«Μη με αφήσεις! Μη φύγεις! Μη…», φώναξε με όλη την δύναμη της
η Άννα και ξύπνησε. Είχε μόλις δει ένα
απαίσιο εφιάλτη. Για ακόμα μία νύχτα, τα άσχημα όνειρα δεν την άφηναν να
κοιμηθεί. Ήπιε λίγο νερό και προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό της πως όλα
όσα ονειρεύτηκε δεν ήταν αληθινά. Μάταια όμως.

Tο Χρήστο να την αποχαιρετά και μετά να χάνεται στη θάλασσα. Ο Χρήστος ήταν ο καλύτερος της φίλος. Μεγάλωσαν μαζί στη ίδια γειτονιά. Τα καλοκαίρια έπαιζαν όλη την μέρα στο δρόμο, κρυφτό, ποδόσφαιρο και χώριζαν μόνο όταν τους φώναζαν οι γονείς τους τα βράδια για να κοιμηθούν. Μα και στο σχολείο μαζί ήταν. Στη ίδια τάξη, στο ίδιο θρανίο. Μαζί έκαναν κοπάνες στο Λύκειο για να πάνε για μπάνιο στη θάλασσα όταν άνοιγε ο καιρός.
Τι να σήμαινε αυτό το όνειρο; Και γιατί το έβλεπε τόσο συχνά
η Άννα; Όταν το είδε πρώτη φορά δεν έδωσε σημασία μα τώρα είχε αρχίσει να
προβληματίζεται. «Και αν… Και αν σημαίνει πως κάτι κακό θα γίνει;», αναρωτήθηκε
και ασυναίσθητα άγγιξε το μικρό ασημένιο αγγελάκι στο λαιμό της. Της το είχε
χαρίσει ο Χρήστος πριν ένα χρόνο. Τότε που για πρώτη φορά θα χώριζαν οι δρόμοι
τους. Η Άννα θα σπούδαζε Νομική στη Θεσσαλονίκη και ο Χρήστος θα έμενε στη
Αθήνα για να σπουδάσει Πληροφορική. «Να το φοράς συνέχεια. Θα σε προστατεύει όσο θα είσαι μακριά από
μένα», της είχε πει και από τότε η Άννα δεν το είχε βγάλει από το λαιμό της.
Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί, αλλά δεν τα κατάφερε. Ανησυχούσε
τόσο πολύ. Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στο φίλο της, να τον ρωτήσει αν είναι καλά,
να του πει πως τον αγαπά, πως θα κατέβαινε στη Αθήνα, έστω για λίγες ώρες να τον
δει, να τον αγκαλιάσει και μετά θα επέστρεφε πάλι στη πόλη όπου σπούδαζε. Σήκωσε το ακουστικό μα το άφησε αμέσως κάτω.
Ήταν τρεις τα ξημερώματα. Τέτοια ώρα θα κοιμόταν. Το θεώρησε ανόητο να τον
ξυπνήσει.

Ήταν αδύνατον πια να μπορέσει να κοιμηθεί η Άννα. Κοιτούσε
το ρολόι απέναντι της και μετρούσε τις ώρες μέχρι να ξημερώσει. Είχε συχνή
επικοινωνία με τον Χρήστο, παρόλο που τους χώριζαν τόσα χιλιόμετρα. Μόνο...
Μόνο τις τελευταίες 10 μέρες δεν επικοινωνούσαν τόσο συχνά όσο ήθελαν. Δεν
έφταιγε κανένας από τους δύο. Το διάβασμα για τις εξετάσεις της σχολής έφταιγε.
Η Άννα ήθελε να τελειώσει σύντομα τις σπουδές της, να επιστρέψει στη πόλη της
και να είναι και πάλι μαζί με τον Χρήστο ευτυχισμένη.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και άνοιξε το άλμπουμ με τις
φωτογραφίες. Ήταν το μόνο πράγμα που την χαλάρωνε: να βλέπει απεικονισμένες
στιγμές του παρελθόντος. Οι περισσότερες φωτογραφίες που είχε συγκεντρώσει ήταν
μαζί με τον Χρήστο. Κάποια στιγμή, βρήκε μία φωτογραφία που την τάραξε. Ήταν
από την 5ημερη εκδρομή του Λυκείου στη Κρήτη. Ο Χρήστος ήταν κοντά στη θάλασσα
και χαμογελούσε. Έκλεισε τα μάτια της
και θυμήθηκε όλα όσα είχαν γίνει σε αυτή την εκδρομή. Τα γέλια τους, τα
πειράγματα τους, τις βόλτες τους στους δρόμους της Κρήτης αλλά και τα μπάνια
τους.

«Έχεις σκεφτεί ποτέ τον θάνατο;», την είχε ρωτήσει και εκείνη
είχε βιαστεί να του απαντήσει αρνητικά. Ο θάνατος ήταν κάτι που δεν την
απασχολούσε. Γιατί να την απασχολούσε άλλωστε; Ο θάνατος ήταν για τους «άλλους,
τους ηλικιωμένους, αυτούς που έχουν ζήσει την ζωή τους.» Η Άννα είχε προσπαθήσει να αλλάξει θέμα
συζήτησης αλλά ο Χρήστος επέμενε. Σαν να ήξερε κάτι, σαν να το τρόμαζε κάτι..
Και έτσι συνέχισε λέγοντας: «Ξέρεις, αν πεθάνω νέος, θα πεθάνω στη θάλασσα». Η
Άννα δεν είχε μιλήσει τότε, απλά τον έσφιξε στη αγκαλιά της.
Το πήρε απόφαση. Θα του τηλεφωνούσε εκείνη την στιγμή. Δεν
την ένοιαζε αν θα την έβριζε που θα τον ξυπνούσε. Έπρεπε να τον ακούσει. Να της
πει πως είναι καλά, πως τζάμπα είχε χάσει τον ύπνο της με ανόητες σκέψεις. Θα
τον άκουγε να της λέει «Ηρέμησε καρδούλα μου. Όλα είναι μία χαρά. Δεν
χρειάζεται να ανησυχείς».

Η Άννα έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει
αυτό που είχε συμβεί. Ο εφιάλτης που είχε δει νωρίτερα, έγινε πραγματικότητα. Ο
Χρήστος, ο καλύτερος της φίλος ήταν νεκρός και αυτή δεν είχε προλάβει να τον
αποχαιρετήσει. «Δεν πρόλαβα, δε σε πρόλαβα ζωντανό φίλε μου. Πώς θα αντέξω
μακριά σου», μονολόγησε και ξέσπασε σε λυγμούς.
Συγγραφέας: Μαίρη Κάντα - φοιτήτρια Tabula Rasa
Ωραία, μεστή διήγηση, μέ έκφραση συναισθημάτων χωρίς υπερβολή καί μέ τήν αίσθηση τού αναγνώστη ότι συμπάσχει μέ τήν αγωνία καί τό δράμα πού βιώνει η ηρωϊδα. Μπράβο Μαίρη, πολύ ωραία η ιστορία καί είμαι σίγουρη ότι θά απολαύσουμε καί άλλα ενδιαφέροντα γραφόμενά σου στό μέλλον. Απ' ότι αντιλαμβάνομαι, γίνεται εξαιρετική δουλειά στήν Tabula Rasa. Keep going!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφή