμουρήθηκε μια-δυο
φορές, παρέστησε τάχα τον κουρασμένο και ξεκίνησε για το σπίτι. Ο γιος του
έμεινε λίγο ακόμα, να τελειώσει μια κουβέντα που είχε φουντώσει, για τα νέα
μέτρα της κυβέρνησης.
Στο
δρόμο τον έπιασε μπόρα, από αυτές τις καλοκαιρινές, που έρχονται ξαφνικά και τελειώνουν το ίδιο απότομα. Έτρεξε πανικόβλητος στον κήπο του. Φοβήθηκε πως η βροχή θα
ξερνούσε από το χώμα το σπόρο του κι ύστερα θα χανόταν σε κάποιο ρυάκι που θα
δημιουργούσε το πολύ νερό. Έτρεξε προς το σημείο που τον είχε φυτέψει κι έμεινε
εκεί γονατιστός, μια ανάσα πάνω από το χώμα, να εύχεται να μη δει το μικρό του
άσπρο θησαυρό να ξεπροβάλει σα νεογνό από τη μήτρα του. Οι σταγόνες της βροχής,
είχαν μουσκέψει πια κάθε κλωστή από τα ρούχα του και κάθε τρίχα των μαλλιών
του. Δεν τον ένοιαζε. Μόνη του έννοια, να είναι σίγουρος πως οι τουλίπες του δε
θα πάθαιναν τίποτα.
Ξαφνικά εμφανίστηκε ο γιος του στην αυλή και
του φώναξε να μπει μέσα στο σπίτι. Εκείνος δε γύρισε ούτε το κεφάλι του για να
τον κοιτάξει. Ο γιος του, σίγουρος πως ο πατέρας του έχει χάσει τα λογικά του
μετά το θάνατο της μητέρας του, έτρεξε μέσα στον κήπο και τον οδήγησε
σηκωτό μέσα στο σπίτι. Τον τύλιξε με μια
κουβέρτα και του έφτιαξε κάτι ζεστό. Ο πατέρας του επέμενε πως ήθελε να γυρίσει
πίσω, να βλέπει το σπόρο του, να μην τον αφήσει κι αυτόν να πεθάνει.
Ταλαιπωρημένος από τις ώρες στη βροχή, δεν άντεξε να κρατήσει για πολύ ακόμα τα
μάτια του ανοιχτά και ο γιός του τον έβαλε στο κρεβάτι του, ενώ δεν έφυγε όλο
το βράδυ από το πλευρό του.
Το
επόμενο πρωί ο πατέρας έτρεμε από τον πυρετό στο κρεβάτι και ο γιος κάλεσε το γιατρό.
«Πνευμονία, από τις ώρες στη βροχή. Δύσκολη περίπτωση σε αυτή την ηλικία», τους ανακοίνωσε. Ο
γιος δεν έφυγε στιγμή από το σπίτι και πρόσφερε στον πατέρα του ό, τι
χρειαζόταν. Μόνη έννοια του βέβαια, ο αγαπημένος του κήπος, που τώρα είχε
εξηγήσει τα πάντα στο γιο του κι εκείνος τον πρόσεχε ιδιαιτέρως.
Ένα
πρωί, μπήκε στο δωμάτιο του χαρούμενος και τράβηξε τις κουρτίνες. «Κοίτα!», του
είπε. Έξω καλοκαίρι, χαρά Θεού και μια τουλίπα διακοσμούσε τον κήπο τους. Ο πατέρας δάκρυσε από τη χαρά του. Τρεις μέρες αργότερα ζήτησε από το γιο του, να
κόψει αυτό το πρώτο λουλούδι που είχε φυτρώσει. Εκείνος τον υπάκουσε. Ο πατέρας
το χάιδεψε απαλά, το έκλεισε στην παλάμη του. Ύστερα ζήτησε από το γιο του, να
βάζει τουλίπες στον τάφο της μητέρας του κάθε φορά που ανθίζουν κι έκλεισε τα
μάτια του χαμογελαστός.
Συγγραφέας: Άννα Κοντονίκα - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου