Αντιπαθούσε
τη δεξιά, δεν την έλεγες όμως και οπωσδήποτε αριστερή. Της άρεσε να κατεβαίνει
στις πορείες και να διαδηλώνει κατά του κεφαλαίου, απεχθανόταν όμως εξίσου τις
παρωπίδες της αριστεράς. Προτιμούσε να
είναι ανένταχτη. Είχε πάντως μια μικρή αδυναμία: Της άρεσε αυτός ο μοναδικός
καφές, που μόνο μια αλυσίδα αμερικανικών συμφερόντων είχε το μονοπώλιο να
σερβίρει! Ε και; Τι έγινε να τον αγόραζε πού και πού; Δεν ήταν δα και προδοσία!
Κατηφορίζοντας
ένα απόγευμα από μια πορεία διαμαρτυρίας, μπήκε στον πειρασμό να κεραστεί έναν
από αυτούς τους θεσπέσιους καφέδες. Περίμενε καρτερικά στην ουρά κι όταν έφθασε
η ώρα της παραγγελίας...
«Το
όνομά σας;», ρώτησε η νεαρή υπάλληλος.
«Ελένη.»
«Έναν
καφέ για την Ελένη!»
Μάλιστα,
άρχισε το φακέλωμα, σκέφθηκε η Ελένη. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν μπόρεσε ούτε την επόμενη
φορά ν’ αντισταθεί στον πειρασμό.
«Έναν
καφέ για την Ελένη!»
Στην
παραλαβή όμως, ο υπάλληλος αναρωτήθηκε:
«Έχω
5 καφέδες για την Ελένη, εσείς ποια Ελένη είστε;»
Και
τότε ακριβώς, συνέλαβε τη μεγαλοφυή ιδέα: Γιατί πρέπει να δίνω το πραγματικό
μου όνομα; Θα διαλέξω ένα άλλο, λιγότερο συνηθισμένο, ένα που μ’ αρέσει… Ας
πούμε Μυρτώ! Ναι, πάντα ήθελα να με λένε Μυρτώ! Με τον τρόπο αυτό,
καθησυχάστηκε και η συνείδηση: Κατά κάποιο τρόπο εξαπατούσε το κεφάλαιο. Ήταν
μια μυστική πράκτορας σε αποστολή και πάει λέγοντας… Από δω και πέρα «Έναν καφέ
για τη Μυρτώ λοιπόν!»
Ερωτεύθηκε
αυτό το παιχνιδάκι. Αύξησε τη συχνότητα με την οποία αγόραζε καφέδες. Άρχισε να
περιποιείται και την εμφάνισή της. Η Μυρτώ έπρεπε να είναι καλοντυμένη! Της
άρεσε να παραγγέλνει καφέ για τη Μυρτώ και όλοι να σκέφτονται: Τι ωραίο όνομα
και τι ωραίο κορίτσι! Στο τέλος, δεν πήγαινε για τον καφέ. Πήγαινε γιατί τη
γοήτευε να είναι η Μυρτώ. Γύρω της η κρίση μαινόταν.
«Μα
είναι δυνατόν! Όλοι να κατεβάζουν τις τιμές και οι βρωμοαμερικάνοι να τις
ανεβάζουν;», απορούσαν οι «σύντροφοι». «Βρε ουστ, που θα ξαναπάρουμε από κει το
οτιδήποτε!»
Και
η Ελένη συμφωνούσε και έκανε εμπάργκο στην αμερικανική επιχείρηση. Η Ελένη, όχι
όμως και η Μυρτώ. Όταν είχε παρέα, απεχθανόταν να πίνει καφέ από κει. Άλλωστε,
δεν θα μπορούσε μπροστά στους άλλους να παραγγείλει ως Μυρτώ. Μόνη της όμως, το
πεδίο ήταν ελεύθερο! Κι έτσι, παρά την οικονομική κρίση, άρχισε να πίνει δυο
καφέδες την ημέρα: Έναν ως Ελένη, με τις φόρμες της και από το καφενείο της
γειτονιάς κι έναν ως Μυρτώ, με τα πολύχρωμα φορέματά της, από τη γνωστή
αμερικάνικη αλυσίδα. Ένα απόγευμα όμως κι ενώ ήταν η σειρά της…
«Έναν
καφέ.», ανήγγειλε η νεαρή υπάλληλος.
«Για
τη Μυρτώ!», συμπλήρωσε η Ελένη.
«Αχ
όχι, το σταματήσαμε πια αυτό το παιχνιδάκι…», είπε ανυποψίαστα η υπάλληλος.
Η
Μυρτώ κατέρρευσε. Η Ελένη ξύπνησε.
«Και
πόσο έχει;», ρώτησε θυμωμένα.
«8,οο
ευρώ.», είπε ευγενικά η υπάλληλος.
«Σα
δε ντρέπεστε λίγο, κλέφτες, 8 ευρώ ένας καφές!», ξέσπασε η Ελένη.
«Μα…»,
ψέλλισε η υπάλληλος
«Άσε
τα μα και ξεμά. Την ώρα που ο λαός σου δεν έχει ν’ αγοράσει ένα καρβέλι ψωμί,
εσείς πουλάτε έναν καφέ 8 ευρώ! Θα έπρεπε να ντρέπεσαι που δουλεύεις εδώ μέσα!
Βγάζεις το ψωμί σου ληστεύοντας τον ελληνικό λαό!» είπε και με μια πομπώδη
κίνηση αποχώρησε από το κατάστημα, αφήνοντας την υπάλληλο σύξυλη. Έξω ήταν σε
εξέλιξη διαδήλωση.
«Φονιάδες
των λαών, Αμερικάνοι!» ούρλιαζε ο μπροστάρης! Η Ελένη τους ακολούθησε . «Φονιάδες
της Μυρτώς, Αμερικάνοι!» ούρλιαζε από μέσα της και η Ελένη.
Συγγραφέας: Ελένη Ρώσσου - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου