Δεν είχα ιδέα πού
βρισκόμουν. Είχα περιπλανηθεί για ώρα στα σοκάκια της πόλης, ψάχνοντας για
κάποιο γνωστό σημάδι, μάταια όμως. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά και τα ψηλά
κτήρια έκρυβαν τον ορίζοντα.

Είχα αρχίσει να
απελπίζομαι, όταν ξαφνικά...
πήρα μία στροφή που μου φάνηκε γνώριμη και τότε το αντίκρισα. Πάγωσα στη θέση μου και εξέτασα προσεκτικά το θέαμα. Ύστερα, ενώ το ένστικτό μου, μου έλεγε να φύγω τρέχοντας, το πλησίασα.
πήρα μία στροφή που μου φάνηκε γνώριμη και τότε το αντίκρισα. Πάγωσα στη θέση μου και εξέτασα προσεκτικά το θέαμα. Ύστερα, ενώ το ένστικτό μου, μου έλεγε να φύγω τρέχοντας, το πλησίασα.
Οι ασημένιες
αχτίδες του φεγγαρόφωτου, που έρχονταν από τον κρυμμένο ορίζοντα, δημιουργούσαν
ένα ισόπλευρο τρίγωνο στον τοίχο απέναντί μου. Η κορυφή του με παρέπεμπε προς
τα κάτω. Τα λόγια της γριάς μάντισσας μπλέχτηκαν στο μυαλό μου.
"Κάτω από το ασημένιο τρίγωνο υπάρχει μια
πόρτα αόρατη στα μάτια των πολλών."
Ένιωσα τις τριχούλες από το σβέρκο μου
να διαμαρτύρονται. Έκαναν επανάσταση, ορθώνοντας το ανάστημά τους. Κάθε βήμα
μου και μια ανάσα. Κάθε ανάσα και μια λόγχη φόβου στην καρδιά. Όσο κι αν η φωνή
μέσα μου ούρλιαζε να φύγω, τόσο εγώ κρατιόμουν στην εμμονή μου. Εξάλλου, άδικα
με αποκαλούσαν γάτα; Είχα αρκετές ζωές ακόμα να σπαταλήσω. Τι να φοβηθώ;
Στάθηκα μπροστά
στο τρίγωνο του φεγγαριού. Έκλεισα τα μάτια. Σε λίγο θα ξημέρωνε η έβδομη μέρα
του Ιουνίου, του 2006. Θα έχανα την ευκαιρία. Άπλωσα το χέρι, διαπερνώντας τον
τοίχο. Η πέτρα ήταν ρευστή. Μια δροσερή αύρα χάιδεψε το άκρο μου. Πήρα μια
βαθιά αναπνοή, λες και επρόκειτο να κάνω μακροβούτι στα σκούρα νερά μιας
αφιλόξενης θάλασσας. Μπήκα στην πύλη και ένιωσα το σώμα μου να βουλιάζει σε ένα
απύθμενο κενό. Κορδέλες από αναμνήσεις της ζωής μου χόρευαν γύρω μου. Το κεφάλι
μου μπλέχτηκε σε μια τέτοια κορδέλα και είδα ένα γνωστό χαμόγελο. Εισχώρησα σε
μια δεύτερη και άκουσα ένα ουρλιαχτό. Στην τρίτη είδα άλικο αίμα. Ξάφνου έφτασα
στο τέρμα της πτώσης μου. Άνοιξα τα μάτια και κοίταξα τριγύρω. Πέτρα και φωτιά.
Η είσοδος της κολάσεως. Απέναντί μου έχασκε ένα μαύρο άνοιγμα. Αφουγκράστηκα
και άκουσα μικρούς θορύβους. Κάτι πλησίαζε. Τα πόδια μου μαζεύτηκαν στο σώμα
μου. Μικρά χαχανητά γέμισαν τον χώρο, σαν ήχοι από πιάνο ξεκούρδιστο. Σκιές
σάλευαν στην είσοδο της σπηλιάς. Οι φωτιές ολόγυρα τρεμούλιασαν. Το αίμα μου
αρνιόταν να φτάσει στα δάχτυλά μου.

Κοντοζύγωσαν με
αργά βήματα και με παρατήρησαν. Παγωμένα η μία, θλιμμένα η άλλη, ερωτικά η
τρίτη. Η μαυρομάλλα έκανε το πρώτο βήμα. Ζάρωσα στη θέση μου. Στάθηκε ακριβώς
από πάνω μου. Πρότεινε το χέρι της, ζητώντας το δικό μου. Ο εγκέφαλος μου δεν
έδινε την εντολή. Τα μάτια της αμέσως συννέφιασαν. Έγιναν δύο τρύπες σκοτεινές.
Δεν είχα άλλη επιλογή. Με τρεμάμενα πόδια σηκώθηκα και της έδωσα το χέρι μου.
Με μια κίνηση κόλλησε το κορμί της πάνω μου και τα χείλη της στα δικά μου. Η
στυφή γεύση του αίματος με πλημμύρισε. Τα μάτια μου σφράγισαν και ένιωσα το
σώμα μου έρμαιο σε μια δίνη του χρόνου.

Η αιματορέουσα
γυναίκα πλησίασε και ακούμπησε τα μολυσμένα χέρια της στο κεφάλι του νεανικού
μου έρωτα. Τρύπωσαν στον εγκέφαλό της. Το πρόσωπο της νεαρής κοπέλας
συσπάστηκε. Η γυναίκα, που την χαλιναγωγούσε πίσω της, απόκτησε μια έκφραση
ευφορίας, ηδονής σχεδόν. Το σκοινί – ερπετό πλησίασε και τυλίχτηκε γύρω από τον
λαιμό της. Σε μια στιγμή βρέθηκε κρεμασμένη στον αέρα να ψυχορραγεί.
Έκλεισα τα μάτια. Όταν τα άνοιξα βρέθηκα εγώ στη
θέση της. Το σκοινί μου πίεζε την καρωτίδα. Εκλιπαρούσε το σώμα μου για μια
ανάσα. Γεύτηκα τον πόνο της, το παράπονό της. Την αδικία που της χάρισα,
κλέβοντας την πτυχιακή της εργασία. Θυμήθηκα τον θάνατό της. Δεν ένιωσα τίποτα
τότε. Καμία ενοχή. Τώρα ζω την απόγνωση. Βλέπω το σώμα μου μετέωρο, να αγωνιά
για επιβίωση. Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα. ξεπηδούν από μέσα μου.
Η γλώσσα μου στεγνή κρέμεται στο πλάι. Τα δάχτυλα των άκρων μου τεντώνουν σαν
βεντάλια. Ζεστό υγρό κυλάει από τα σκέλια μου. Ο θάνατος μυρίζει κάτουρο.
Το σώμα μου, σακί
που σωριάζεται στο πάτωμα. Ένας βήχας ξερός γδέρνει τον λαιμό μου. Ανοίγω τα
μάτια και αντιλαμβάνομαι πως επέστρεψα στην πρώτη σπηλιά. Απέναντί μου κράζουν
σαν όρνεα οι δύο γυναίκες που με αντικρίζουν. Τρέφονται με τον πόνο μου. Αγγίζω
τον λαιμό μου. καίει και τσούζει. Αίμα γεμίζει η παλάμη μου. Όμως
ζω...
Ζητώ να φύγω από
εκεί μέσα. Να ξυπνήσω από τον εφιάλτη που περνάω λόγω της ξεροκεφαλιάς μου. Οι
χρησμοί της μάντισσας χωλαίνουν στο μυαλό μου.
"Μέσα στην πύλη θα βρεις δύναμη, θα γίνεις κυρίαρχος του εαυτού σου και
των άλλων."
Όμως, εγώ πονάω και φοβάμαι.
+(darkwallz.blogspot.com).jpg)
Είμαι θαμμένος
ζωντανός...!
...συνεχίζεται
Συγγραφέας: Νεκτάριος Μπουτεράκος - φοιτητής Tabula Rasa
Γκραν Γκινιόλ, σούπερ! Μπράβο! Περιμένω τη συνέχεια ...
ΑπάντησηΔιαγραφή