Πάει ένας χρόνος και δεν έχετε φανεί από
τότε. Σαν χθες ήταν όταν με δάκρυα στα μάτια με αποχαιρετήσατε. Όταν φύγατε και
ήρθαν οι νέοι ιδιοκτήτες να μείνουν εδώ. Αυτοί, δε με πρόσεχαν καθόλου, δε με
καθάριζαν, δε με αρωμάτιζαν, δε με φώτιζαν. Θυμάμαι που κάθε πρωί σηκωνότανε η
Μυρσίνη και άνοιγε τις κουρτίνες. Οι ηλιαχτίδες του αγαπημένου μου ήλιου
περνούσαν μέσα μου και με ζέσταναν. Έμπαινε το φως και όλη η ενέργεια του ήλιου
έδινε χαμόγελα και χαρά στην οικογένεια. Όλοι ήμασταν τόσο χαρούμενοι. Τα
παιδιά έπαιζαν έξω στο κήπο και τα χαμόγελά και οι φωνές τους έδιναν πνοή, ζωή
σε μένα και σε εσάς. Εσείς με χτίσατε, εσείς με αναδείξατε, βάλατε το γούστο
σας και με φτιάξατε, με χτίσατε από τις οικονομίες σας. Ήμουν δικό σας και
ήμουν πολύ χαρούμενο. Θυμάμαι όταν μεγάλωνα και ερχόσασταν και επιβλέπατε. Τα
χρώματα που θα μου βάζατε, από τι υλικά θα ήμουν, πόσο γερό θα γινόμουν.
Σας έβλεπα και σας θαύμαζα και ήθελα και
εσείς να καμαρώνατε για μένα. Πίστευα πως...
εδώ θα μεγαλώσουμε όλοι μαζί. Ήμουν τόσο ευτυχισμένο γιατί είχα οικογένεια, είχα κάποιους να με προσέχουν και να με αγαπάνε. Πόσο με προσέχατε, δεν με τρυπάγατε όπως οι επόμενοι ιδιοκτήτες, με καθαρίζατε συχνά και τα υφάσματα που μου φορούσατε ήταν όλα τους υπέροχα. Αφήστε που γινόμασταν πολύ καλοί φίλοι. Επίσης τα έπιπλα ήταν όλα τους όμορφα και με τον καλό το λόγο όχι όπως τα άλλα που μου φέρανε και με υποχρεώσανε να τα βλέπω κάθε μέρα, μαύρα και μελαγχολικά, δε μου μιλάγανε καθόλου, πολύ σνομπαρία λέμε. Τα βράδια και πάλι είχατε φροντίσει να με φωτίζετε, και έμοιαζα σαν ένα αστέρι. Με ζήλευαν όλα τα σπίτια στη γύρω γειτονιά, ήμουν το καλύτερο, και μεταξύ μας η διπλανή βίλλα με είχε βάλει στο μάτι αλλά εγώ το έπαιζα σκληρός… άλλο τι ήθελα μέσα μου. Και καλά ενέδωσα μετά από λίγο… Τι κουκλάρα! Ψηλή με κάτι μπαλκόνια μα κάτι μπαλκόνια…. Περάσαμε τα δυο μας υπέροχα!!
εδώ θα μεγαλώσουμε όλοι μαζί. Ήμουν τόσο ευτυχισμένο γιατί είχα οικογένεια, είχα κάποιους να με προσέχουν και να με αγαπάνε. Πόσο με προσέχατε, δεν με τρυπάγατε όπως οι επόμενοι ιδιοκτήτες, με καθαρίζατε συχνά και τα υφάσματα που μου φορούσατε ήταν όλα τους υπέροχα. Αφήστε που γινόμασταν πολύ καλοί φίλοι. Επίσης τα έπιπλα ήταν όλα τους όμορφα και με τον καλό το λόγο όχι όπως τα άλλα που μου φέρανε και με υποχρεώσανε να τα βλέπω κάθε μέρα, μαύρα και μελαγχολικά, δε μου μιλάγανε καθόλου, πολύ σνομπαρία λέμε. Τα βράδια και πάλι είχατε φροντίσει να με φωτίζετε, και έμοιαζα σαν ένα αστέρι. Με ζήλευαν όλα τα σπίτια στη γύρω γειτονιά, ήμουν το καλύτερο, και μεταξύ μας η διπλανή βίλλα με είχε βάλει στο μάτι αλλά εγώ το έπαιζα σκληρός… άλλο τι ήθελα μέσα μου. Και καλά ενέδωσα μετά από λίγο… Τι κουκλάρα! Ψηλή με κάτι μπαλκόνια μα κάτι μπαλκόνια…. Περάσαμε τα δυο μας υπέροχα!!
Έπειτα ήρθε η ΔΝΤ εποχή και η χρεωκοπία.
Χρεοκόπησε η χώρα, χρεοκοπήσατε και εσείς. Αναγκαστήκατε να φύγετε από εμένα,
από την χώρα! Βγάλαμε πολλές αναμνηστικές φωτογραφίες για ώρες τραβούσατε…
τραβούσατε… Ήμουν το δημιούργημά σας. Με δάκρυα στα μάτια φύγατε, καμία
φωτογραφία δεν έχω εγώ όμως, μόνο αναμνήσεις. Σας θυμάμαι ακόμα και χωρίς
φωτογραφίες.
Και όταν φύγατε και ήρθαν οι επόμενοι έχασα
την ταυτότητά μου, δεν είμαι το ίδιο σπίτι, αν με δείτε δεν θα με γνωρίζετε,
αφήστε που έχασα και τη βίλλα, μου την έφαγε ένα προκάτ! Φθηνό, αλλά γουστόζικο
είπε και με εγκατέλειψε… Την ημέρα που δώσατε τα κλειδιά στους νέους ιδιοκτήτες
κλαίγατε τόσο πολύ. Ένιωθα κάθε δάκρυ σας να υγραίνει τους τοίχους μου όταν
είχατε γύρει το πρόσωπό σας πάνω μου και ήθελα τόσο πολύ να σας αγκαλιάσω… να
σας πω ότι σας καταλαβαίνω και ότι εγώ και πάλι σας αγαπάω, αλλά δεν μπορούσα
γιατί δεν είχα χέρια, ήσασταν μέσα μου όμως και σας ένιωθα. Σας αγάπησα, όπως
το παιδί τους γονείς τους. Το μόνο παράπονο είναι ότι δεν ήρθατε να με δείτε!!
Εγώ σας περίμενα έστω και για επίσκεψη.
Αυτοί που ήρθαν μετά από σας με κατέστρεψαν,
ακόμα και τα έπιπλα της κουζίνας και του μπάνιου στις συζητήσεις μας θέλουν
τόσο πολύ να φύγουν. Για να σκεφτείτε μία μέρα η κουζίνα για να τους εκδικηθεί
συμφώνησε με την κατσαρόλα να κάψει το φαγητό έτσι να βγάλει το άχτι της ρε
αδελφέ. Είχε πολύ γέλιο σας λέω!! Τώρα όμως σας χρειάζομαι, γυρίστε πίσω. Με
γκρεμίζουν, ναι καλά ακούσατε, με δώσανε αντιπαροχή. Ναι οι αλήτες!! Δεν με
θέλουν άλλο λέει γιατί στη θέση μου θα αποκτήσουν δύο διαμερίσματα πολυτελή. Τ’
ακούτε; Δεν με θέλουν, εσείς με θέλατε και σας αγαπώ και δεν σας κρατώ κακία
γιατί ξέρω ότι φύγατε παρά την θέλησή σας!!
Ξέρω, δε με ακούτε απλά είχα μία ελπίδα μήπως αλλάξει κάτι… Ήρθανε τους
ακούω, τα κομπρεσέρ είναι πολύ άγρια και εχθρικά, όλοι εδώ είμαστε ανάστατοι, η
κουζίνα, το μπάνιο, τα παράθυρα δεν είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε. Μας ακούτε;
Γυρίστε πίσω!!!
Συγγραφέας: Αγγελική Δρίτσα - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου