Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τις
κηδείες. Όχι, να πηγαίνεις, όχι, αυτό υποφέρεται. Άσε που καμιά φορά γελάς
κιόλας. Κάτι ο παπάς που ψέλνει και παράλληλα παίζει τέτρις στο iphone, κάτι οι υστερικοί συγγενείς. Ακόμα και τα
συνολάκια που φοράνε, μαύρα μεν, χρυσά σε τιμή δε. Όχι ότι είμαι τσιγκούνης
αλλά μου αρέσει η απλότητα. Κάτι που δε χαρακτηρίζει τις κηδείες στη Ελλάδα. Το
χειρότερο λοιπόν, είναι να οργανώσεις μια κηδεία και φυσικά να την πληρώσεις.
Πριν μια βδομάδα...
πέθανε ένας θείος της μάνας μου, πατημένα 100, ήδη με το ένα πόδι στον τάφο, τώρα έβαλε και το δεύτερο κι ο κλήρος έλαχε σε μένα να τρέξω για το θειο.
πέθανε ένας θείος της μάνας μου, πατημένα 100, ήδη με το ένα πόδι στον τάφο, τώρα έβαλε και το δεύτερο κι ο κλήρος έλαχε σε μένα να τρέξω για το θειο.
«Γιατί ρε μάνα, αδέρφια δεν έχει;»
«Πεθάνανε», μου λέει η μάνα.
«Ξαδέρφια;»
«Πεθάνανε κι αυτά».
Με λίγα λόγια, ο θείος είχε ξεκληρίσει όλο το σόι,
μέχρι κι ένα σκύλο που είχε, πάει κι αυτός. Ευτυχώς που δε χρειάστηκε να κάνω
κηδεία και στο σκυλί. Η μάνα μου δε να έχει πέσει σε κατάθλιψη, για το θείο,
όχι για το σκυλί και να θέλει την πιο grande κηδεία, λες και ήταν ο πρωθυπουργός της χώρας…
Βγαίνω στους
δρόμους κι αρχίζω να ψάχνω γραφεία κηδειών. «Το μεγάλο φτυάρι», μεγάλο, χμ… ακριβό,
σκέφτομαι. «Το ψηλό κυπαρίσσι», προβλεπόμενο, όλη μέρα κυπαρίσσια θα βλέπει,
και τότε το βρήκα «Όταν ο Χάρος γνώρισε το πτώμα». Τέλειο σκέφτομαι.
Συνοικιακό, σίγουρα με χιούμορ και σίγουρα οικονομικό. Αμ δε. Καλύτερα να τον
παντρεύαμε το θείο, μη σας πω να τον ξαναβαφτίζαμε παρά να τον κηδεύαμε.
Φέρετρα από 3000 ευρώ και πάνω. Μαόνι, καρυδιά, κόντρα πλακέ, σουηδικό, μέχρι
και λαμαρίνα είχε αλλά το καλύτερο ήταν το γυάλινο. Διαμπερές, ευάερο, ευήλιο… Μια κούκλα! 8000 ευρώ. Σκέφτηκα τη μαμά. Θα ξετρελαινόταν. Αλλά και τις
Μαλδίβες που είχα τάξει στη Μαρία φέτος το καλοκαίρι. Η Μαρία θα γκρινιάξει, θα
μου κόψει το σεξ για κάνα μήνα, το πολύ πολύ να φάω και λίγο ξύλο αλλά η μαμά…
θα μου κόψει το φαΐ. Η απόφαση ήταν εύκολη.
«Μαράκι μου, ήταν και η κηδεία
φέτος, καταλαβαίνεις έτσι δεν είναι; Μπορούμε τα Χριστούγεννα να πάμε Νέα
Υόρκη, τι λες;»
Από τώρα το έκανα πρόβα. Θα το πάρω. 8000 ευρώ μόλις έκαναν
φτερά, έγιναν γυαλί και μπήκαν σε ένα λάκκο με χώμα και σκουλήκια. Τέλεια
σκέφτηκα. Τουλάχιστον τελειώσαμε. Αμ δε. 3 ώρες έμεινα εκεί μέσα, για να μην πω
3 μέρες που μου φάνηκαν 3 μήνες. Ο συμπαθέστατος Χάρος ήταν πολύ οργανωμένος,
δεν ήταν ένας τυχαίος Χάρος που ήρθε να με πάρει. Τα είχε σκεφτεί όλα. Παπάδες,
παπαδοπαίδια, μέχρι κι την παπαδιά guest εμφάνιση.
Όντως grande η κηδεία. Με όλες τις πικάντικες
λεπτομέρειες. Όπου λεπτομέρειες = λεφτά = οικονομική κρίση = θάνατος. Όχι ο
θείος. Εγώ αυτή τη φορά. Και τότε άρχισε να μου λέει νούμερα. κόλλυβα 1000
ευρώ, μάλλον το σιτάρι θα είναι βιολογικό σκέφτηκα. Καφές σε παραδοσιακό
καφενείο άλλα τόσα. «Θα είναι κάπου κυριλέ», σκέφτηκα... Παπάς 2000 ευρώ και ένας
ψάλτης δώρο, αν θέλουμε έξτρα ψάλτη, 200 ευρώ ο καθένας, σα να είσαι στα
μπουζούκια σκέφτηκα, εκεί έχουν περίπου 3, όχι ψάλτες, δεύτερες φωνές. «3 θέλω
κι εγώ», σκέφτηκα. Μια φορά πεθαίνει ο θείος μου.
Της μάνας μου δηλαδή. Που είχε να τον δει τουλάχιστον 30 χρόνια αλλά τον είχε
σαν πατέρα της.
Μετά από 3 ώρες λοιπόν και 23000 ευρώ μείον, γιατί τελικά «όταν
ο Χάρος γνωρίσει το πτώμα» του παίρνει και τα σώβρακα, πήρα το αυτοκινητάκι μου
και άρχισα να πηγαίνω προς το σπίτι, όταν ξαφνικά ένα τεράστιο σκυλί πετάχτηκε
μπροστά μου από το πουθενά. Φρενάρισα επιτόπου αλλά κατάλαβα ότι δε θα μπορούσα
να το αποφύγω, οπότε έκανα το τιμόνι όλο αριστερά και… κατέληξα σε μια κολώνα
με το αμάξι φυσαρμόνικα. Το μόνο που θυμάμαι είναι η τελευταία μου σκέψη.
«Μη
με θάψετε, σας παρακαλώ μη με θάψετε, απλά να με κάψετε».
Συγγραφέας: Αργύρης Γιαμάλογλου - φοιτητής Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου