Η Ελενίτσα ξαπλωμένη
στο κρεβάτι της κοιτούσε τα ζωγραφισμένα σύννεφα στο ταβάνι. «Θέλω να δοκιμάσω τα σύννεφα»,
ψέλλιζε με την ελπίδα κάποιος να την
ακούσει και να πραγματοποιήσει την ευχή της.
Η μητέρα της μπήκε στο δωμάτιο, η Ελενίτσα έπεσε με φόρα επάνω της.
Ζήτησε από τη μαμά της να την πάει να δοκιμάσει τα σύννεφα. Η μητέρα της είπε
πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο και καλύτερα να έπεφτε για ύπνο, αύριο θα
ξυπνούσαν πρωί για να πάνε στον παππού της.
Το επόμενο πρωί...
η Ελενίτσα ξύπνησε με κάθε ελπίδα της διαλυμένη, το όνειρο της δεν θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα. Όταν έφτασαν στο σπίτι του παππού της κάθισε στον καναπέ και περίμενε να τελειώσει τη συζήτηση με τη μαμά της. Ο παππούς είδε την Ελενίτσα θλιμμένη. Μετά από λίγο την έπεισε να του πει τι συμβαίνει. Εκείνη του είπε πως θέλει να δοκιμάσει τα σύννεφα αλλά η μαμά της είπε πως αυτό ήταν αδύνατο. «Τίποτε δεν είναι αδύνατο». Της απάντησε ο παππούς της και πήρε το παραμύθι της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων κι άρχισε να διαβάζει.
η Ελενίτσα ξύπνησε με κάθε ελπίδα της διαλυμένη, το όνειρο της δεν θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα. Όταν έφτασαν στο σπίτι του παππού της κάθισε στον καναπέ και περίμενε να τελειώσει τη συζήτηση με τη μαμά της. Ο παππούς είδε την Ελενίτσα θλιμμένη. Μετά από λίγο την έπεισε να του πει τι συμβαίνει. Εκείνη του είπε πως θέλει να δοκιμάσει τα σύννεφα αλλά η μαμά της είπε πως αυτό ήταν αδύνατο. «Τίποτε δεν είναι αδύνατο». Της απάντησε ο παππούς της και πήρε το παραμύθι της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων κι άρχισε να διαβάζει.
Μετά από λίγο η Ελενίτσα είχε αποκοιμηθεί.
Όταν ξύπνησε κανείς δεν βρισκόταν στο σπίτι, κατέβηκε μέχρι και στο υπόγειο,
αλλά κι εκεί, όλοι έλειπαν. Ώσπου είδε μια τεράστια μηχανή, είχε ένα μόνο
κάθισμα και κάτι μεγάλο που σκέπαζε το κεφάλι σου. Αποφάσισε να καθίσει. Δίπλα
της υπήρχε ένα κουμπί. Όταν το πάτησε ο κόσμος γύρω της άρχισε να τρέμει. Μία
τρύπα άνοιξε στο πάτωμα και η Ελενίτσα χάθηκε μέσα της.
Ταξίδευε για μερικά λεπτά σε ένα πολύχρωμο τούνελ, γεμάτο σύννεφα. Άπλωνε το χέρι της να τα
δοκιμάσει αλλά αυτά εξαφανιζόντουσαν. Ώσπου εξαφανίστηκε το τούνελ και η
μηχανή. Βρέθηκε πάνω σε ένα καταπράσινο
χωράφι. «Πάρε τα βρωμερά πόδια σου από το καταπράσινο χωραφάκι μου». Είπε ένας
λαγός στην Ελενίτσα. Εκείνη ζήτησε συγνώμη και απομακρύνθηκε γρήγορα. Τότε
εμφανίστηκε μία κοπέλα, έμοιαζε να είναι κοντά στην ηλικία της Ελενίτσας, 10
χρονών. Ζήτησε από τον λαγό να μην αποπαίρνει την καλεσμένη τους. Ο λαγός
απομακρύνθηκε με το κεφάλι ψηλά.
Η Ελενίτσα μιλούσε
για ώρες με την Αλίκη, ναι αυτό ήταν το όνομα της. Αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί
που το είχε ξανά ακούσει. Η Αλίκη την ξενάγησε στη χώρα της. Όλα ήταν τόσο
περίεργα εκεί, οι τράπουλες μιλούσαν το ίδιο και οι λαγοί. Ένας λαγός μάλιστα
ήταν και δικαστής. Η Ελενίτσα με μάτια που έλαμπαν κοίταξε την Αλίκη και της
είπε «Είμαστε στη χώρα των θαυμάτων». Η Αλίκη δεν το αρνήθηκε. Της είπε μάλιστα
πως θα μπορούσε να πραγματοποιήσει μία ευχή της. Η Ελενίτσα είπε φωναχτά πως
θέλει να δοκιμάσει τα σύννεφα. Τότε η
Αλίκη έβγαλε ένα μαγικό ραβδί. Τα πόδια της Ελενίτσας δεν ακουμπούσαν πλέον στο
έδαφος, πήγαινε ψηλά, και πιο ψηλά ώσπου έφτασε στα σύννεφα. Άπλωσε το χέρι της
για να τα αγγίξει, η υφή τους έμοιαζε σαν ζαχαρωτό ήταν μαλακά και κολλούσαν
στο χέρι της. Όταν τα δοκίμασε είχαν γεύση ζάχαρης.
Η Ελενίτσα ήταν τόσο χαρούμενη, έκρυψε ένα
κομμάτι σύννεφου στην τσέπη της. Αλλά ξαφνικά άρχισε να πέφτει και να πέφτει,
ώσπου έφτασε στο έδαφος. Η Αλίκη πολεμούσε με έναν κακό αρουραίο. Μία πύλη
άνοιξε στα βάθη του ουρανού, η Ελενίτσα έπρεπε να φύγει αλλά δεν ήθελε. Η Αλίκη
επέμενε. Ο αρουραίος έστρεψε το σκήπτρο του προς την πύλη. Ήταν έτοιμος να την
σπάσει. Η Αλίκη σχεδόν ούρλιαζε στην Ελενίτσα. Δεν θα μπορούσε να γυρίσει στον
κόσμο της αν δεν έμπαινε έγκαιρα στην πύλη. Η Ελενίτσα μπήκε γρήγορα στην πύλη.
Όταν ξύπνησε,
βρισκόταν στον ίδιο καναπέ. Η μαμά και ο παππούς της συζητούσαν στην
τραπεζαρία. Ώστε όλα ήταν ένα όνειρο, αναρωτήθηκε λυπημένα. Η μαμά της όταν
είδε πως ξύπνησε της είπε να σηκωθεί έπρεπε να γυρίσουν στο σπίτι. Η Ελενίτσα
κοίταξε για ακόμα μία φορά το παραμύθι της Αλίκης. Όλα ήταν ένα ψέμα, σκέφτηκε.
Έτσι έβαλε τα χέρια στις τσέπες της. Αισθάνθηκε κάτι απαλό ανάμεσα στα δάχτυλα
της. Έβγαλε έξω αυτό που βρισκόταν στην τσέπη της. Ήταν ένα κομμάτι από
σύννεφο. Ήταν αλήθεια λοιπόν. Είχε δοκιμάσει τα σύννεφα. Χαρούμενη έτρεξε στη μητέρα
της και της το έδειξε. Εκείνη απλώς της είπε πως είναι μαλλί της γριάς. Η
Ελενίτσα σκέφτηκε πόσο χαζοί είναι οι μεγάλοι. Όταν πήγε σπίτι φύλαξε το
σύννεφο μέσα σε ένα κουτί, κάθε βράδυ ονειρευόταν την χώρα των θαυμάτων και μάζευε λίγο ακόμα σύννεφο. Έτσι ποτέ της
δεν ξέχασε αυτή τη μαγική εμπειρία.
Συγγραφέας: Γεωργία Μαρίνου - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου