Η μεγάλη μέρα της έναρξης των
αρματοδρομιών στο Circus Maximus,
όπου οι γνωστότεροι και πιο ρωμαλέοι μονομάχοι υπόσχονταν θέαμα ανυπέρβλητης
αισθητικής και ψυχαγωγίας, επιτέλους έφτασε. Πατρίκιοι, πληβείοι και ευγενείς
περίμεναν καρτερικά την στιγμή που ο αυτοκράτορας Νέρων θα έδινε το σύνθημα υπό
τις επευφημίες του διψασμένου για δράση και αίμα κοινού. Όλοι εκτός από τον...
Γαΐο Σέργιο, που κατευθύνθηκε απρόθυμα προς τα εκεί με το άρμα του. Καθυστέρησε
στο δρόμο και λίγο έλειψε να μην φτάσει στην ώρα του. Δικαιολογία έψαχνε
άλλωστε. Όμως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Το ήξερε καλά. Έπρεπε να
παρευρεθεί, το επέβαλε η κοινωνική του θέση. Με μάτια πρησμένα από αϋπνία και
κούραση ανέβηκε στο υψηλότερο σημείο, στο κρατημένο για εκείνον μέρος. Εκεί
τουλάχιστον θα προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τις σκόρπιες και στενάχωρες
σκέψεις, που του τριβέλιζαν το μυαλό εδώ και καιρό. Δίχως να το
συνειδητοποιήσει, κατέληξε έρμαιο και κατάδικός τους, αδυνατώντας να αποτινάξει
από πάνω του τα δεσμά. Η ζωή του, ένας ζωντανός εφιάλτης τον ακολουθούσε
παντού. Πιστά και αδιάλειπτα σαν σκιά, σαν θηρίο που μεγάλωνε μέρα με την μέρα
τρεφόμενο από τις σάρκες και το αίμα του. Πουθενά δεν έβρισκε ηρεμία και
γαλήνη. Κάποιες στιγμές απελπιζόταν τόσο, που δεν πίστευε ότι θα ησύχαζε ποτέ.
Γιατί; Γιατί σε εμένα, αναρωτιόταν με θλίψη. Απάντηση όμως δεν έβρισκε.
Δυστυχώς. Οι μέρες που περνούσαν βάραιναν περισσότερο την ύπαρξή του. Πουθενά
δεν υπήρχε διέξοδος. Ακόμα και το απαλό θρόισμα των φύλλων του προκαλούσε
αναστάτωση και ταραχή. Ίσως εκεί κλείνοντας ερμητικά τα αυτιά του στις ιαχές
και τους ξέφρενους πανηγυρισμούς και αδιαφορώντας για το θέαμα, να έδινε την
σωτήρια λύση στα βάσανα του. Ίσως.
Δεν ήταν όμως πάντα έτσι ο Γαΐος. Όχι, δεν
ήταν. Από μικρός εξασκούνταν σε πολλά αθλήματα, μεταξύ των οποίων η ξιφασκία
και η πυγμαχία, διοχετεύοντας κατά αυτόν τον τρόπο την περίσσια ενέργεια και
όρεξη του για ζωή. Διακρινόταν για την ευλυγισία, την ορθή στάση του σώματος και
την ευθυκρισία του για το σωστό χτύπημα την κατάλληλη στιγμή. Μετέπειτα
χαμογελαστός, ξέγνοιαστος και ευδιάθετος συνήθιζε να τριγυρίζει στα λουτρά,
στις βιβλιοθήκες και στις αγορές, όπου συναναστρεφόταν άτομα της δικής του
κοινωνικής τάξης και καταγωγής.
Τα πράγματα όμως άλλαξαν ραγδαία, όταν
έφτασε σε ηλικία γάμου και ο πατέρας του επέλεξε μια νύφη, που ο ίδιος δεν
επιθυμούσε. Γνώριζε καλά ότι ο γάμος για τις ανώτερες τάξεις αποτελούσε
περισσότερο οικονομική και πολιτική συμμαχία, παρά ρομαντική συσχέτιση. Εντούτοις
δεν άντεχε να μην εκφράσει έντονες αντιρρήσεις και διαμαρτυρίες στον πατέρα του
για την επιλογή. Εκείνος φυσικά ως πάτερ φαμίλιας δεν σήκωνε κουβέντα. Ήταν η
κεφαλή του σπιτιού και δεν ανεχόταν αμφισβήτηση από κανέναν, ιδίως από τον
πρωτότοκο γιο του. Αμείλικτος λοιπόν και σταθερός στην απόφαση του, κανόνιζε με
σύνεση τις λεπτομέρειες του γάμου. Ο
Γαΐος, ερωτευμένος με την Ρέα, μια κοπέλα από την τάξη των πληβείων,
μάταια προσπαθούσε να του αλλάξει γνώμη, να τον κάνει να δει μέσα από τα δικά
του μάτια. Όλες οι προσπάθειες του έπεσαν στο κενό. Κανένα φως στον ορίζοντα
δεν διακρινόταν για τον Γαΐο. Ενδόμυχα
βέβαια δεν έλπιζε σε κάτι άλλο, κάτι που θα μπορούσε να ανατρέψει την
κατάσταση. Τα ζάρια του έφεραν ασόδυο, η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη. Ως
ελεύθερο όμως και ασυγκράτητο πνεύμα δεν βαστούσε να σέρνει για πολύ τις
αλυσίδες της σκλαβιάς του. Ήταν αβάσταχτα βαριές, τόσο που αδυνατούσε να
κουνηθεί, να κάνει βήμα. Παρέλυε ολόκληρος μόνο με την αίσθηση ότι τον τραβάνε
προς τα τάρταρα του θανάτου. Στο σημείο εκείνο που δεν υπάρχει επιστροφή, στο
σημείο μηδέν της ζωής του.
Ο γάμος έγινε αρχές Ιουνίου με όλες τις
αρμόζουσες τιμές και εκδηλώσεις. Ο Γαΐος έσφιξε τα δόντια, όρθωσε το ανάστημα
του και φόρεσε ένα ψεύτικο χαμόγελο ευτυχίας για να μην φανεί η απογοήτευσή του.
Αλλά δεν ήταν τόσο καλός ηθοποιός, ώστε να κρύψει το ζεστό δάκρυ που έκαψε το
πρόσωπό του, την στιγμή που απάγγειλε στο γάμο τον λόγο επικύρωσής του « Ubi tu Gaius, ego Gaia». Δεν ήξερε πώς θα
κατάφερνε με μαεστρία να παραπλανεί τους άλλους. Θα ζοριζόταν πολύ για αυτό.
Σίγουρα όμως δεν θα ξεγελούσε τον εαυτό του. Ο πατέρας του ικανοποιημένος ότι
έπραξε το καθήκον του, συνέχισε να κρατά γερά τα ηνία της οικογένειας. Αυτή από
την οποία προσπαθούσε να απαγκιστρωθεί σαν δαιμονισμένος ο Γαΐος.
Με την πάροδο του χρόνου ένιωθε την ζωή του
σαν θηλιά σφιχτή γύρω από τον λαιμό του, έτοιμη να του προκαλέσει ασφυξία. Το
μυαλό του γύρισε, δεν σκεφτόταν καθαρά, η παραζάλη τον έκανε να παραπατάει.
Παραμιλούσε. Μια θολούρα σαν πυκνή ομίχλη κάλυψε τις σκέψεις του. Δεν ήταν πια
ο ίδιος. Όλοι το έβλεπαν αυτό, όμως κανείς δεν μιλούσε. Η συμπεριφορά του
άλλαξε προς το χειρότερο, έγινε απότομος και σκληρός απέναντι στους άλλους,
παραμελούσε την σύζυγό του, σε σημείο να κοιμούνται σε ξεχωριστά δωμάτια.
Απέφευγε να την δει για μέρες. Κάποιες στιγμές ξεχνούσε και την ύπαρξη της,
πόσο μάλλον το όνομα της. Έπινε και γύριζε μεθυσμένος το χάραμα και ξανά το
επόμενο βράδυ συνέχιζε με μεγαλύτερη όρεξη το ποτό, μέχρι να πέσει λιώμα κάτω.
Μέχρι να νεκρωθεί το μυαλό και οι αισθήσεις του. Συμμετείχε σε όργια και σε
κάθε είδους κραιπάλες, αδιαφορώντας για τις συνέπειες και την άτεγκτη
συμπεριφορά του πατέρα του. Παρά τις απειλές κα τους εκφοβισμούς του, εκείνος
συνέχισε την ακόλαστη ζωή, μόνο και μόνο για να ξεχνάει την δυστυχία του, να ξεφύγει από την μιζέρια
του. Αυτό επεδίωκε άλλωστε. Ο εαυτός του όμως ήταν εκεί, αμείλικτος
δικαστής με το σφυράκι να την υπενθυμίζει
και να τον καταδικάζει ερήμην σε ισόβια δεσμά.
Τις στιγμές που ήταν νηφάλιος, μια και
μοναδική σκέψη παρέμενε καρφωμένη στο μυαλό του, η εξόντωση του δυνάστη πατέρα
του. Το μίσος του για αυτόν διογκώθηκε σε τέτοιο βαθμό, που θεωρούσε ότι αυτή
ήταν η καλύτερη και πιο αποτελεσματική λύση στο πρόβλημα του. Κλωθογύριζε κάθε
πιθανό σενάριο στο κεφάλι του για να βρει το σχέδιο με το μικρότερο ποσοστό
αποτυχίας. Δεν ήταν εύκολη, ούτε απλή υπόθεση γιατί πάνω απ’ όλα δεν ήταν
δολοφόνος. Και κυρίως δεν ήταν πατροκτόνος. Καταπιεσμένος και υποταγμένος στις
αποφάσεις του ήταν. Σε αυτές που δεν του άφηναν χώρο και περιθώρια να
αναπνεύσει ως ζωντανός οργανισμός, να χαρεί. Και αυτό δεν το υπέμενε άλλο, δεν
μπορούσε να το σηκώσει πλέον ο σβέρκος του. Δεν μπορούσε να το ανεχτεί άλλο η
καμπούρα του.
Μετά από σωρεία σκέψεων, αποφάσεων και
αλλαγών σχεδίων κατέληξε στο να τον σκοτώσει την ώρα που θα πήγαινε στα λουτρά.
Η διαδρομή του πάντα συνηθισμένη και ρουτινιάρικη δεν θα τον δυσκόλευε καθόλου.
Το μόνο που έπρεπε να φροντίσει ήταν να μην υπάρχουν μάρτυρες. Για αυτόν τον
λόγο θα προσφερόταν να τον μεταφέρει ο ίδιος εκεί, ως ταπεινή ένδειξη
μεταμέλειας και συγγνώμης για τις αναίσχυντες και κολάσιμες πράξεις του. Σε ένα
σκοτεινό και δύσβατο μονοπάτι θα τον κάρφωνε με το ξίφος του και θα τον
παρατούσε σε τέτοια κατάσταση, ώστε να θεωρηθεί θύμα ληστών. Κάποιες
λεπτομέρειες απέμεναν και το σχέδιο του ήταν έτοιμο για εφαρμογή. Απλό και
αποτελεσματικό. Αυτό ήθελε. Τίποτα περισσότερο.
Οι ζητωκραυγές και τα ζωηρά χειροκροτήματα
των θεατών διέκοψαν βίαια τις σκέψεις του. Ο Γαΐος επανήλθε στην
πραγματικότητα. Χρειάστηκαν μερικά λεπτά για να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν.
Τίναξε το κεφάλι του με μια κίνηση νωχελική, κοίταξε περιμετρικά το στάδιο εστιάζοντας το βλέμμα
του στους μονομάχους και έπειτα σηκώθηκε αποφασιστικά. Η ώρα της μεγάλης δράσης
για τον ίδιο έφτασε. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Έπρεπε να το κάνει προτού
αλλάξει γνώμη, προτού το μετανιώσει. Προτού κυλιστεί ξανά στο βούρκο της
δυστυχίας του.
Ανέβηκε στο άρμα του και με μια κίνηση
γρηγορότερη από τον άνεμο έζεψε τα γκέμια. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Αρκετά
χρόνια από την ζωή του σπατάλησε ήδη. Η αντίστροφη μέτρηση για τον ίδιο και τον
πατέρα του ξεκίνησε. Σημείο επιστροφής δεν υπήρχε, ούτε περιθώρια για αλλαγές
σχεδίων. Θα το έκανε ή τότε ή ποτέ. Τότε. Αυτή ήταν η τελευταία του σκέψη, πριν
ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του. Έκλεισε τα μάτια του και μπήκε. Τότε. Τότε
ήταν η ώρα.
Συγγραφέας: Εύη Μαραγκουδάκη - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου