Μαυροφορεμένη η 20χρόνη Ευγενία
άνοιξε την πόρτα του πατρικού της σπιτιού. Είχαν περάσει σαράντα μέρες από το
θάνατο της μητέρας της και η Ευγενία πήγε στο πατρικό για να πραγματοποιήσει
την τελευταία επιθυμία της μάνας της.
«Μόνο όταν πεθάνω κόρη μου θα μάθεις όλη
την αλήθεια. Μόνο τότε θα διαβάσεις το γράμμα μου. Μου το υπόσχεσαι;» έλεγε
συνέχεια στη Ευγενία.
H στιγμή της αλήθειας είχε
φτάσει. Η Ευγενία βρισκόταν μέσα στο
σπίτι και έψαχνε να βρει αυτό το γράμμα. Ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με την μητέρα
της. Την μισούσε από τότε που χώρισε με τον πατέρα της, όταν εκείνη ήταν 10
χρονών.
Όταν ενηλικιώθηκε η Ευγενία έφυγε από το σπίτι
της μητέρας της και πήγε να μείνει μαζί
με τον πατέρα της. Τα τελευταία δύο
χρόνια δεν είχε μιλήσει καθόλου με την μητέρα της, ούτε είχε συναντηθεί μαζί
της. Της είχε στερήσει τόσα χρόνια την παρουσία του πατέρα της, χωρίς κάποιο
λόγο. Έτσι τουλάχιστον πίστευε.
Πήγε όμως στη κηδεία της και
αποφάσισε να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία της. Ήθελε να μάθει τι έλεγε
αυτό το γράμμα και γιατί ήταν τόσο σημαντικό για την μητέρα της, την Χριστίνα.
Βρήκε το γράμμα κρυμμένο σε ένα παλιό μπαούλο. Το άνοιξε αμέσως και το διάβασε
δυνατά:
«Κορούλα μου,
Για να διαβάζεις αυτό το γράμμα
σημαίνει πως εγώ έχω φύγει από την ζωή.
Χαίρομαι που εκπληρώνεις την τελευταία μου επιθυμία, γιατί έτσι θα
μάθεις όλη την αλήθεια. Μία αλήθεια που δεν τόλμησα ποτέ να σου πω εγώ.
Με μίσησες από τότε που χώρισα
από τον πατέρα σου. Ήσουν παιδί, δεν μπορούσες να καταλάβεις τον πραγματικό
λόγο που χωρίσαμε. Αγαπούσες πολύ τον πατέρα σου και εγώ ήμουν η «κακιά» που
στον στέρησα. Άφησα πίσω μου αυτό το γράμμα για να καταλάβεις μεγαλώνοντας, το
λόγο του χωρισμού και για να γνωρίσεις την άλλη πλευρά του πατέρα σου, όσο
σκληρό και αν είναι αυτό.
Χώρισα τον πατέρα σου, Ευγενία,
όταν έμαθα πως ήταν ο βιαστής μου. Ήμουν 22 χρονών και επέστρεφα από ένα πάρτι.
Τότε συνέβη το κακό. Μου επιτέθηκε κάποιος που φορούσε κουκούλα. Με έσυρε σε
μία οικοδομή. Σαν άγριο και πεινασμένο ζώο όρμησε πάνω μου. Μόλις τέλειωσε την
αποτρόπαια του πράξη, έφυγε τρέχοντας.
Δύο μήνες αργότερα, έμαθα πως
ήμουν έγκυος. Κυοφορούσα το παιδί του βιαστή μου. Δεν ήθελα να κάνω άμβλωση,
δεν ήθελα να σκοτώσω το μωρό. Εσύ δεν έφταιγες σε τίποτα. Αποφάσισα να συνεχίσω
την κύηση και τότε ήταν που γνώρισα τον Βασίλη. Τον πατέρα σου. Αγαπηθήκαμε
πολύ. Του μίλησα για τον βιασμό και για την εγκυμοσύνη μου. Δεν ήθελε να με
αφήσει. Μου πρότεινε να παντρευτούμε και να αναγνωρίσει το παιδί ως δικό του.
Παντρευτήκαμε με συνοπτικές
διαδικασίες και μετά από κάποιους μήνες, γεννήθηκες εσύ. Η ζωή και των τριών
κυλούσε πολύ όμορφα και ήρεμα. Ο Βασίλης έδειχνε πως με αγαπούσε πραγματικά και
εσύ είχες δίπλα σου ένα καλό πατέρα.
Θυμάσαι μία εργασία στη
Βιολογία όπου έπρεπε να γράψετε τι ομάδα αίματος έχετε; Τότε, έκανες εξετάσεις αίματος και είχες 0 Rezous αρνητικό, την ίδια ομάδα
με τον πατέρα σου. Τον βιαστή μου δηλαδή. Νόμιζα πως είχε γίνει κάποιο λάθος.
Το ήλπιζα τουλάχιστον. Θέλησα να ξαναγίνουν οι εξετάσεις, μα ο Βασίλης με
απέτρεψε.
Είχε προετοιμαστεί για να μου
πει όλη την αλήθεια. Αυτός ήταν που με είχε βιάσει. Εκείνη την μέρα, δεν ήξερε
τι είχε πάθει. Ένοιωθε τόσο θυμωμένος που ήθελε να κάνει κακό σε κάποιον. Εγώ
ήμουν το θύμα του. Μόνο όταν τελείωσε την πράξη του κατάλαβε το μεγάλο κακό που
είχε κάνει.
Στη συνέχεια με παρακολουθούσε
συχνά για να μου ζητήσει συγγνώμη. Με τον καιρό με ερωτεύτηκε και άρχισε να μου
μιλά. Νόμιζε πως αν με παντρευόταν θα μπορούσα να τον συγχωρήσω ευκολότερα. Μα
έκανε λάθος. Πώς μπορούσα να συγχωρήσω τον βιαστή μου; Πώς θα μπορούσα να μείνω
δίπλα του, όταν γνώριζα όλα αυτά; Με
τρέλαινε η ιδέα πως με αγκάλιαζε, πως με φιλούσε όλα αυτά τα χρόνια και εγώ δεν
είχα καταλάβει τίποτα.
Έπρεπε να χωρίσω, να ξεφύγω από
αυτόν τον άντρα όσο πιο σύντομα γινόταν. Συγχώρεσε με καρδούλα μου, που δεν
σκέφτηκα εσένα και το κακό που θα σου έκανα, στερώντας από την ζωή σου, τον
πατέρα σου. Σαν παιδί, δεν κατάλαβες ποτέ την απόφαση μου για αυτό τον χωρισμό.
Εύχομαι όμως να με καταλάβεις τώρα που μεγάλωσες και ας μη υπάρχω πια στη ζωή.
Σε αγαπάω πολύ.
Να προσέχεις.»
Το γράμμα έπεσε από τα χέρια της Χριστίνας.
Δεν μπορούσε να πιστέψει όσα είχε μόλις διαβάσει.
Συγγραφέας: Μαίρη Κάντα - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου