Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

"Επισκέπτες από το υπερπέραν" του Μάνου Σφυράκη


     Η Ερμιόνη παρατήρησε την Μίνι, το σκυλί της, που κοντοστάθηκε δίπλα σ’ ένα ξεραμένο δέντρο, με την ουρά τεντωμένη να κοιτάει μέσα στο πυκνό σκοτάδι που είχε αρχίσει να απλώνεται παντού. Η Μίνι άρχισε να γρυλλίζει και ευθύς η Ερμιόνη κατάλαβε πως κάποιος ή μάλλον κάτι τους πλησίαζε! Η ατμόσφαιρα ξαφνικά άρχισε να γίνεται όλο και πιο παγωμένη αφού η Ερμιόνη μπορούσε να διακρίνει την αναπνοή της να βγαίνει από το στόμα της σαν να κάπνιζε τσιγάρο. Μια ανατριχιαστική κραυγή που βγήκε με βία μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων, έκανε την Ερμιόνη να αρπάξει την Μίνι στα χέρια της, και εσπευσμένα να το βάλει στα πόδια το συντομότερο δυνατό. Όσο έτρεχε τόσο περισσότερο αισθανόταν πως κάτι σίγουρα τους κυνηγούσε, όμως όσο κι αν έριχνε κλεφτές ματιές πίσω της, το μόνο που μπορούσε να δει ήταν περίεργα λαμπυρίσματα…

     Ο Ερμής, το αγόρι της Ερμιόνης και γιος του σπιτονοικοκύρη, καθόταν έξω στην βεράντα και έπαιζε την κιθάρα του, όταν...
είδε την Ερμιόνη κατατρομαγμένη με το σκυλάκι της στην αγκαλιά, να τρέχει λαχανιασμένη προς την είσοδο του σπιτιού και αμέσως έτρεξε να δει τι συνέβη. Το πρόσωπο της έδειχνε χλωμό ενώ έτρεμε ολόκληρη. Ο Ερμής προσπάθησε να την ηρεμήσει. Της πρόσφερε ένα ποτήρι νερό, όπου το ήπιε μονομιάς. Εκείνος απορημένος, την ρώτησε τι της είχε συμβεί, μα εκείνη δεν μπορούσε να δώσει κάποια εξήγηση. Του είπε απλά, πως αισθάνθηκε την παρουσία κάποιου άγριου ζώου κι έτσι άρχισε να τρέχει πανικόβλητη. Ο Ερμής την κοίταξε σαστισμένος και ευθύς σηκώθηκε και κοίταξε μπροστά το ολοσκότεινο δάσος, μήπως και μπορέσει να διακρίνει τίποτα. 

     Η Ερμιόνη είχε την διαίσθηση πως ο εφιάλτης της δεν είχε τελειώσει και πλησιάζοντας τον Ερμή, τον ρώτησε αν έβλεπε κάτι. Εκείνος δεν έδωσε απάντηση στην ερώτημα της, μόνο την πήρε από το χέρι και μπήκαν μέσα δίχως δεύτερη σκέψη. Κλείδωσαν όσες πόρτες υπήρχαν, ακόμα και τα παράθυρα τραβώντας συγχρόνως και της κουρτίνες. Έσβησαν τα φώτα και άφησαν αναμμένο μονάχα ένα μικρό παλιό λυχνάρι, που το χρησιμοποιούσε η μητέρα του όταν γινόταν καμιά διακοπή.

     Οι δυο τους πλησίασαν το παράθυρο, που βρισκόταν δίπλα στην κεντρική πόρτα, όσο μπορούσαν πιο αθόρυβα ενώ ο Ερμής της έκανε νόημα να κοιτάξει σε ένα συγκεκριμένο σημείο από την μεριά της βεράντας. Η έντονη αυτή λάμψη που είχε φανεί στο δάσος, φάνηκε ξανά ακόμα εντονότερη!  Ένα αιθέριο πλάσμα που δεν πατούσε καν τα πόδια του στην γη, έδειχνε να περιπλανιέται ανάμεσα στα ψηλά δέντρα, βγάζοντας κραυγές σχεδόν ανθρώπινες. Πίσω του ακολουθούσαν κι άλλα όντα, που στην φαντασία ενός παιδιού, έμοιαζαν σαν τα φαντάσματα εκείνα που λένε οι γιαγιάδες για να κοιμηθούν ή για να καθίσουν φρόνημα…

     Τα μάτια της Ερμιόνης άνοιξαν με τρόμο! Στον Ερμή, το θέαμα αυτό μάλλον ήταν πιο οικείο, αφού δεν έδειχνε να πανικοβάλλεται. Τα πλάσματα αυτά με ταχύτητα πιο αργή κι από χελώνας, πλησίαζαν το σπίτι! Οι δύο νέοι χαμήλωσαν τα σώματα τους μπροστά από το παράθυρο, ενώ είχαν την κουρτίνα ελάχιστα ανοιχτή για να μπορούν να βλέπουν τι γίνεται απ’ έξω. Η καρδιά της Ερμιόνης ήταν έτοιμη να εκραγεί από την τρομάρα της!

     Κοίταξε τον Ερμή που συνέχιζε να δείχνει ήρεμος και τον ρώτησε αν θα αργούσαν οι γονείς του να επιστρέψουν, μα εκείνος της έκανε νόημα να σταματήσει να μιλάει. Εκείνη, μη γνωρίζοντας τι είναι αυτό με το οποίο επρόκειτο να έρθουν αντιμέτωποι, άρχισε να προσεύχεται και συγχρόνως να κλαίει από τον φόβο της. Ο Ερμής την αγκάλιασε και της είπε ψιθυριστά στο αυτί της να ηρεμήσει και πως μόλις έκαναν τα πλάσματα αυτά το πέρασμα τους από κει, θα της εξηγούσε τι συμβαίνει…

     Η ατμόσφαιρα έγινε απότομα πιο ψυχρή. Αμέσως κατάλαβαν ότι τα πλάσματα βρίσκονταν έξω ακριβώς από το σπίτι! Οι δυο τους αγκαλιασμένοι στην άλλη άκρη του παραθύρου, μπορούσαν να δουν τις σκιές των πλασμάτων στην κουρτίνα, καθώς περνούσαν! Οι περίεργες βασανισμένες κραυγές που έβγαζαν και τα βογκητά, έκαναν το δέρμα της Ερμιόνης και του Ερμή να σηκωθεί από ανατριχίλα.

     Η Μίνι, που άκουσε απ’ έξω τους ενοχλητικούς, για εκείνη θορύβους, πλησίασε την πόρτα κι άρχισε να γρυλλίζει ξανά. Η Ερμιόνη προσπάθησε να την σταματήσει, όμως ήταν ήδη αργά! Το γάβγισμα της ακούστηκε σαν μια άλλη εκκωφαντική σειρήνα εκείνη την στιγμή, στα αυτιά των νέων! Και οι δύο πάγωσαν στις θέσεις τους! Οι σκιές των πλασμάτων φάνηκαν να ακινητοποιούνται έξω από το παράθυρο και τότε μια φιγούρα λίγο πιο ψηλή από τις υπόλοιπες, πέρασε με γρηγορότερη ταχύτητα έξω από το παράθυρο, πηγαίνοντας προς την πόρτα. Ο Ερμής καταλαβαίνοντας τον κίνδυνο, έσβησε το λυχνάρι μονομιάς και πιάνοντας την αγαπημένη του από το χέρι, την έσυρε πίσω από τον μεγάλο καναπέ.

     Ξαπλωμένοι στο πάτωμα και με δέος, παρακολουθούσαν κάτω από το μικρό άνοιγμα που έκαναν τα πόδια του καναπέ, όσα συνέβαιναν… Καπνός πυκνός άρχισε να βγαίνει από τις χαραμάδες της πόρτας και ευθύς το πόμολο άρχισε να ανεβοκατεβαίνει με αργό ρυθμό, όμως ευτυχώς ο Ερμής είχε κλειδώσει. Η Μίνι συνέχιζε να γρυλλίζει και να γαβγίζει στο άγνωστο εκείνο πλάσμα που είχε πλησιάσει απειλητικά το σπίτι, μαζί με την συνοδεία του. Η κλειδωνιά ακούστηκε ν’ ανοίγει από μόνη της, δίχως να έχει ακουστεί κάποιος ιδιαίτερος ήχος από κλειδί. Οι δύο νέοι κοιτάχτηκαν με τρόμο! Η πόρτα άνοιξε αργά κάνοντας ένα μακρόσυρτο, διαπεραστικό τρίξιμο. Τα μάτια τους καρφώθηκαν στην είσοδο του σπιτιού! Δυο γυμνά γυναικεία πόδια ήταν το μόνο που μπορούσαν να διακρίνουν, και την Μίνι που ήταν έτοιμη να χιμήξει στην φιγούρα αυτή.

     Η αγωνία είχε χτυπήσει κόκκινο αφού τα λεπτά έμοιαζαν με αιώνα ατελείωτο, καθώς η γυναικεία αυτή φιγούρα είχε μείνει ακίνητη μπροστά στην είσοδο του σπιτιού να κοιτάει προφανώς την Μίνι. Όμως σύντομα το εξαγριωμένο σκυλί, πήδησε με ορμή πάνω στην γυναικεία φιγούρα ενώ φάνηκε να την διαπέρασε, αφού δεν βρήκε κάποιο εμπόδιο! Μονομιάς προσγειώθηκε έξω από την πόρτα κοντά στα σκαλιά, στάθηκε για δευτερόλεπτα στα πόδια της κι έπειτα σωριάστηκε στο πάτωμα. Η γυναικεία φιγούρα, έκανε μια απότομη πισινή μετατόπιση, πλησίασε το πλέον άψυχο σώμα της Μίνι και τότε ακριβώς δίπλα της φάνηκε μια μικρή λάμψη που άρχισε παίρνει την μορφή σκύλου.

     Η Ερμιόνη δάκρυσε στο τραγικό θέαμα αυτό, και πανικόβλητη, προσπάθησε να σηκωθεί πάνω για να πάει στην Μίνι, όμως ο Ερμής την συγκράτησε και την έσφιξε στην αγκαλιά του με δύναμη. Σε λίγο οι σκιές απ’ έξω άρχισαν να κινιούνται και πάλι, ενώ η γυναικεία αυτή παρουσία, με απίστευτη ταχύτητα βρέθηκε από μπροστά τους, μαζί με την ψυχούλα της Μίνι που την ακολουθούσε πιστά! Οι δύο νέοι σηκώθηκαν και πλησίασαν ξανά το παράθυρο με προσοχή! Οι σκιές δεν ήταν πλέον σκιές, αλλά ψυχές ανθρώπων, που σαν υπνωτισμένες ακολουθούσαν την αφέντρα τους!

     Ο Ερμής έμεινε προσηλωμένος πάνω σε δύο συγκεκριμένες ψυχές, οι οποίες με την σειρά τους, είχαν γυρίσει και κοίταζαν προς το σπίτι, καθώς απομακρύνονταν αιωρούμενες με αργό ρυθμό. Το βλέμμα τους έδειχνε κενό, όμως μπορούσε να διακρίνει από την βασανισμένη τους αλλόκοσμη έκφραση, να αναδύεται μια εμφανή θλίψη… Η Ερμιόνη πρόσεξε τα δακρυσμένα μάτια του Ερμή, ο οποίος με ένα πέρασμα του χεριού του, τα σκούπισε, πριν προλάβουν να κυλήσουν στα τριχωτά του μάγουλα…

     Οι δύο νέοι καθισμένοι στον καναπέ, λίγη ώρα αργότερα, και με το λιγοστό φως του λύχνου, που ο Ερμής άναψε ξανά, προσπαθούσαν να ηρεμήσουν από την φρίκη που είχαν ζήσει! Ο Ερμής, πριν ακόμα του ζητήσει η Ερμιόνη εξηγήσεις, της ομολόγησε τι συμβαίνει… Η γυναικεία φιγούρα, που είδαν, ονομαζόταν Μηλινόη. Θεωρείτο μια σκοτεινή νύμφη του υπόκοσμου που περιπλανιέται τις νύχτες στη γη με μια συνοδεία από φαντάσματα, όπου προκαλεί τρόμο στους ανθρώπους! Όλα αυτά ο Ερμής τα είχε μελετήσει από μικρός, γιατί εκείνη, η Μηλινόη, ήταν η υπαίτια για τον θάνατο των γονιών του!

     Η Ερμιόνη τον κοίταξε προβληματισμένη, μα ο Ερμής την πρόλαβε ξανά πριν αρχίσει τις ερωτήσεις. Οι γονείς του σκοτώθηκαν σε δυστύχημα λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι του, όταν εκείνος ήταν ακόμα μικρός. Ο Ερμής ήταν παρών στο δυστύχημα όμως δεν θυμόταν τίποτα από την ζοφερή εκείνη νύχτα, παρά μόνο το πρόσωπο της Μηλινόη που έμοιαζε από την μια μεριά σκοτεινό και από την άλλη φωτεινό, σαν ένα μισογεμάτο φεγγάρι! Η αστυνομία βρήκε το αυτοκίνητο αναποδογυρισμένο στην κόψη ενός γκρεμού, όπου το έσυραν πριν πέσει, και μέσα βρήκαν εκείνον λιπόθυμο και τους γονείς του νεκρούς!

     Εκείνοι που ως τώρα αποκαλούσε πάντα γονείς του, δεν ήταν παρά η αδερφή του πατέρα του, που μαζί με τον σύζυγο της τον μεγάλωσαν με τα δικά τους παιδιά σαν να είναι δικό τους. Κάθε χρόνο το ίδιο βράδυ του δυστυχήματος, εκείνος επέστρεφε στο πατρικό του για μπορέσει να τους δει ξανά, ενώ θα περιπλανούνταν με τη Μηλινόη, ευελπιστώντας πως κάποια μέρα θα καταφέρει να βρει ένα τρόπο για να τους απαλλάξει από αυτό το μαρτύριο και να αναπαύσει τις ψυχές τους!

     Η Ερμιόνη ακούγοντας την τραγική ιστορία του αγαπημένου της, δε μίλησε, απλά τον φίλησε γλυκά στα χείλι και αμέσως έγειρε και χάθηκε στην αγκαλιά του, αισθανόμενη πιο ασφαλής από ποτέ…

Συγγραφέας: Μάνος Σφυράκης - φοιτητής Tabula Rasa

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου