
κάνοντας μια στάση εκεί πριν το μεγάλο τους ταξίδι, στριφογύριζαν πάνω από το κεφάλι της για να κουρνιάσουν σαν κοτοπουλάκια στις πουπουλένιες παλάμες της. Με χέρια σαν φτερά γύπα χαιρετούσε τα κουνελάκια που τραγάνιζαν λαχταριστά καρότα, τους τυφλοπόντικες που ανακάτευαν σαν φτυάρια το χώμα, τα μαΐμουδάκια που τίναζαν τις φορτωμένες σαν ομπρέλα μπανανιές και τους ασβούς που γράπωναν σαν τσιμπίδες τα κάστανα από τα σκιουράκια. Σαν αίλουροι σκαρφάλωναν στην κορυφή των δέντρων οι αλεπούδες για να την ράνουν με άνθη φρέζιας και παιονίας. Πόσο γαλήνια και ήρεμα κυλούσε η ζωή στο βασίλειο! Σαν ρηχό ποταμάκι που έγλειφε τα βότσαλα στις όχθες του για να ξεδιψάσουν. Σαν αεράκι που γαργαλούσε με την ελαφρότητα ενός φτερού τα μάγουλα. Σαν αστέρι που διατηρούσε αναμμένη την φλόγα των ανθρώπων για αγάπη.
Η ίδια φλόγα παρέμενε άσβεστη μέσα στην
καρδιά της Χιονάτης για τους επτά νάνους, τους οποίους επισκεπτόταν τακτικά με
την συνοδεία φρουρών του πρίγκιπα. Τα ποδοβολητά όμως και τα χλιμιντρίσματα των
αλόγων τρόμαζαν τα υπόλοιπα ανθρωπάκια της Νανούπολης, που κρύβονταν κάτω από
πέτρες και κλαδιά κοκκοφοίνικα για να
γλιτώσουν. Τα ουρλιαχτά τους, σαν νιαουρίσματα, ίσα που έβγαιναν από τα
μικροσκοπικά στοματάκια τους. Για αυτόν τον λόγο εκείνη αποφάσισε, παρά τις
αντιρρήσεις του πρίγκιπα, να πηγαίνει μόνη της στο καλύβι των νάνων. Δεν είχε
να φοβηθεί άλλωστε τίποτα. Η κακιά μητριά της γκρεμίστηκε σ’ ένα χαντάκι προ
καιρού.
Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα επιστρέφοντας στο
κάστρο ακολούθησε μια πιτσιλωτή
πεταλούδα που πετάριζε παιχνιδιάρικα από λουλούδι σε λουλούδι. Πριν το
συνειδητοποιήσει, βρέθηκε σ’ ένα απομακρυσμένο ξέφωτο, σχεδόν έρημο από ζωή και
πνοή. Μόνο το πληκτικό σύρσιμο των σαλιγκαριών στα ξερά φύλλα αναστάτωνε την
βουβή ατμόσφαιρα. Ακόμα και ο ουρανός είχε αλλιώτικη απόχρωση. Η Χιονάτη, με
τον φόβο να της λυγίζει τα πόδια και να της θολώνει τον νου, δεν ήξερε τι να
κάνει, ούτε θυμόταν το μονοπάτι για να γυρίσει πίσω. Κάθισε σε μια κοτρόνα με
σκυμμένο το κεφάλι. Πώς θα έφευγε από εκεί; Ο πρίγκιπας θα ανησυχούσε, ίσως και
να έστελνε την φρουρά του για να την βρει. Αυτή η σκέψη την καθησύχασε προς
στιγμή. Σηκώθηκε με θάρρος να προσανατολιστεί. Στρέφοντας το κεφάλι της σαν
περισκόπιο, η Χιονάτη αντιλήφθηκε με την άκρη του ματιού της κάτι να γυαλίζει.
Αρχικά δεν έδωσε σημασία. Περίμενε στο ίδιο σημείο μήπως κάποιος φανεί. Στη
συνέχεια όμως η περιέργειά της φούντωσε
σαν σπίρτο νικώντας την αδιαφορία της. Πλησίασε κοντά. Ήταν ένα κομμάτι
λαξευτού καθρέφτη. Το έπιασε με προσοχή και το επεξεργάστηκε. «Κρίμα που
έσπασε» αναφώνησε εκείνη. «Αν ήταν ολόκληρος, θα τον κουβαλούσα στο κάστρο»
συνέχισε. Και τότε έγινε το κακό. Με την κλίση του καθρέφτη στα χέρια της και
την αντανάκλαση του ήλιου χαμηλά στο δυτικότερο σημείο του ορίζοντα, ρίγος
παγερό διαπέρασε το σώμα της. Έμεινε ακίνητη και αδύναμη να αντιδράσει. Η ανάσα
της κόπηκε για δευτερόλεπτα. Η όψη της απέκτησε περίεργη μορφή. Έπειτα τίναξε
τα μαλλιά της σαν να είχαν σκόνη, τέντωσε τα πόδια, ίσιωσε το φόρεμα και
ξεκίνησε για την επιστροφή με πυξίδα τον καθρέφτη ανάμεσα στα δάχτυλά της σαν
θησαυρό.

Πίσω στο κάστρο ο πρίγκιπας ανακουφισμένος
και χαρούμενος, δεν παρατήρησε διαφορά στη συμπεριφορά της. Το χάραμα όμως,
λίγο πριν ξεπροβάλλει στον ουρανό η πρώτη ακτίνα φωτός, η Χιονάτη κατάστρωνε
ήδη τα κακόβουλα σχέδια της. Ένα κοράκι με κομμένη ουρά και ράμφος σαν κοντάρι
φώλιασε έξω από το παράθυρό της. Εκείνη του έγνεψε συγκαταβατικά. Όλα θα
γίνονταν στην ώρα τους με υπομονή και μεθοδικότητα.
Για καιρό η Χιονάτη δεν απομακρύνθηκε από το
κάστρο, ούτε για να μαζέψει από τον κήπο τις αγαπημένες της βουκαμβίλιες, ούτε
για να σιγοτραγουδήσει στις μελωδίες της γαλαζοπαπαδίτσας και του σπίνου. Η
διάθεσή της άλλαξε, έγινε απότομη και σκληρή με όλους, τα μάτια της
σκοτείνιασαν, σαν κάποιος ή κάτι να ρούφηξε την φλόγα από μέσα τους. Η καρδιά
της, σαν πέτρα, στέρεψε από συναισθήματα και η μαύρη ψυχή της κατάπιε μονομιάς
την γαλήνη και την αγνότητα. Σταμάτησε να αφήνει ψίχουλα στο περβάζι για τα
σπουργίτια, κάστανα και σιτάρι για τα σκιουράκια, καλαμπόκι για τις κότες και
τυρί για τα ποντικάκια. Σταμάτησε να απλώνει τα χέρια της στον ουρανό για να
αγγίξει τα αφράτα σαν καρβέλια σύννεφα και να ονομάζει τους αστερισμούς το
βράδυ. Στον ήλιο δεν χαμογελούσε πια και αποζητούσε μόνο το σκοτάδι και το
κοράκι για συντροφιά. Ό,τι πριν γέμιζε την ζωή της, εκείνη τη στιγμή της
προκαλούσε ανία και αποστροφή.


Η μεγάλη στιγμή που περίμενε η Χιονάτη
επιτέλους έφτασε. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης από τα σωθικά της, έδωσε το
σύνθημα για την τελευταία πράξη του σχεδίου. Πλησίασε γρήγορα τον πρίγκιπα, που
προσπάθησε να την αντικρούσει. Δεν την αναγνώριζε πλέον, ήταν μια μάγισσα, ήταν
η κακιά μητριά της. Τον ανάγκασε να φάει το δηλητηριασμένο μήλο, από το οποίο
έσωσε τότε την Χιονάτη. Η πράξη του αυτή δεν έπρεπε να μείνει ατιμώρητη. Το
δηλητήριο έδρασε άμεσα. Ο πρίγκιπας σωριάστηκε αβοήθητος. Στα μάτια του είχε
την εικόνα της Χιονάτης, με την ομορφιά και την αγνότητα που εξέπεμπε μέσα από
το γυάλινο φέρετρο. Η ζωή του τελείωσε. Η γη άνοιξε καταπίνοντας μέσα της το
βασίλειο. Δεν έμεινε τίποτα να το θυμίζει. Ερημιά παντού.

Συγγραφέας: Εύη Μαραγκουδάκη - φοιτήτρια Tabula
Rasa
Μπρρρ, Εύη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣκοτεινό και υπέροχο!