«Πόσο όμορφα είναι τα παραμύθια. Πόσο θα
ήθελα να ζούσα μέσα σε αυτά, χωρίς να
επέστρεφα ποτέ στη πραγματικότητα» σκέφτηκε η μικρή Ροζαλία τελειώνοντας το
διάβασμα ενός ακόμα παραμυθιού. Η Ροζαλία, ζούσε μαζί με το αλκοολικό πατέρα
της από τότε που πέθανε η μητέρα της. Ο πατέρας της, ο Στράτος, όταν μεθούσε
γινόταν βίαιος και ξεσπούσε στη μικρή του κόρη.
Εκείνο
το βράδυ η Ροζαλία...
ξεχάστηκε με το παραμύθι που διάβαζε και άργησε να κοιμηθεί. Όταν επέστρεψε ο Στράτος στο σπίτι θύμωσε που είδε την μικρή Ροζαλία ξύπνια. «Ακόμα ξύπνια είσαι; Τώρα θα δεις τι θα πάθεις» φώναξε ο Στράτος και της έδωσε ένα πολύ δυνατό χαστούκι. Η μικρή Ροζαλία λιποθύμησε από το πόνο και έπεσε στο πάτωμα.
ξεχάστηκε με το παραμύθι που διάβαζε και άργησε να κοιμηθεί. Όταν επέστρεψε ο Στράτος στο σπίτι θύμωσε που είδε την μικρή Ροζαλία ξύπνια. «Ακόμα ξύπνια είσαι; Τώρα θα δεις τι θα πάθεις» φώναξε ο Στράτος και της έδωσε ένα πολύ δυνατό χαστούκι. Η μικρή Ροζαλία λιποθύμησε από το πόνο και έπεσε στο πάτωμα.
Όταν άνοιξε ξανά τα μάτια της η Ροζαλία
δεν βρίσκονταν πια στο σπίτι της. Σηκώθηκε όρθια για να παρατηρήσει καλύτερα το
μέρος όπου βρισκόταν και δεν πίστευε στα μάτια της. Ήταν ένα καταπράσινο λιβάδι
με πανέμορφα λουλούδια. Μικρές νεράιδες πετούσαν στο αέρα και τραγουδούσαν, μία
παρέα ξωτικών συζητούσε με μία παρέα από μικροσκοπικά μπλε ανθρωπάκια και γελούσε,
ενώ χρωματιστές τεράστιες πεταλούδες μετέφεραν διάφορα βάζα από το ένα λουλούδι
στο άλλο. Υπήρχε επίσης μία λίμνη με ροζ κύκνους.
Προτού να προλάβει να πει κάτι η Ροζαλία
εμφανίστηκε μπροστά της μία πολύ όμορφη γυναίκα. Φορούσε γαλάζια ρούχα, ένα
στέμμα στα μαλλιά και είχε πολύχρωμα φτερά. Κρατούσε στα χέρια της ένα γαλάζιο
ραβδάκι.
«Εσύ πρέπει να είσαι η Ροζαλία έτσι; Μη με φοβάσαι. Με λένε
Θαλασσινή και μαζί θα κάνουμε ένα μικρό ταξίδι.»
«Πού βρίσκομαι; Γιατί
δεν είμαι στο σπίτι μου;»
«Βρίσκεσαι στο κόσμο των παραμυθιών. Ακολούθησε με και σου
υπόσχομαι πως αυτό το ταξίδι θα σου μείνει αξέχαστο.»
Η μικρή Ροζαλία
αποφάσισε να ακολουθήσει την Θαλασσινή. Με μία κίνηση του ραβδιού της
Θαλασσινής, μεταφέρθηκαν και οι δύο σε ένα διαφορετικό μέρος. Η Ροζαλία κοίταξε
γύρω της. Βρισκόντουσαν σε ένα σπίτι φτιαγμένο από διαφόρων ειδών γλυκά. Εκεί,
μία γριά μάγισσα κρατούσε φυλακισμένα
ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι και έβαζε ξύλα σε ένα μεγάλο φούρνο.
«Σε λίγο θα σας φάω», είπε η κακιά μάγισσα, όταν πλησίασε τα
δύο φυλακισμένα παιδιά.
Η Ροζαλία τρόμαξε
και κρύφτηκε πίσω από την Θαλασσινή.
«Μη φοβάσαι. Δεν μας βλέπει εμάς» την καθησύχασε.
Λίγο
αργότερα, η γριά απελευθέρωσε τα δύο
παιδιά για να τα βάλει στο φούρνο. Όμως, το κοριτσάκι λίγο πριν μπει στο φούρνο,
μπόρεσε να ξεφύγει από την κακιά μάγισσα και την χτύπησε με ένα σκουπόξυλο.
Απελευθέρωσε και το αγοράκι και λίγο πριν να συνέλθει η μάγισσα, τα δύο παιδιά την
έβαλαν στο φούρνο.
Μόλις η
κακιά μάγισσα μπήκε στο φούρνο, η Ροζαλία και η Θαλασσινή εξαφανίστηκαν από το
ζαχαρένιο αυτό σπίτι. Βρέθηκαν σε ένα άλλο μικρό σπίτι στο δάσος. Εκεί, ένας
λύκος κυνηγούσε να φάει ένα μικρό κοριτσάκι που φορούσε κόκκινα ρούχα.
«Αυτή είναι η Κοκκινοσκουφίτσα;», ρώτησε η Ροζαλία αλλά προτού να λάβει κάποια
απάντηση, ο κακός λύκος άνοιξε το στόμα του και στη στιγμή έφαγε το κοριτσάκι.
Η Ροζαλία έκλεισε
τα μάτια της και όταν τα άνοιξε ξανά, είδε στο σπίτι ένα κυνηγό να ανοίγει με
ένα μαχαίρι την κοιλιά του λύκου και να απελευθερώνει τη Κοκκινοσκουφίτσα. Δεν
πρόλαβε να χαρεί με αυτή την εξέλιξη γιατί μεταφέρθηκαν αμέσως σε ένα
διαφορετικό τόπο.
Η Θαλασσινή και η
Ροζαλία βρέθηκαν σε ένα τεράστιο δωμάτιο. Σε όλο το δωμάτιο υπήρχαν διαμάντια
και διάφορα κοσμήματα. Οι κουρτίνες και τα χαλιά ήταν φτιαγμένα από χρυσό. Στη
μέση του δωματίου υπήρχε ένα μεγάλο χρυσό κρεβάτι όπου κοιμόταν μία πανέμορφη
γυναίκα.
«Ποια είναι αυτή;», ρώτησε η μικρή Ροζαλία.
«Είναι η Ωραία Κοιμωμένη. Μία μάγισσα την καταράστηκε να
κοιμάται μέχρι την στιγμή που θα εμφανιστεί ο πρίγκιπας της για να την ξυπνήσει
με ένα φιλί του.»
«Γιατί δεν έχει έρθει ακόμα;»
«Τον έχει φυλακίσει η
μάγισσα στο δικό της βασίλειο.»
«Και τι θα γίνει τώρα; Θα κοιμάται αιώνια;»
«Περίμενε λίγο και θα δεις.»
Προτού να
ολοκληρώσει την απάντηση της, η Θαλασσινή εμφανίστηκε ο πρίγκιπας της Ωραίας
Κοιμωμένης. Τη φίλησε και εκείνη ξύπνησε. Χάρηκε τόσο που είδε το πρίγκιπα της.
« Κάπου εδώ Ροζαλία το ταξίδι μας στο κόσμο των παραμυθιών
έφτασε στο τέλος του» είπε η Θαλασσινή.»
«Γιατί κάναμε αυτό το ταξίδι;»
«Για να δεις πως σε όλα τα παραμύθια, μικρή μου, δεν υπάρχει
μόνο το καλό. Υπάρχει και το κακό. Δίπλα σε νεράιδες, ξωτικά, πρίγκιπες και
πριγκίπισσες υπάρχουν οι κακές μάγισσες και οι δράκοι.»
«Ότι δηλαδή γίνεται και στο πραγματικό κόσμο.»
«Ακριβώς μικρή μου. Θέλει θάρρος και πίστη για να νικήσεις το
κακό. Όμως, στο τέλος πάντα κερδίζει το καλό, να το θυμάσαι. Να είσαι θαρραλέα τώρα που θα επιστρέψεις στο
σπίτι.»
«Στο τέλος κερδίζει πάντα το καλό», επανέλαβε η Ροζαλία και
κουρασμένη από το ταξίδι αυτό αποκοιμήθηκε.
Ξύπνησε στα χέρια
του πατέρα της. Ήταν μετανοιωμένος που την
χαστούκισε και της ζήτησε συγγνώμη. Η λιποθυμία του κοριτσιού άλλαξε τη
συμπεριφορά του Στράτου.
Το γεγονός αυτό
έκανε το Στράτο να σταματήσει για πάντα
να πίνει. Έτσι, νηφάλιος πια έπαψε να κακομεταχειρίζεται τη Ροζαλία και έζησαν
και οι δύο πολύ ευτυχισμένοι.
Συγγραφέας: Μαίρη Κάντα - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου