Μια φορά κι έναν καιρό, πάνω σ’ ένα λόφο υπήρχε ένα
μικρό χωριουδάκι που το λέγανε Μπουά. Το όνομά του αυτό το πήρε από τη λέξη
χαιρετισμού που χρησιμοποιούσαν οι χωριανοί. Όταν συναντιόντουσαν μεταξύ τους,
αντί για «γεια» λέγανε ο ένας στον άλλο «μπουάαα». Ο χαιρετισμός τους αυτός
είχε και μια ιδιαίτερη κίνηση. Έκαναν ένα πηδηχτό βήμα στο πλάι, σηκώνοντας τα
χέρια με ανοιχτές παλάμες μέχρι το ύψος του προσώπου, και κουνούσαν τα δάχτυλα
σαν βεντάλιες. Και φυσικά όλο αυτό γινόταν μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη. Το Μπουά, είχε λίγους κατοίκους και η ασχολία τους
ήταν κυρίως να φυτεύουν όμορφα και σπάνια λουλούδια. Έτσι όλα τα σπίτια του
μικρού αυτού χωριού είχαν μεγάλους και όμορφους κήπους, γεμάτους χρώματα και
σπάνια λουλούδια μικρά, αλλά και μεγάλα.
Σ’ ένα από τα όμορφα αυτά σπιτάκια, που ήταν στην
κορυφή του λόφου, ζούσε...
ένας μουγγός χωρικός μαζί με την κόρη του Νίνα. Η Νίνα ήταν πολύ καλή και αγαπούσε πολύ το τραγούδι. Της άρεσε πολύ να τραγουδάει και έτσι από το πρωί που ξυπνούσε, άρχιζε το τραγούδι. Η Νίνα όμως ήταν και πολύ αγαθή. Πίστευε, ότι, και να της έλεγαν. Η ασχολία της ήταν οι δουλειές του σπιτιού και η φροντίδα του κήπου.
ένας μουγγός χωρικός μαζί με την κόρη του Νίνα. Η Νίνα ήταν πολύ καλή και αγαπούσε πολύ το τραγούδι. Της άρεσε πολύ να τραγουδάει και έτσι από το πρωί που ξυπνούσε, άρχιζε το τραγούδι. Η Νίνα όμως ήταν και πολύ αγαθή. Πίστευε, ότι, και να της έλεγαν. Η ασχολία της ήταν οι δουλειές του σπιτιού και η φροντίδα του κήπου.
Ένα πρωί, που ήταν μόνη της στο σπίτι και
τακτοποιούσε το δωμάτιό της τραγουδώντας, κτυπάει η πόρτα του σπιτιού. Εκείνο
το πρωί ο πατέρας της έλειπε, γιατί είχε πάει να μαζέψει κούμαρα, που του
άρεσαν πάρα πολύ.
-
Αποκλείεται να
είναι ο μπαμπάς. Πριν 10 λεπτά έφυγε… Εκτός αν ξέχασε το καλάθι για να βάλει
μέσα τα κούμαρα που θα μάζευε.
...μονολόγησε η Νίνα και πήγε ν’ ανοίξει την πόρτα για να δει ποιος είναι. Έξω από την πόρτα
στεκόταν ένας βάτραχος, που φαινόταν πολύ ταλαιπωρημένος και προσπαθούσε με
έντονες κινήσεις να της πει κάτι, φωνάζοντας συνέχεια : Κουάξ, κουάξ, κουάξ! Η Νίνα κατάλαβε ότι ήθελε βοήθεια και επειδή
τον λυπήθηκε του είπε να περάσει μέσα να του βάλει να φάει και να κοιμηθεί. Ο
βάτραχος ευχαριστήθηκε και μπήκε με χαρά στο σπίτι. Πήγε στην κουζίνα και
κάθισε στο τραπέζι, χτυπώντας το χέρι του χαρούμενα και φωνάζοντας : Κουάξ,
κουάξ, κουάξ!
-
Καημενούλη μου,
εσύ πρέπει να πεινάς πολύ! Περίμενε λίγο, να δω τι έχω να σου βάλω να φας, του
λέει η Νίνα.
Εκείνος
βλέποντάς την να πηγαίνει προς το ψυγείο χαίρεται και φωνάζει πάλι : Κουάκ,
κουάξ, κουάξ! Η Νίνα ανοίγει το ψυγείο και βγάζει διάφορα τρόφιμα. Τα ακουμπάει
πάνω στο τραπέζι μπροστά του ένα-ένα και του λέει : Λοιπόν καλέ μου βάτραχε
έχω… γάλα, δημητριακά, πορτοκάλια, μήλα, χυμό βύσσινο και λεμόνια. Ο βάτραχος
δυσαρεστήθηκε βλέποντάς τα και ξίνισε τα μούτρα του. Κουνούσε έντονα το κεφάλι
του αρνητικά. Ήταν ξεκάθαρος ότι δεν του άρεσε τίποτα απ’ όλα αυτά που του
πρόσφερε η Νίνα. Εκείνη τη στιγμή ακούγεται πάλι χτύπημα στην πόρτα. Η Νίνα
αναρωτιέται ποιος να είναι και πηγαίνει να ανοίξει.
Μπροστά στην πόρτα της στεκόταν ένας δράκος και
έκλεγε γοερά, παρακαλώντας τη να τον βοηθήσει, γιατί όπως της είπε είχε χαθεί
και δεν έβρισκε το παλάτι του. Η Νίνα τον λυπήθηκε και του είπε να περάσει μέσα
στο σπίτι. Ο δράκος μπήκε μέσα και είδε το βάτραχο να κάθεται στο τραπέζι.
Η Νίνα του είπε να καθίσει κι αυτός στο τραπέζι. Τον ρώτησε πώς τον λένε και πού μένει. Ο δράκος της απάντησε ότι ζούσε σ’
ένα παλάτι που βρισκόταν στο δάσος, πίσω από το λόφο του χωριού τους και ότι το
όνομά του ήταν Χρυσός. Στην κουβέντα
του έλεγε και ξανάλεγε πολλές φορές : "Α! εγώ να ξέρεις, είμαι πολύ πλούσιος!!"
Και τότε ξαφνικά ο βάτραχος άρχισε να μιλάει με ανθρώπινη φωνή. Να μιλάει
σχεδόν ασταμάτητα. Γλώσσα δεν έβαζε μέσα.
- Αχα! Σε ξέρω
εσένανε κύριε δράκε! Εσύ δεν είσαι που μένεις στη μεγάλη σπηλιά πίσω από το
δρόμο με τα κυπαρίσσια;
Ο
δράκος πήγαινε να του απαντήσει εκνευρισμένος, αλλά ο βάτραχος συνέχιζε.
-
Μη μιλήσεις! Μην
πεις τίποτα! Είμαι σίγουρος ότι είσαι εσύ. Εσύ, εσύ, ναι, εσύ είσαι ξέρω εγώ!
Έχω έρθει στη σπηλιά σου και έχω δει! Ναι, ναι, ναι, έχω δει! Έχεις ένα μεγάλο
πιθάρι γεμάτο βατραχοπόδαρα. Γι αυτό δε βρίσκω κανένα βάτραχο στη γειτονιά να
χοροπηδάει!
Ο
δράκος πάλι προσπαθούσε να του απαντήσει, αλλά ο βάτραχος δεν σταματούσε.
-
Μη τολμήσεις να
μιλήσεις! Ξέρω, ξέρω τι θα πεις. Θα πεις ότι δεν ζεις στη σπηλιά και ότι έχεις
ένα παλάτι! Παλάτι; Χα,χα,χα,χα,χα,χα,χα! Σε καλό μου! Ξεκαρδίστηκα! Άκου
παλάτι! Τι μας λες, τι μας λες! Τώρα σε πιστέψαμε! Α, χα,χα,χα,χα,χα,χα! Τι
γέλιο είναι αυτό σήμερα!! Άστο σου λέω, ξέρω, ξέρω, ξέρω! Άσε που τρως τα πόδια
από τα βατράχια. Σου αρέσουν τα βατραχοπόδαρα!! Ναι,ναι,ναι, το ξέρω! Αλλά από
μένα να το ξέρεις δεν πρόκειται να φας τα πόδια μου!!! Ακούς; Χώνεψέ το αυτό
για τα καλά! Εγώ είμαι πρίγκιπας φίλε μου. Το καταλαβαίνεις; Ή όχι; ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ!!!
Και τα πόδια τους ΔΕΝ ΤΡΩΓΟΝΤΑΙ! Κατάλαβες; !!! Και μη μου πεις ότι δεν
κατάλαβες γιατί θα θυμώσω! ΘΑ ΘΥΜΩΣΩ! Κι εγώ άμα θυμώσω….
Ο
δράκος αρχισε να χάνει την υπομονή του και συγκρατημένα, γιατί είναι μπροστά η
Νίνα, αγρίεψε το πρόσωπό του και ήταν έτοιμος να βγάλει φωτιά από τα μάτια
του. Ο βάτραχος τρόμαξε, αλλά δε σταμάτησε.
-
Όχι, όχι, δεν θα
με τρομάξεις! Να το ξέρεις, δεν θα αφήσω τον εαυτό μου να τρομάξει. Είμαι
πρίγκιπας εγώ! Και οι πρίγκιπες δεν τρομάζουν! Οι πρίγκιπες είναι ήρωες και να
σου πω και κάτι; Εεε; Να σου πω και κάτι;
Ο
δράκος άρχισε να εκνευρίζεται και σηκώθηκε όρθιος, κάνοντας ένα βήμα
προς το βάτραχο. Ο βάτραχος οπισθοχώρησε φωνάζοντας:
-
Όχι, όχι, όχι!
Κάτσε κάτω, τώρα! Μ’ ακούς; Άντε τώρα γιατί είμαι πρίγκιπας εγώ! Τά ‘παμε! Δεν
θα τα ξαναλέμε…. ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ! (αρχίζουν να
τρέμουν τα πόδια του) Και …. και…. και…. ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ ΤΑ ΘΕΛΩ!!!!!!
Αμέσως
μετά ο βάτραχος έφυγε σαν σίφουνας, πηδώντας σαν τρελός ! Η Νίνα προσπάθησε να
τον σταματήσει, για να τον ηρεμήσει, αλλά δεν τον πρόλαβε.
Η Νίνα ζήτησε συγνώμη από το δράκο
για τη συμπεριφορά του βάτραχου και τον ρώτησε πώς χάθηκε και δεν μπορεί να
βρει το παλάτι του. Ο δράκος αφού της εξήγησε, ότι όλα αυτά που είπε ο βάτραχος
είναι ψέματα και ότι μάλλον θα τον έχει μπερδέψει με κάποιον άλλο, της είπε ότι
μπέρδεψε τα μονοπάτια, γιατί απομακρύνθηκε πολύ από το παλάτι και τώρα δεν
μπορεί να γυρίσει. Της ζήτησε να τον φιλοξενήσει εκείνη την ημέρα, για να
ξεκουραστεί και αύριο το πρωί θα ξεκινούσε πάλι να πάει να βρει το παλάτι του.
Η Νίνα τον πίστεψε και του είπε ότι μπορεί να μείνει στο σπιτάκι του κήπου, που
ήταν στην πίσω αυλή του σπιτιού. Αυτός την ευχαρίστησε και της είπε ότι θα
μπορούσε να τη βοηθήσει στις δουλειές του σπιτιού για αντάλλαγμα. Έτσι ο δράκος
έβαλε ποδιά και καθάριζε τα τζάμια στα παράθυρα. Η Νίνα ήταν στην κουζίνα και
ετοίμαζε το φαγητό, τραγουδώντας. Εκείνη τη στιγμή γύριζε στο σπίτι ο πατέρας
της, κρατώντας ένα καλάθι γεμάτο κούμαρα που είχε μαζέψει. Είδε το δράκο στο
παράθυρο να καθαρίζει τα τζάμια, έτρεξε γρήγορα προς τα κει και του πέταξε τα
κούμαρα στο κεφάλι, νομίζοντας ότι κάτι έχει κάνει στην κόρη του. Η Νίνα ακούγοντας
το θόρυβο και τα βογγητά του δράκου, ξαφνιάστηκε και έτρεξε γρήγορα να δει
τι συμβαίνει. Ο πατέρας της με έντονες κινήσεις της έδειχνε ότι τρόμαξε γι’
αυτήν, ότι θα μπορούσε ο δράκος να της είχε κάνει κακό και γι’ αυτό το έκανε. Η
Νίνα τους καθησύχασε και τους δυο. Τους σύστησε μεταξύ τους, εξήγησε στον
πατέρα της ότι αποφάσισε να βοηθήσει το δράκο και ότι δεν πρέπει να ανησυχεί.
Εντωμεταξύ ο δράκος όλη την ημέρα
ήταν πολύ ευγενικός μαζί της και σχεδόν συνέχεια ζωγράφιζε καρδούλες στις
χαρτοπετσέτες και τις της έδινε μετά δώρο, δείχνοντάς της πολλή αγάπη. Μέχρι το
απόγευμα η Νίνα είχε μαζέψει περίπου 100 χαρτοπετσέτες με τις καρδούλες του
δράκου. Όταν κάθισαν μαζί το βραδάκι στο τραπέζι να πιουν τσάι, ο δράκος ζήτησε
από τη Νίνα, μπροστά στον πατέρα της, να την πάρει μαζί του στο παλάτι του, να
την παντρευτεί. Τους διαβεβαίωσε ότι μαζί του η Νίνα θα ζούσε πολύ πλούσια και
δε θα της έλειπε ποτέ τίποτα. Ο πατέρας έδειξε να στεναχωριέται όταν άκουσε τον
δράκο, γιατί δεν φανταζόταν τη ζωή του χωρίς τη Νίνα και μακριά από το σπίτι
τους, που τόσο αγαπούσε. Η Νίνα πολύ σοβαρά τον ευχαρίστησε για την πρότασή
του, αλλά υπήρχε ένα πρόβλημα. Η Νίνα ήξερε πολύ καλά τον εαυτό της και τον
διαβεβαίωσε ότι δεν θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένη χωρίς το σπίτι της και
χωρίς να έχει κοντά τον πατέρα της. Ακόμη του είπε ότι για να τον παντρευτεί, θα έπρεπε πρώτα να τον αγαπήσει. Κι αυτό για να συμβεί θα χρειαζόταν κάποιο χρόνο. Τα λόγια της Νίνας εφησύχασαν
τον πατέρα της, ενώ τάραξαν και θύμωσαν το δράκο. Αυτό που πίστευε στη ζωή της
πάντα η Νίνα ήταν ότι τα λεφτά δεν
φέρνουν ποτέ την ευτυχία. Ο δράκος τη ρώτησε μήπως δεν τον αγαπάει επειδή
είναι άσχημος, αλλά εκείνη του απάντησε ότι η ομορφιά έχει πολλές όψεις και δεν
υπάρχει μόνο στο σώμα και στο πρόσωπο, αλλά και στην καρδιά και στην ψυχή. Αυτό
που θα ήθελε στη ζωή της ήταν να γνωρίσει έναν απλό άνθρωπο που να είναι καλός,
να την αγαπάει, να την καταλαβαίνει και
να ξέρει να συγχωρεί. Συγκρατώντας τα νεύρα του ο δράκος, έφυγε με
θυμωμένα μούτρα για το σπιτάκι του κήπου, να κοιμηθεί. Σηκώθηκαν και η Νίνα με
τον μπαμπά της να πάνε για ύπνο. Η Νίνα πάντα πριν κοιμηθεί έλεγε ένα μελωδικό
τραγούδι για καληνύχτα που ήταν το αγαπημένο της και το αφιέρωνε στα λουλούδια
του κήπου της.
Καληνύχτα,
καληνύχτα
Πορτοκαλί
μου ζέρμπερες
Ροζ μου
μπουκαμβίλιες
Κόκκινές
μου τουλίπες
Λευκές
μου ορτανσίες
Το
επόμενο πρωί γίνετε λουλούδια μαγικά
Περιμένω
να χαρώ τη δική σας αγκαλιά
Όποιον
άνθρωπο κι αν δείτε
Μόνο
αγάπη και χαρά να του ευχηθείτε
Να
γεμίσει όλη του η καρδιά
Από τη
δική σας ευωδιά.
Και τότε μέσα στην ησυχία της
νύχτας, στην κουζίνα του σπιτιού, μέσα από ένα καλάθι, χοροπήδησε και έπεσε
στο πάτωμα ένα κούμαρο. Ένα κούμαρο περίεργο κι αλλιώτικο πολύ απ’ τ’ άλλα.
Είχε πόδια και χέρια και άρχισε να στριφογυρίζει πολύ γρήγορα γύρω από τον
εαυτό του, δημιουργώντας έναν ήχο μαγικό, σαν σταγόνες της βροχής που πέφτανε
ρυθμικά πάνω σε κρυστάλλινα ποτήρια. Ένα
μαγικό ασπροκίτρινο φως απλωνόταν στο χώρο και γέμισε όλο το σπίτι. Σαν κάτι μαγικό
να συνέβαινε. Και τότε μέσα από το φως εμφανίστηκε μια όμορφη γυναίκα, ντυμένη
στα λευκά. Προχώρησε αργά, κρατώντας τη μέση της και κάθισε σε μία πολυθρόνα
στο σαλόνι, μονολογώντας :
-
Αχ, αχ, αχ !
Πιάστηκα τόσες ώρες σ’ εκείνο το καλάθι. Για να δούμε τι γίνεται εδώ; (παρατηρεί το χώρο τριγύρω) Μμμμ, σαν
καλό σπιτάκι να είναι αυτό. Πάντως ο χωρικός που έπεσα στα πόδια του, μου
φάνηκε καλός άνθρωπος. Έχω κουραστεί πολύ και δεν αντέχω άλλο. Πρέπει μέσα σ’
αυτή την εβδομάδα, οπωσδήποτε, να βρω κάτι να με μαγέψει και να το αγαπήσω
αληθινά. Αν και δεν νομίζω … αλλά τέλος πάντων. Δεν πρέπει να σταματήσω να
ελπίζω, όσο ζω τουλάχιστον. Αυτή η κακιά η αδερφή μου φταίει, με καταράστηκε να
είμαι κούμαρο μέχρι να βρω κάτι να αγαπήσω αληθινά. Δεν μπορώ να καταλάβω. Και
τα βραχιόλια μου αγαπούσα, και τα χρυσά μου παπούτσια και το μεταξένιο μου
σεντόνι. Τι να κάνω, έτσι μ’ άρεσε να ζω. Μέσα στον πλούτο και στα στολίδια.
Και είμαι σίγουρη ότι όλα αυτά τα αγαπούσα αληθινά. Τι με νοιάζανε οι γύρω μου;
Γιατί να ασχοληθώ με τους άλλους; Εγώ μια χαρά ήμουνα. Και όμορφη ήμουνα και
πλούσια. Ωραία, υπάρχουν και φτωχοί και άρρωστοι και παιδιά που πεινάνε, αλλά
εγώ τι φταίω; Η αδερφή μου μ’ έλεγε σκληρή. Άκου σκληρή…. Μια χαρά ήμουνα. Τόσα
χρόνια έχουν περάσει και δεν μπορώ να βρω να αγαπήσω κάτι αληθινά, να ξαναγίνω
άνθρωπος. Σαν κάτι όμορφο να αισθάνομαι….
λες να το βρω αυτό που θέλω εδώ μέσα;…… Μόνο αργά τη νύχτα και για μια
ώρα μόνο, μπορώ να είμαι άνθρωπος. Δεν αντέχω άλλο… Ωχ, το νιώθω…. Ξαναγίνομαι
κούμαρο. Αχ, ας μη φάνε εμένα πρώτο αύριο. Τι να κάνω, έχω κι αυτό το πρόβλημα.
Μη με φάει κανείς. Ουφ….. πια……Α,α,α,α,
ζαλίζομαι.
Και
στριφογυρίζοντας πάλι η όμορφη γυναίκα γίνεται κούμαρο και πηδάει μέσα στο καλάθι.
Ξημερώσε, τα λουλούδια άνοιξαν τα
πέταλά τους αγουροξυπνημένα και το σπιτάκι της Νίνας σιγά-σιγά αρχίσε να
γεμίζει με φως. Ακούστηκε το πρωινό τραγούδι της Νίνας, καθώς ξύπνησε,
πλήθηκε, ντύθηκε και τακτοποιούσε το δωμάτιό της.
Αγαπώ όλο τον κόσμο
Τους ανθρώπους, τα ζώα, τα
φυτά
Και θέλω να σας δώσω όλους
μόνο χαρά.
Δίνω, δίνω μέσα απ’ την
καρδιά, απλόχερα, αληθινά
Μην τρομάζετε θα δείτε
Η ζωή είναι αλλιώς αν
αγαπηθείτε.
Η
Νίνα κατέβηκε στην κουζίνα και πήγε να φάει ένα κούμαρο. Καθώς το έπιασε στα
χέρια της, εκείνο χοροπηδούσε, μέχρι που έφυγε. Κυλούσε, κυλούσε, κυλούσε, λες και
κάποιος το έσπρωξε δυνατά και χώθηκε κάτω από το ψυγείο. «Θα περιμένω τον
μπαμπά», σκέφτηκε η Νίνα, «για να με βοηθήσει να το βγάλουμε από κει κάτω»
και πήρε με μιας ένα άλλο κούμαρο. Βγήκε έξω, πήγε στο σπιτάκι του κήπου και διαπίστωσε ότι ο δράκος είχε εξαφανιστεί.
- Περίεργος ήταν κι αυτός ο δράκος. Ο καημένος έχασε το παλάτι του. Πιστεύω να το
βρει. Περίεργο… πώς έφυγε έτσι; Ούτε να μας ευχαριστήσει, να μας
αποχαιρετήσει…. Μάλλον απογοητεύτηκε που δεν πήγα να μείνω μαζί του. Μα αυτός
νομίζει ότι η ευτυχία είναι στα χρυσά και στα παλάτια που έχει. Τι κρίμα. Αν
έμενε λίγο ακόμη μαζί μας…. Αν ζούσε λίγο και ένιωθε και μύριζε τα λουλούδια
μου…. Θα άλλαζαν πολλά στη ζωή του. Δεν πειράζει. Ίσως ξανάρθει…
Αμ, κι ο άλλος; Ο βάτραχος; Δεν σκέφτηκα ότι τρώει
μύγες και κουνούπια! Και τι έπαθε ξαφνικά και έκανε τέτοια επίθεση στο δράκο;
Γιατί να πει τόσα ψέματα. Σίγουρα θα άλλαζε κι αυτός αν έμενε λίγο μαζί μας. Και
ήταν και πρίγκιπας! Κρίμα…
μονολόγησε
η Νίνα και γύρισε πάλι στο σπίτι. Ο μπαμπάς της είχε ξυπνήσει και ήταν στην
κουζίνα. Η Νίνα του έκανε νόημα , να τη βοηθήσει να τραβήξουν το ψυγείο, για να
βρει το κούμαρο που έπεσε από κάτω. Εκείνος τη βοήθησε, η Νίνα το
πήρε και πάλι στα χέρια της και το έβαλε στο καλάθι. Ο μπαμπάς της κάθισε στο
τραπέζι και η Νίνα του σέρβιρε το πρωινό, τραγουδώντας το ίδιο τραγούδι που
τραγουδούσε όταν ξύπνησε:
Αγαπώ όλο τον κόσμο
Τους ανθρώπους, τα ζώα, τα
φυτά
Και θέλω να σας δώσω όλους
μόνο χαρά.
Δίνω, δίνω μέσα απ’ την
καρδιά, απλόχερα, αληθινά
Μην τρομάζετε θα δείτε
Η ζωή είναι αλλιώς αν
αγαπηθείτε.
Εκείνη
τη στιγμή, το τόσο αλλιώτικο κούμαρο, έπεσε από το καλάθι στο πάτωμα και
μεταμορφώθηκε στην όμορφη γυναίκα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως την
προηγούμενη νύχτα. Η Νίνα κι ο μπαμπάς της τα έχασαν. Η όμορφη γυναίκα
συνειδητοποίησε τι έγινε και άρχισε χαρούμενη να χορεύει λέγοντας:
-
Είμαι άνθρωπος
πάλι!!! Δεν το πιστεύω!! Και είναι πρωί! Ναι! Είναι πρωί και είμαι άνθρωπος!
Από τη χαρά της αγκάλιασε και φίλησε
τη Νίνα και τον μπαμπά της.
Κι αφού ηρέμησε λίγο, κάθισε μαζί με
τη Νίνα και τον μπαμπά της και τους εξιστόρησε όλη τη ζωή της. Τους είπε για
την κακιά αδερφή της και για τα χρόνια της που ήταν αναγκασμένη να ζει σαν
κούμαρο και είχε να προσέχει κιόλας μη τυχόν κάποιος τη φάει. Τότε η Νίνα τη ρώτησε,
τι συνέβη και λύθηκαν τα μάγια. Τι ήταν αυτό που αγάπησε αληθινά εκείνη τη
στιγμή και μπόρεσε να ξαναγίνει άνθρωπος.
-
Άκουσα ένα ωραίο
τραγούδι! Ναι! Τώρα το θυμήθηκα! Μια τόσο γλυκιά και μαγική φωνή! Με μάγεψε.
Ένιωσα ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς να το ακούω… Μα… ποιος τραγουδούσε;
Ήταν σαν να γέμισε την καρδιά μου με αγάπη. Αγάπη για όλο τον κόσμο! Αγαπώ όλο
τον κόσμο! Κι αυτή η μυρωδιά….(μυρίζει
γύρω τη μυρωδιά των λουλουδιών) Με γαληνεύει και …. Νιώθω τόσο… μα τόσο…
ευτυχισμένη… (Κοιτώντας τη Νίνα) Εσύ
ήσουν! Ναι! Εσύ τραγουδούσες. Δεν έχει άλλη εδώ μέσα. Σ΄ευχαριστώ! Σ΄ευχαριστώ
τόσο πολύ! Νιώθω άλλος άνθρωπος! Δεν με νοιάζουν πια τα πλούτη και τα στολίδια.
Τώρα καταλαβαίνω την αδερφή μου. Είχε τόσο δίκιο. Την αγαπώ, την αγαπώ πολύ!
Και σας σας αγαπώ!,
είπε η γυναίκα.
Η Νίνα ευχαριστήθηκε που ήταν η αιτία
να γεμίσει η καρδιά της όμορφης αυτής γυναίκας με αγάπη. Και τότε της είπε για
το δράκο και το βάτραχο, που έφυγαν χωρίς να νιώσουν αυτή την αγάπη των
λουλουδιών της και των τραγουδιών της. Η γυναίκα της είπε ότι τους ήξερε και
ότι ο δράκος ήταν μεγάλος ψεύτης και πράγματι έμενε σε μια μεγάλη σπηλιά και
σίγουρα λάτρευε τα βατραχοπόδαρα. Τον είχε δει πολλές φορές να τα τρώει
λαίμαργα. Όσο για το βάτραχο, ήταν καλός, τους είπε. Το μόνο του ελάττωμα
είναι ότι πίστευε πως είναι πρίγκιπας.
Και η μεγάλη του αγωνία, ήταν να μην του φάει τα πόδια ο δράκος. Τότε
κατάλαβε η Νίνα. Πρώτα-πρώτα ότι δεν πρέπει να πιστεύει τόσο εύκολα τον καθένα. Δεύτερον, ότι ο βάτραχος νομίζοντας ότι
είναι πρίγκιπας, έβαζε ασπίδα στη ζωή του. Σαν πρίγκιπας τολμούσε, είχε θάρρος
κι έτσι είχε καταφέρει να έχει ακόμη τα πόδια του. Όπως είπε κι ο ίδιος «Τα πόδια
ενός πρίγκιπα δεν τρώγονται!».
Εκείνη τη μέρα, κάλεσαν όλους τους
συγχωριανούς στο σπίτι και γλέντησαν μέχρι το πρωί της επόμενης μέρας, με
χορούς , τραγούδια και πολλά πολλά κούμαρα.
Η ζωή θέλει χαρά,
ευτυχία και καλή καρδιά.
Απλά πράγματα καθημερινά.
Ένα φιλί, μια αγκαλιά
Ένα χάδι στα μαλλιά.
Ένα χαμόγελο στα χείλη
Και δίπλα να ‘ναι και δυο
φίλοι.
Κι όποιος πιστεύει στα λεφτά
Κούμαρο γίνεται μ’ αυτά
Χωρίς ανθρώπινη μορφή
Ζει με το φόβο ΜΗ ΦΑΓΩΘΕΙ!
Συγγραφέας: Γιούλη Μακρή - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου