Η Αννιώ ήλθε
από ένα χωριό της Δράμας το 1960, καλοκαίρι ήταν. Μόλις τέλειωσε την γ’
γυμνασίου η μάνα της, της έβγαλε το
εισιτήριο για το Κτελ και έφυγε με ένα μικρό μπόγο μαζί με την διεύθυνση του
σπιτιού, που θα την έπαιρναν να μεγαλώνει τα παιδιά και να κάνει τις δουλειές.
Καλά-καλά δεν είχε μεγαλώσει η ίδια και βρέθηκε...
να φροντίζει τον 4χρονο Γιάννη και την 10χρονη Μαρίνα, σε ένα σπίτι στο Χαλάνδρι, όχι πολύ μεγάλο. Τα έφερνε βόλτα με τις δουλειές.
να φροντίζει τον 4χρονο Γιάννη και την 10χρονη Μαρίνα, σε ένα σπίτι στο Χαλάνδρι, όχι πολύ μεγάλο. Τα έφερνε βόλτα με τις δουλειές.
Της έλειπε η
αδελφή της πολύ. Για τη μάνα της δεν την
ένοιαζε, ήταν σκληρή γυναίκα, την έδερνε συχνά και ο μόνος που την έπαιρνε
αγκαλιά τα βράδια ήταν ο πατέρας της και την παρηγορούσε. Έφυγε νωρίς, η Αννιώ ήταν
10, πήρε μαζί την μόνη αγκαλιά που είχε και της άφησε μόνο το ίδιο πράσινο
όμορφο βλέμμα και το χαϊδευτικό της, «Αννιώ».
«Θα έρθει η Αννιώ μου όπου να είναι», έλεγε ο Θανάσης
περιμένοντας να ‘ρθει η «μεγάλη του» να τον πάρει από την ταβέρνα, σταλμένη από
την μάνα της να μαζέψει τον «αχαΐρευτο τον πατέρα της που δεν θα βλέπει πάλι
μπροστά του να γυρίσει».
Κι η Αννιώ έτρεχε για την ταβέρνα, ήταν στην ευθύνη της
να είναι καλά ο πατέρας της και όταν «έφυγε» το πήρε βαριά, αρρώστησε σε μια
νύχτα, δεν έτρωγε 2 μήνες. Ώσπου την απείλησε η μάνα της, πως θα σκίσει τη
φωτογραφία του που φύλαγε στο μαξιλάρι της η Αννιώ ευλαβικά και άνοιξε ξανά το
στόμα της.
Η αδελφή της,
δυο χρόνια πιο παιδί, έμεινε να βοηθά την μάνα της στο χωριό με τις ελιές και
το μποστάνι, δεν είχαν άλλο τρόπο να προσποριστούν, μόνο ο αδελφός της μάνας
της καμιά φορά έστελνε ένα πακέτο από την Γερμανία. Σε δυο χρόνια θα έστελνε η μάνα της και την Βασιλική, θα
έβρισκε κάποιο σπίτι και για εκείνη. Περίμενε η Αννιω την αδελφή της όπως
περίμενε το πακέτο από την Γερμανία η μάνα της.
Πώς η Αννιώ
βρέθηκε από το Χαλάνδρι στα Πετράλωνα σε ένα νοικιασμένο δυάρι, αν κάποιος
έγραφε την ιστορία της, θα δυσκολευόταν να παρακολουθήσει το μονοπάτι που
πάτησε ως εκεί… Όταν την ρώταγε η Μάρω,
κάτι μισοέλεγε για τον έμπορο που την έστελνε η κυρά της να πάρει τυριά,
αλλά μπερδευόταν η ιστορία και με τον φαντάρο που έφερνε τα δέματα από το χωριό
στην κυρά της.
Πάντως μια νύχτα,
άρον-άρον την πέταξαν από το σπίτι και τα λαμπερά πράσινα ποτάμια που
ξεχύνονταν στα τρυφερά της μάγουλα δεν παρέσυραν τον θυμό της πουριτανής κυράς
της, που «της μαγάρισε το όνομα του σπιτιού». Ο φαντάρος
είχε ένα σπίτι μιας φίλης να την πάει για λίγες μέρες ή μήπως ήταν ο έμπορος; Η Αννιώ σκέφτηκε
πως αν κάνει να φάει πάλι καιρό δεν θα την
απειλήσει κανείς με την φωτογραφία του πατέρα της (την έκρυβε καλά πια από τότε
που την εκβίασε η μάνα της) και ίσως πεθάνει. Και πώς θα έβλεπε ξανά την Βασιλικούλα
της; Ενας χρόνος απέμενε.
Έγραψε στην
μάνα της πως πήγε σε ένα άλλο πιο πλούσιο σπίτι και να μην ανησυχεί (κι ας ήταν
σίγουρη πως δεν ανησυχούσε. Ήξερε δα, η λέξη «πλούσιο» ήταν το μόνο που θα
κατάφερνε να διαβάσει η μάνα της χωρίς την βοήθεια της Βασιλικούλας) και πως θα
άρχιζε να στέλνει και λεφτά.
Κι έστελνε η
Αννιώ. Γιατί μετά τον έμπορο-φαντάρο χτύπησαν κι άλλοι, κι άλλοι την γυάλινη
πόρτα με το καλλιγραφικό σίδερο και το συνθηματικό κουδούνι. Κι η Αννιώ άνοιγε
το γυαλί και έκλεινε τα μάτια. Κι έγραφε το αννιώ με το α μικρό πια στα γράμματά της στη
Βασιλικούλα πλέον, στη μάνα δεν σήκωνε το χάρτινο μέσα από τα γράμματα βλέμμα,
μην τύχει και διαβάσει την προστυχιά στα πράσινα μες στη λάσπη πια σμαράγδια
της και μαρτυρήσει στον πατέρα της όταν θα πήγαινε να τον βρει (αν και
αμφέβαλλε αρκετά αν θα συναντιόνταν οι δύο τους ξανά στον ίδιο τόπο).
Η Βασιλικούλα
δεν ήλθε μιας και η μάνα βρήκε ένα παλικάρι να την αρραβωνιάσει που είχε και το
κάτι τις του. Όμως, ήλθε σε 3 χρόνια από την μέρα που έφυγε ο Στέλιος. Τον
ερωτεύτηκε η Αννιώ. Δεν ήξερε τι θα πει ως τότε καρδιοχτύπι. Χτύπαγε η καρδιά
της όταν χτύπαγε το κουδούνι ο Στέλιος της, με συνθηματικό δικό της άλλο, μόνο
για αυτόν. Και έβαζε την μπλούζα που είχε από το σχολείο κάτω από την μικρή
ανοιχτή ρόμπα για να μην φαίνονται τα στήθη της γυμνά σε πρώτη θέα. Τον
ντρεπόταν τον Στέλιο.
Δεν την
γνώρισε ως πελάτης. Σε ένα μαγειρείο στην Ομόνοια που έπαιρνε κάθε Δευτέρα
(είχε ρεπό την Δευτέρα, το είχε δει στα θέατρα) μια σταλιά φαί την είδε πρώτη
φορά ο Στέλιος, είχε το μαγαζί με τον πατέρα του, η μάνα του είχε κλεφτεί με
τον μάγειρα πριν 10 χρόνια. Δεν τόλμαγε να του πει πού μένει στην αρχή. Και που
να πει πώς ζει, μούγκα. Αλλά ο Στέλιος ήταν 29 χρονών και τα 20 τα είχε περάσει
στην Ομόνοια. Την έπιασε τη βουτιά της ματιάς της όταν την ρώτησε που δουλεύει
και ας μουρμούρισε μέσα από το πάτωμα του μαγειρειού κάτι για ένα εργοστάσιο.
Κι άρχισε να
την πηγαίνει τα βράδια της Δευτέρας σπίτι. Δεν τον άφηνε να φτάσει ως την
πόρτα, 4 τετράγωνα μακριά τον έδιωχνε, να μην τον δει η γειτονιά, να μην τον
περάσουν για πελάτη, το είχε σε κακό για αυτόν. Άφηνε το παράπορτο ανοιχτό να απλώσει το χέρι να γυρίσει
το μάνταλο όταν ερχόταν εκείνος ξεχωριστά μετά, 3 τσιγάρα αργότερα και χίλιους
πόθους κοντινότερα. Είχε πάντα αλλάξει τα σεντόνια, τα ρούχα, τα μεσοφόρια,
τα μάτια, μέχρι και το τραπεζομάντηλο
άλλαζε πριν έλθει ο Στέλιος τις Δευτέρες.
Την αγάπησε
την Αννιώ ο Στέλιος, η ψυχή του κάθε φορά θύμωνε που δεν του δινόταν σαν η πρώτη
φορά της, που έδινε τα δώρα της σε κάθε τιποτένιο πελάτη της… Κι αγαλλίαζε μαζί
που την είχε τόσο δική του, τόσο παιδι και γυναίκα μαζί, την κοίταζε να γελά
και ένιωθε ο κόσμος του να φτάνει μακριά, στα καραβίσια τα ταξίδια που δεν τον
άφησε ο πατέρας του να πάει για να κρατήσει το μαγαζί, ήταν μεγάλος όταν τον
έκανε και τον ήθελε κοντά του, έφυγε και η μάνα του… Όμως δεν θα την έπαιρνε ποτέ την Αννιώ ο Στέλιος, αυτός μια
«παστρικιά»… πώς να ξεχάσει, πώς να αφήσει πίσω του τόσα χέρια πάνω στο
μικροκαμωμένο μα γυναικείο κορμί, τόσες ανάσες που ηχούσαν στα αυτιά που
εκείνος γέμιζε με τα λόγια του
Και πέρασε
ένας χρόνος, η Αννιώ ερωτευόταν όλο και βαθύτερα τα αταξίδευτα καράβια που της έφερνε στις
διηγήσεις του για αυτά που διάβαζε για την Αυστράλια και το Μαρόκο, το Βόσπορο
και την άπιαστη Κίνα. Και βούλιαζε κάθε φορά στα κύματα της μοναξιάς της όταν
έφευγε το πρωί, αξημέρωτα να μην τον λερώσουν τα μάτια των κυράδων, που νόμιζαν
πως διαφέντευαν το σπίτι τους με αλαζονική σιγουριά (μα εκείνη ήξερε καλύτερα
για το κρεβάτι τους παρά εκείνες για την παλάμη του χεριού τους).
Της το είχε
ξεκαθαρίσει ο Στέλιος, άμα και είχε μπλέξει με τέτοιο επάγγελμα (ας το λέμε κι
έτσι, έλεγε) ποτέ δεν θα την έπαιρνε, να το ήξερε, αυτός ερχόταν εκεί για λίγο
και έφευγε. Σαν τα ποστάλια, δένει το ποστάλι για πάντα σε λιμάνι; Μα αφού πάει
και έρχεται, η ψυχή του είναι δοσμένη στη θάλασσα. Την πρόσβαλε συχνά πυκνά δε
λέγοντας:
«Και το λιμάνι το έχουνε κουρσέψει τόσοι, που να δέσει
άλλωστε; Γκρεμίδι έχει μείνει».
Και ας έβλεπε
τα πράσινα τα μάτια της με παιδικά δάκρια να γεμίζουν και να γίνεται μικρή, μια
σταλιά με μιας, σαν τον πατέρα της να την κρατά και να την παρηγορεί μετά
αγκαλιά. Δεν της το συγχώραγε.
Πέθανε ο
πατέρας του Στέλιου το 1967 και ο αδελφός του, ο θειος του από την Μελβούρνη,
τού ‘στειλε ένα στεφάνι για την κηδεία και ένα εισιτήριο να πάει να τον βρει. Με καράβι.
Πέρασε από το
σπίτι της να την χαιρετίσει, μια βαλίτσα στο χέρι και ένα κομμάτι χαρτί με την αντρέσα
του θειου για να του γράψει αν ήθελε, μην και αποφάσιζε να πάει πίσω στο χωριό
και είχε κάτι ανάγκη. Έλειπε η Αννιώ, το ‘ξερε πως θα ‘ρθει και είχε μερες να
φάει. Και πώς να το πει το γεια στα καράβια του χωρίς δύναμη να σηκώσει ούτε το
μαντήλι; Πήγε στην Μάρω και έκλαιγε από ένα
βράδυ πριν, μούσκεμα τα μαξιλάρια, βούλιαξε η καρδιά στο κλάμα και δεν
ανέπνεε θαρρούσε πια, ας πέθαινε.
Όταν ήρθε σε τρεις
μήνες ο φάκελος με το εισιτήριο στην Αννιώ όρμησε να φιλήσει το ταχυδρόμο, μα
ντράπηκε που είδε το βλέμμα που άστραψε στα μάτια του.
Και όταν πάταγε
στο καράβι για τη Αυστράλια το βήμα της, πέταγε την πολυκαιρισμένη φωτογραφία
του κυρ Θανάση στο λιμάνι του Πειραιά, μαζί με την Αννιώ και την Βασιλικούλα
ακόμη ακόμη. Οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και η Αννιώ με τους ζωντανούς.
Συγγραφέας: Γιούλα Μπούρα - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου