Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

"Το κορίτσι που δεν μπορούσε να πετάξει" της Γεωργίας Μαρίνου


Κόκκινος Πλανήτης - έτος 20.000

     Κάθε μέρα κυλούσε ομαλά για τη Λούση. Πήγαινε στο σχολείο με το ιπτάμενο πατίνι της, έτρωγε το πρωινό της φυλακισμένο σε καραμέλες και φορούσε την ειδική στολή της για να μην την κάψει ο ήλιος. Έτσι περνούσαν οι μέρες για εκείνη, ώσπου έγινε 17. Οι γονείς της, την ενημέρωσαν πως ήρθε ο καιρός να ωριμάσει και να κάνει την πρώτη της απόπειρα να πετάξει. Αυτός ήταν και ο χειρότερος εφιάλτης της… Συνεχώς έβλεπε όνειρα πως προσπαθούσε να πετάξει έφτανε ψηλά και μετά…
έπεφτε κι έπεφτε, ώσπου ξύπναγε την πιο κρίσιμη στιγμή, λίγο πριν αγγίξει το έδαφος.

     Στον νέο τους πλανήτη, αυτό ήταν ένα έθιμο. Όταν τα παιδιά ολοκλήρωναν το 17ο έτος της ηλικίας τους, έπρεπε να πετάξουν με τη σκέψη τους. Αυτό ήταν και το όνειρο κάθε νέου. Η Λούση έκρυβε όμως ένα μυστικό, δεν μπορούσε να το κάνει αυτό γιατί δεν χρησιμοποιούσε το 50% του εγκεφάλου της κι έτσι δεν ήταν τόσο έξυπνη όσο οι άλλοι. Πολλές φορές ένιωθε πως δεν άνηκε πραγματικά σε αυτό τον πλανήτη. Τι θα γινόταν όμως αν έλεγε την αλήθεια σε όλους; Ίσως και να την εξόριζαν σε κάποιο μακρινό πλανήτη ή ακόμα χειρότερα στη γη. Όχι αυτό θα ήταν απαίσιο, όλα είχαν καταστραφεί εκεί πέρα πως θα μπορούσε να ζήσει σε αυτό το μέρος;

     Η Λούση είχε ακόμα περιθώριο μια εβδομάδα για να εξασκηθεί. Τις περισσότερες ώρες της μέρας ήταν κλεισμένη στο δωμάτιο της προσπαθώντας να πετάξει. Δεν τα κατάφερνε. Απελπισμένη τυλίχτηκε στα πλαστικά σκεπάσματα της κι άρχισε να κλαίει. Τα δάκρυα της έκαιγαν το πλαστικό κι έτσι αναγκάστηκε να σταματήσει.

     Ξαφνικά, κάποιος μπήκε μέσα από τον τοίχο του δωματίου της, ήταν ο καθηγητής της, ο Δόκτωρ Σαμ. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που ήξερε το μυστικό της. Κάθισε δίπλα της, πρόσεξε την τρύπια πλαστική κουβέρτα της. Κατάλαβε αμέσως τον λόγο για τον οποίο έκλαιγε η Λούση. Προσπάθησε να την παρηγορήσει λέγοντας της πως θα έβρισκε μία λύση.

     Η εβδομάδα κύλησε πολύ γρήγορα και η Λούση απελπιζόταν όλο και πιο πολύ, δεν είχε κανένα νέο από τον Δόκτωρ Σαμ. Έπρεπε για ακόμα μία μέρα να πάει στο σχολείο. Καθώς περπατούσε κάποιος την τράβηξε από το μανίκι και την έσυρε στον πίσω θάμνο. Τα τρομαγμένα μάτια της Λούση αντίκρισαν τον καθηγητή της.

«Βρήκα τη λύση», της ψιθύρισε.

     Λίγο μετά βρίσκονταν στο σπίτι της, -ευτυχώς οι γονείς της έλειπαν στις δουλειές τους- . Ο Δόκτωρ Σαμ της είπε πως για να καταφέρει να πετάξει με τη σκέψη της, θα έπρεπε να θυσιάσει κάποιον άλλον άνθρωπο ώστε να μπορέσει να πάρει τις δυνάμεις του. Η Λούση τον κοιτούσε τρομαγμένη δεν μπορούσε να σκοτώσει. Δεν ήταν ικανή για κάτι τέτοιο. Ο Δόκτωρ Σαμ όμως δεν σταμάτησε εκεί της είπε πως το DNA της με τον άλλον άνθρωπο έπρεπε να ταιριάζει. Έτσι έπρεπε να σκοτώσει κάποιον συγγενή της. Η Λούση αρνήθηκε ουρλιάζοντας στο πρόσωπο του καθηγητή της. Έτρεξε έξω μέχρι να φτάσει στην πλατεία. Τους κάλεσε όλους με τη σκέψη της. Όλοι ήταν μαζεμένοι γύρω της και περίμεναν να ακούσουν τι ήθελε να τους πει.

     Η Λούση τους είπε την αλήθεια, πως δεν μπορεί να πετάξει με τη σκέψη της, δεν μπορεί να δημιουργήσει εικόνες με το μυαλό της, επομένως δεν χρησιμοποιεί και το 50% του εγκεφάλου της. Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια όλοι οπισθοχώρησαν. Οι γονείς της έδειχναν τόσο απογοητευμένοι. Ο Δόκτωρ Σαμ βρέθηκε στο πλευρό της και ανακοίνωσε σε όλους, πως η Λούση είχε την ευκαιρία να αποκτήσει τα χαρίσματα που είχαν όλοι οι άλλοι, αλλά για να το κάνει αυτό, έπρεπε να σκοτώσει κάποιον συγγενή της κι εκείνη αρνήθηκε.

     Λίγο καιρό μετά, ο κόσμος ήταν πρόθυμος να βοηθήσει τη Λούση να βρει για ποιον σκοπό γεννήθηκε. Σιγά, σιγά ανακάλυψε τα αληθινά της χαρίσματα. Κατάφερε να γίνει μία καλή επιστήμονας και άρχισε να ταξιδεύει στους διπλανούς πλανήτες για να βρει τρόπους να τους προστατέψει. Ο επόμενος προορισμός της, ήταν η Γη… 

Συγγραφέας: Γεωργία Μαρίνου - φοιτήτρια Tabula Rasa 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου