Μια φορά κι ένα καιρό σ’ ένα απομακρυσμένο
και πολύ πλούσιο χωριό ζούσαν δύο οικογένειες. Η οικογένεια των Χρυσαφένιων και
η οικογένεια των Σμαραγδένιων.
Επί αιώνες οι δύο οικογένειες είχαν έχθρα
μεγάλη και άσβεστο μίσος. Στο χωριό αυτό υπήρχε ένα δάσος, που το μισό είχε
δέντρα που αντί για καρπούς είχαν σμαράγδια και το άλλο μισό, δέντρα που είχαν
χρυσάφι. Οι δύο οικογένειες, πάμπλουτες όπως ήταν αλλά και άπληστες, ήθελαν να
επεκταθούν και να κυριαρχήσουν και στο άλλο μισό του δάσους, αυτό που δεν τους
ανήκε. Τη μόνη φορά που επιτρεπόταν να συναντηθούν οι δυο οικογένειες και να
περάσει η μια τα σύνορα της άλλης ήταν...
την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ήταν ένα έθιμο που είχαν κρατήσει αναλλοίωτο αιώνες τώρα. Κάθε Παραμονή πρωτοχρονιάς και για μια ολόκληρη μέρα έκαναν ανακωχή και γλεντούσαν μαζί. Σα μια μεγάλη οικογένεια. Φυσικά δεν επιτρεπόταν η μία οικογένεια να αναμιχθεί με την άλλη, ούτε καν φιλικά. Η κάθε οικογένεια είχε πάνω από εκατό μέλη και μόνο μία φορά έτυχε να ερωτευτούν δύο μέλη αντίθετων οικογενειών τα οποία και ομολόγησαν το λάθος τους και κάηκαν στην πυρά για παραδειγματισμό.
την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ήταν ένα έθιμο που είχαν κρατήσει αναλλοίωτο αιώνες τώρα. Κάθε Παραμονή πρωτοχρονιάς και για μια ολόκληρη μέρα έκαναν ανακωχή και γλεντούσαν μαζί. Σα μια μεγάλη οικογένεια. Φυσικά δεν επιτρεπόταν η μία οικογένεια να αναμιχθεί με την άλλη, ούτε καν φιλικά. Η κάθε οικογένεια είχε πάνω από εκατό μέλη και μόνο μία φορά έτυχε να ερωτευτούν δύο μέλη αντίθετων οικογενειών τα οποία και ομολόγησαν το λάθος τους και κάηκαν στην πυρά για παραδειγματισμό.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2007
όμως κάτι απρόσμενο έμελλε να συμβεί. Ο έρωτας της Χρυσομαρίας και του
Σμαραγδογιάννη έμελλε να είναι η αρχή ενός πολέμου που κρατάει μέχρι και
σήμερα. Η Χρυσομαρία άνηκε στην οικογένεια των Χρυσαφένιων, ένα κοριτσάκι 14
ετών με ξανθά μπουκλέ μαλλιά και μελί μάτια, τόσο όμορφο που προσέλκυε γαμπρούς
από όλα τα γύρω χωριά. Φυσικά οι γονείς της δεν ήθελαν να τη δώσουν σε κανέναν.
Ήθελαν για γαμπρό τους κάποιον από την οικογένεια τους. Περίμεναν λοιπόν να
μεγαλώσει ο Χρυσογιώργος για να μπορέσει να την κάνει γυναίκα του. Απ’ την άλλη
ο Σμαραγδογιάννης, αγοράκι 17 ετών, έτοιμος για γάμο δεν ήθελε με τίποτα τη
Σμαραγδοελένη που του προξένευαν οι γονείς του. Τους είχε απειλήσει ότι αν του
τη δώσουν για γυναίκα θα αυτοκτονούσε και πένθος θα έπεφτε στο σμαραγδοχωριό
για 20 ολόκληρα χρόνια. Όλα τα δέντρα θα μαραίνονταν και θα έχαναν όλα τα
πλούτη και την αίγλη τους. Μάταια οι γονείς του προσπαθούσαν να τον πείσουν.
Εκείνος ήταν ερωτευμένος με την περίεργη νεαρά που αποφάσισε μια μέρα να
περάσει τα σύνορα, αφού δεν είχε δει ποτέ ξανά στη ζωή της σμαραγδόδεντρα. Με
το που αντάλλαξαν μία ματιά ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Φυσικά ήξεραν και οι δύο
ότι όλο αυτό ήταν απαγορευμένο και αν τους έπιαναν θα τους έκαιγαν στην πυρά
αλλά δεν τους ένοιαζε. Ο έρωτας τους ήταν τόσο μεγάλος έστω και με τη μια φορά
που είχαν ειδωθεί. Έστω κι αν δεν αντάλλαξαν μία κουβέντα. Έστω κι αν αυτή η
συνάντηση διήρκησε 10 δευτερόλεπτα.
Η Χρυσομαρία από τότε δεν είχε ξαναπεράσει
τα σύνορα, φοβόταν, φοβόταν μην τους δει κανείς και πάθει κάτι ο καλός της. Το
ίδιο και ο Σμαραγδογιάννης. Μία φορά που πήγε να περάσει τη νοητή γραμμή που
χώριζε τα δυο χωριά, τον είδε ένας βοσκός και από τότε δεν το ξανατόλμησε. Τα
δυο παιδιά ζούσαν περιμένοντας τη μέρα της Πρωτοχρονιάς. Εκείνη τη μοναδική
μέρα που θα ανταμώνανε ξανά και που θα μπορούσαν να ανταλλάξουν έστω και μια
κουβέντα.
«Πώς να είναι η φωνή της;», σκεφτόταν το αγόρι.
«Ποια να είναι τα
πρώτα του λόγια», σκεφτόταν η κοπέλα. Και οι μήνες πέρναγαν. Αργά και
βασανιστικά.
Ώσπου ήρθε ο καιρός. Οι ετοιμασίες για το
βράδυ της Πρωτοχρονιάς είχαν ξεκινήσει και μόλις μια βδομάδα χώριζε τα παιδιά
απ’ τη μεγάλη νύχτα. Τη νύχτα που όλα τα δέντρα θα άνθιζαν μονομιάς σαν
χιλιάδες ηλεκτρικά φωτάκια και θα φώτιζαν τον έρωτα τους. Κανείς απ’ τους δύο
δεν μπόρεσε να κοιμηθεί για 7 ολόκληρες μέρες. Η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά
και μονίμως ήταν χαμένοι σε σκέψεις και όνειρα που μόνο ένας ερωτευμένος μπορεί
να καταλάβει. Και η μεγάλη βραδιά έφτασε. Η Χρυσομαρία έβαλε το ωραιότερο
φουστάνι της, πλεγμένο με ρίζες από το μεγαλύτερο χρυσόδεντρο και έκανε ένα
υπέρλαμπρο κότσο με άνθη χρυσοκερασιάς. Ο Σμαραγδογιάννης απ’ την άλλη έφτιαξε
μόνος του ένα κουστούμι από σμαραγδόφυλλα που πάνω του κρέμονταν
σμαραγδοσταλίτσες βροχής. Φυσικά καμία απ’ τις οικογένειες δεν ήξερε τι
επρόκειτο να συμβεί. Ούτε που τους περνούσε απ’ το μυαλό. Η Χρυσομαρία έφτασε
στο δάσος τρέμοντας, με τους γονείς της να την κρατάνε απ’ το χέρι. Με το που αντίκρισε
του σμαραγδογείτονες της, το βλέμμα της έτρεχε με αστραπιαία ταχύτητα,
προσπαθώντας να βρει μες το πλήθος το πρόσωπο που είχε ερωτευτεί. Μάταια. Ο
Σμαραγδογιάννης δεν ήταν πουθενά. Αγχώθηκε.
«Δεν μπορεί, θα έρθει», μονολόγησε.
Και ξαφνικά, σαν άγγελος εξ ουρανού ξεπρόβαλε δίπλα της. Ένα τεράστιο χαμόγελο
χαράκτηκε στο πρόσωπο της.
«Θα ήθελες να χορέψουμε;», της πρότεινε και εκείνη
έγνευσε καταφατικά αφού κοίταξε τους γονείς της για την απαραίτητη άδεια.
Όση
ώρα διαρκούσε το τραγούδι και ο χορός δεν αντάλλαξαν ούτε κουβέντα. Απλά
ένιωθαν ο ένας το σώμα του άλλου και ανάσαναν παρέα, σαν ένα σώμα. Ήταν σα να
μην υπήρχαν άλλοι άνθρωποι στο χώρο. Σα να ήταν μόνοι τους. Σα να είχε
σταματήσει ο χρόνος, σα να είχαν παγώσει όλα και αυτοί με κάποιο τρόπο είχαν
καταφέρει να τον ξεγελάσουν. Και τότε ο Σμαραγδογιάννης έσπασε τη σιωπή.
«Θα σε
κλέψω απόψε», της είπε ψιθυριστά και την είδε να γουρλώνει τα μάτια της. Όταν
εκείνη πήγε να μιλήσει, της έκλεισε απαλά το στόμα με το χέρι του.
Φυσικά δεν είχε κάποιο σχέδιο αλλά μέχρι
το πρωί κάποια ευκαιρία θα του δινόταν. Και εκείνος θα την άρπαζε. Και ξαφνικά
πάνω στο χορό, η ευκαιρία παρουσιάστηκε. Μπλακ άουτ. Σαν ένα τεράστιο χέρι να
συνωμότησε μαζί τους. Όλα τα δέντρα βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Απόλυτο σκοτάδι στο
δάσος. Όλοι έμειναν παγωμένοι. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβη. Και
μετά από λίγα δευτερόλεπτα άρχισαν οι ψίθυροι και σε λίγο οι ομιλίες και αμέσως
μετά ο πανικός. «Τώρα είναι η ευκαιρία μας», της είπε ο Σμαραγδογιάννης και
πριν προλάβει να του απαντήσει την είχε αρπάξει απ’ το χέρι και έτρεχαν, με
μόνο φως, τις σμαραγδοσταλίτσες. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, είχε
λαχανιάσει και νόμιζε ότι θα λιποθυμήσει.
Όταν είχαν απομακρυνθεί αρκετά, τον παρακάλεσε
να σταματήσουν έστω για ένα λεπτό. Έπρεπε να πιάσει την ανάσα της και να
καταλάβει τι έχει κάνει. Φοβόταν τόσο πολύ, αισθανόταν τύψεις, τι θα σκέφτονταν
οι γονείς της, θα είχαν τρελαθεί απ’ την αγωνία τους.
«Μην ανησυχείς, όλα θα
πάνε καλά, αφού αγαπιόμαστε», της είπε και ένα κύμα ανακούφισης και ευτυχίας τη
διαπέρασε.
«Σ’ αγαπώ όσο δεν έχω αγαπήσει καμία άλλη. Και το ξέρω ότι δε θα
έπρεπε να είμαστε μαζί. Αν μας δει κάποιος μαζί θα μας σκοτώσει και τους δυο.
Αλλά αν δεν είμαι μαζί σου θα πεθάνω από δυστυχία. Είτε μαζί είτε χώρια η
κατάληξη είναι θάνατος. Αλλά μαζί σου ο θάνατος είναι τόσο γλυκός που μοιάζει
με ζωή».
Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της απαλά, έτσι όπως τους έλουζε το φως
απ’ τις σμαραγδοσταλίτσες και αμέσως κατάλαβε ότι αυτό που κάνει μαζί του είναι
σωστό. Είναι αυτό που περίμενε όλη της τη ζωή. Αυτόν που περίμενε όλη της τη
ζωή. Ήξερε ότι χρειάζονται κότσια κι αντοχές όλο αυτό που έκανε γι’ αυτήν και
αυτό την έκανε ακόμα πιο ευτυχισμένη. Δεν ήξερε ούτε που θα πάνε, ούτε πως θα
ζήσουν, ούτε τι θα κάνουν, αλλά ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν την ένοιαζε. Το
άγχος και το τρεμούλιασμα των χειλιών είχε περάσει. Ένιωθε ασφάλεια.
«Σ’αγαπωωωωωωωωωώ»,
ούρλιαξε ξαφνικά ο Σμαραγδογιάννης και η φωνή του αντήχησε σε όλο το δάσος
παίζοντας πινγκ πονγκ με τα δέντρα.
«Σσσσσς, μη φωνάζεις σε παρακαλώ, θα μας
ακούσουν», του ψιθύρισε, «κι αν πάθεις κακό δεν ξέρω τι θα κάνω χωρίς εσένα.
Αυτό που συμβαίνει το ονειρεύομαι χρόνια και δε θέλω να τελειώσει. Το ξέρω ότι
το για πάντα είναι μεγάλη υπόθεση αλλά είναι ουτοπία;»
Εκείνος χαμογέλασε. Δεν
απάντησε, απλά την κοίταξε στα μάτια. Και το βλέμμα του τα έλεγε όλα.
Η ώρα είχε περάσει, σίγουρα οι γονείς τους
θα είχαν ανησυχήσει πολύ. Ίσως και να το είχαν καταλάβει ότι έλειπαν και οι
δύο. Ότι έφυγαν μαζί. Ότι είναι ερωτευμένοι και πρόδωσαν τις οικογένειες τους.
Τον όρκο έχθρας και μίσους που προστάτευαν χρόνια ολόκληρα. Έπρεπε να
ξαναξεκινήσουν το τρέξιμο. Του ζήτησε μια τελευταία αγκαλιά, για να πάρει
δυνάμεις. Ποιος ξέρει για πόσο θα έτρεχαν μέχρι να βγουν απ’ το τεράστιο αυτό
δάσος. Της έκανε μια σφιχτή αγκαλιά και ξανάρχισαν να τρέχουν. Ακολουθώντας το
μονοπάτι που ήλπιζαν να τους βγάλει έξω απ’ τον εφιάλτη τους. Μέσα της
ευχήθηκε, οι γονείς της κάποτε να καταλάβουν, πως η αγάπη της, σαν ρόδι
πρωτοχρονιάτικο, τυχερό στάζει γι’ αυτόν αγάπη ένα σωρό. Σα να κατάλαβε τη
σκέψη της έσκυψε στ’ αυτί της και της ψέλλισε, μη φοβάσαι, ξέχασε τα όλα, πάνε,
πέρασαν, ως το πρωί, ώσπου να ξημερώσει, θα περπατάμε χέρι – χέρι και δε θα σε
ξαναπληγώσει ποτέ κανείς. Αφήσαμε τόσα χρόνια να περάσουν, με μια ψεύτικη
έχθρα, αν δεν το κάναμε τώρα, δε θα γινόταν ποτέ. Εκείνη αποφασισμένη πια, του
άρπαξε το χέρι κι άρχισαν να περπατάνε. Δε φοβούνταν πια. Ακόμα κι αν τους
έβρισκαν, είχαν ζήσει μια νύχτα απόλυτης μαγείας, αγάπης, έρωτα. Απλά θα
περπατούσαν. Μαζί πια. Το μονοπάτι του ονείρου τους.
Γιατί στα όνειρα μπορεί κανείς να κάνει
ότι θέλει. Αρκεί να μπορεί να ονειρευτεί. Αρκεί να θέλει να ονειρευτεί. Αρκεί
να βρει κάποιον να ονειρευτεί μαζί του…
Συγγραφέας: Αργύρης Γιαμάλογλου - φοιτητής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου