
Ο Φουσκίτσας ζούσε στη Σιδηρούπολη. Ήταν
ορφανός και δε γνώριζε κανείς, πώς βρέθηκε σε αυτήν την πόλη. Μάλλον η
Φούσκα-μαμά του τον έχασε, επειδή ήταν πολύ ελαφρύς και με τον αέρα έφτασε ως
στα σκαλιά του ορφανοτροφείου από την Φουσκόπολη. Εκείνος το μόνο που θυμάται
ως μωρό, ήταν...
ένα τραγούδι που έλεγε μια γυναικεία φωνή:
«Πέτα μωρό μου ψηλά και
μη φοβάσαι αν πέσεις. Έχεις αντανακλαστικά, είσαι σκληρός, να ξέρεις!»
Όλα του
τα χρόνια, τα έζησε εκεί. Όλοι οι φίλοι του ήταν σίδερα. Δυνατοί και σκοτεινοί. Ήταν καλοί, μα δεν μπορούσαν να τον καταλάβουν. Η φύση του ήταν εύθραυστη και
εκείνος αόρατος σχεδόν. Έπρεπε να προσέχει κάθε του κίνηση για να μη σκάσει και
επίσης να μην έχει ποτέ το ίδιο σχήμα, γιατί τότε δε θα το διέκριναν οι άλλοι
και θα τον πατούσαν. Όμως όλα αυτά τα χρόνια έμαθε να ζει με τους κανόνες της
πόλης κι ας του ήταν δύσκολο. Καταλάβαινε πως το μόνο που είχε να κάνει ήταν να μην πετάει πολύ ψηλά, μα ούτε να σέρνεται στη γη. Όσο θα ήταν μετριοπαθής,
τόσο θα επιβίωνε.


«Θα βρέξει μάλλον», σκέφτηκε ο ανυποψίαστος Φουσκίτσας.
Όλοι
κλείστηκαν έντρομοι στα σπίτια τους. Μια σταγόνα αρκούσε για να τους κάνει πιο
άσχημους και άρρωστους. Εκείνος έμεινε έξω, η βροχή τον έτρεφε. Ο ουρανός
γέμισε σύννεφα, αλλά αυτή τη φορά διαφορετικά, από ότι είχαν συνηθίσει ως τότε.
Δεν ήταν μαύρα, μα ροζέ. Ήταν όλο φούσκες μέσα. Το σύννεφο κατέβηκε ακριβώς
πάνω από τον Φουσκίτσα κι εκείνος θαύμαζε σαστισμένος την ενότητα τους.
«Από τι ακριβώς;»
«Από
την Σιδηρούπολη», του είπε.
«Ζεις σε κόσμο που δεν είναι φτιαγμένος για σένα, δε
θες να σε βοηθήσουμε να έρθεις μαζί μας; Είμαστε από το ίδιο υλικό, τα σίδερα
είναι μαύρα και άσχημα, κακά και πονηρά.»
Τότε ο Φουσκίτσας θύμωσε πολύ κι
άρχισε να φουσκώνει από το θυμό του. Δεν είχε ξανασυμβεί αυτό. Θυμήθηκε ότι
πρέπει να είναι μετριοπαθής και τους είπε πως εκείνη είναι η πόλη του και δε
θέλει να φύγει. Τότε το σύννεφο έφυγε μονομιάς από τον ουρανό και δεν το είδε
πουθενά. Τα σίδερα βγήκαν δειλά από τα σπίτια τους χωρίς να καταλάβουν γιατί
δεν έβρεξε. Παρόλα αυτά φοβήθηκαν και ακύρωσαν τις απόκριες.

Έκανε όλες τις
προετοιμασίες και πήρε την απόφαση να κάνει κάτι παράνομο και επίφοβο, να φύγει
από την πόλη για να ψάξει το στόχο του. Το Σιδερικό, ο φίλος του από εκείνη την
οικογένεια κατάλαβε την τρέλα που πήγαινε να κάνει κι έτρεξε να τον σταματήσει.
Του είπε ότι θα τον λιώσει αν προσπαθήσει να φύγει. Εννοείται δε θα το έκανε
ποτέ, μα προσπαθούσε να τον κάνει να μετανοήσει. Ο Φουσκίτσας δεν άκουγε
τίποτα, πήρε φόρα και πήδηξε πάνω από το Σιδερικό και κατευθύνθηκε στην έξοδο.

Μπήκε σε ένα τεράστιο δίλημμα. Θα ακολουθούσε το στόχο που μόλις είχε
βάλει, για πρώτη φορά στη ζωή του ή θα γύριζε πίσω, να προσπαθήσει να σώσει
τους δικούς του; Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει πως δε θα είχε άλλη
ευκαιρία να δει εκείνη τη γυναίκα. Το σκέφτηκε καλά και δε μπορούσε παρά να γυρίσει
πίσω στους αγαπημένους του. Τους ειδοποίησε να κλειστούν μέσα στα σπίτια με
μεγάλες σιδερένιες κλειδαριές. Αυτός θα πήγαινε να ζητήσει βοήθεια σε άλλα
μέρη. Τον παρακάλεσαν να προστατευτεί μαζί τους. Ήταν ανένδοτος. Πηδούσε
δυνατά, σκόνταφτε σε ψηλά δέντρα και έπεφτε στη γη που ήταν μαλακή από χώμα και
χόρτα κι έτσι δεν πάθαινε κακό. Έφτασε στην Φουσκόπολη, ήταν πανέμορφη! Μπήκε
σε μια δημόσια λίμνη, που όλοι έπαιζαν και γλεντούσαν. Τους ζήτησε βοήθεια.
Εκείνοι δε μπορούσαν να καταλάβουν τι τον έκανε να πιστεύει, ότι μπορούσαν να
νικήσουν τα τρομερά, κοφτερά πλάσματα και για ποιο λόγο, για να σώσουν τα
σίδερα που τους έκαναν πόλεμο επί αιώνες; Μάλλον ήταν τρελός ο μικρός. Τότε
ευτυχώς μια γυναικεία γλυκιά φωνή μίλησε.
«Φουσκίτσα είσαι εσύ; Αλήθεια είσαι
εσύ; Επιτέλους σε βρήκα!»
Ο Φουσκίτσας αναγνώρισε πολύ εύκολα τη φωνή ήταν
εκείνη που τον νανούριζε.
«Ναι εγώ είμαι, εσείς ποια είστε;»

Ο Φουσκίτσας
μίλησε με εκείνη η γυναίκα και έμαθε πως ήταν η αδερφή του. Η μητέρα τους
πέθανε για να τους προστατεύσει στον πόλεμο με τη Σιδηρόπολη. Μικρή η Φούσκα,
δεν ήξερε τι να κάνει και τον άφησε να γίνει δυνατός στον αέρα. Έψαχνε να τον
βρει μα δεν τον έβρισκε, δε μπορούσε να πιστέψει πως ζούσε με τους εχθρούς
τους. Τελευταία δοκίμασε μήπως είναι στη Σιδηρούπολη μα εκείνος τους αρνήθηκε
και έφυγε στεναχωρημένη.
Από εκείνη τη στιγμή, δε χωρίστηκαν ποτέ ξανά κι οι δύο πόλεις
αδελφοποιήθηκαν.
Συγγραφέας: Ηρώ Μπέη - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου