Η Λυδία περπατούσε πάνω κάτω στο σαλόνι με
το κεφάλι κατεβασμένο και τα χέρια στην πλάτη, σαν επιθεωρητής της αστυνομίας
που εξετάζει σκεπτικός τον τόπο του εγκλήματος. Τα βήματα της μονότονα και
βαριά έξυναν το ξύλινο πάτωμα. Φλούδες και ροκανίδια φώλιασαν στις σόλες των
παπουτσιών της. Αν αργούσε λίγο ακόμα ο Ιάσονας, σίγουρα θα άνοιγε τρύπα. Δεν
άντεχε άλλο να περιμένει. Η αναμονή ήταν μεγαλύτερο βάσανο από την ζωή που περνούσε μαζί του. Μια κακή σχέση πρέπει
να κόβεται ακαριαία με μαχαίρι, όπως το υψόμετρο στις Άνδεις κόβει την ανάσα
μας, ήταν τα λόγια της ψυχοθεραπεύτριας. Αυτά τα θυμόταν καλά. Έπρεπε να το
κάνει, να προχωρήσει παρακάτω χωρίς εκείνον. Δεν ήταν πια η ίδια, και αυτό
σκόπευε να του δηλώσει ορθά κοφτά. Σήκωσε το βλέμμα για να κοιτάξει το ρολόι
στον τοίχο. Εκεί έμεινε καρφωμένο. Για ώρα. Κάποια στιγμή...
της φάνηκε ότι οι λεπτοδείκτες σταμάτησαν να γυρνάνε. Ίσως επίτηδες το έκαναν για να την τιμωρήσουν επιδεικτικά, να την χλευάσουν για την απόφαση της, σκέφτηκε με θλίψη.
της φάνηκε ότι οι λεπτοδείκτες σταμάτησαν να γυρνάνε. Ίσως επίτηδες το έκαναν για να την τιμωρήσουν επιδεικτικά, να την χλευάσουν για την απόφαση της, σκέφτηκε με θλίψη.
Το διαπεραστικό κουδούνισμα της
πόρτας την τίναξε σαν ρεύμα. Με τις αισθήσεις της σχεδόν σε ύπνωση άνοιξε
ράθυμα την πόρτα. Στάθηκε να τον κοιτάζει μ’ ένα αδιήθητο κράμα απογοήτευσης και οίκτου. Η σκληρή και χαραγμένη
από τα ποτά και τα ξενύχτια όψη του της υπενθύμισε τον λόγο της συνάντησης
τους. Χωρίς περιστροφές τον οδήγησε στην κουζίνα, όπου ο καφές άχνιζε
μυρωδάτος. Ο δικός της έγλειφε από ώρα τον πάτο του φλιτζανιού. Δεν μπήκε στον
κόπο να του σερβίρει. Ήθελε να τελειώνουν μια και καλή, οποιαδήποτε μεταμέλεια
ή πισωγύρισμα θα ήταν εις βάρος της. Το γνώριζε καλά. Άλλωστε είχε ξανασυμβεί
χρόνια πριν. Και το τίμημα το χρεώθηκε μόνο εκείνη, κάθε λεπτό, κάθε ώρα, κάθε
μέρα στο πλάι του.
Έκατσαν σε αντικριστές καρέκλες. Ήθελε να
βεβαιωθεί ότι θα είχε την αμέριστη προσοχή του. Πήρε μια βαθιά ανάσα προτού
μιλήσει. Προετοίμαζε μέρες αυτή την στιγμή. Μάταια. Ένας σφιχτός κόμπος στο
λαιμό εμπόδιζε τις λέξεις να πάρουν τον δρόμο τους προς την έξοδο. Καλά- καλά η
ανάσα της δεν έβγαινε. Ξεροκατάπιε. Πνιγερή βουβαμάρα επικράτησε ανάμεσα τους.
Πήρε το φλιτζάνι στα χέρια της. Μια γουλιά ίσως ξεμπλόκαρε την κατάσταση.
Εκείνος την κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. Δεν καταλάβαινε πολλά. Δοκίμασε ξανά η
Λυδία να αρθρώσει έστω μια λέξη. Τίποτα. Ούτε αυτή την φορά κατάφερε κάτι. Ο
Ιάσονας περίμενε καρτερικά. Δεν βάσταξε. Άπλωσε τα χέρια του για να την
αγκαλιάσει αλλά εκείνη τραβήχτηκε πίσω. Έμεινε με τα χέρια ανοιχτά να
αναρωτιέται γιατί. Περίεργο. Εκείνη πάντα αποζητούσε να κουρνιάζει στην αγκαλιά
του. Ακόμα και μετά από έναν μεγάλο καυγά, ακόμα και όταν εκείνος εξαφανιζόταν
για μέρες τζογάροντας στα καταγώγια της πόλης. Τώρα όμως όχι. Κάτι άλλαξε. Κάτι
άλλαξε σε εκείνη που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Ο Ιάσονας άφησε έναν
αναστεναγμό να ξεπηδήσει από το στήθος του. Σταύρωσε τα πόδια και έβγαλε από
την τσέπη του καπνό για να στρίψει. Η Λυδία με μια απότομη κίνηση τον άρπαξε
μέσα από τα χέρια του και τον πέταξε στο καλάθι σκουπιδιών. Δεν άντεχε πλέον
την μυρωδιά του. Της προκαλούσε ζαλάδα στην κατάσταση της.
Εκείνος ανασηκώθηκε προς στιγμή
αλλά το παγερό της βλέμμα τον έκανε να καρφωθεί στην καρέκλα. Την κοίταξε βαθιά
και ικετευτικά στα μάτια και η καρδιά της πετάρισε. Το πρόσωπό της μαλάκωσε. Έσκυψε το κεφάλι. Δεν ήθελε να
την δει να βουρκώνει. Αισθανόταν τόσο παράξενα. Βιαστικά σκούπισε τα μάτια και
ρούφηξε την μύτη της. Ο Ιάσονας συνέχισε να την κοιτάζει, σαν να διαισθανόταν
ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπε μπροστά του. Άρχισε να τρίβει με
μανία το μέτωπο του και να ανακατεύει τις λιγοστές τρίχες στο κεφάλι του. Η
κίνηση αυτή την εκνεύριζε πολύ αλλά εκείνη την στιγμή δεν είχε όρεξη για φασαρία.
Ποιος ο λόγος άλλωστε; Κοκκίνισε τόσο πολύ το μέτωπο του μέχρι που ξεφλούδισε
την επιδερμίδα σε κάποια σημεία. Σταγόνες ιδρώτα έκαναν την εμφάνιση τους στο
πουκάμισο του, διαγράφοντας με κάθε λεπτομέρεια το ισχνό και ταλαιπωρημένο
κορμί του. Αδυνάτισε πολύ και η πλάτη του καμπούριαζε σαν τόξο, αδύναμη να
κρατήσει το βάρος της περιθωριακής ζωής του. Το χρώμα του, αρρωστιάρικο και
κάτωχρο, τονιζόταν ακόμα περισσότερο από την λάμπα φθορίου, καθώς τον παρατηρούσε με την άκρη του ματιού
της. Τρομοκρατήθηκε. Το κεφάλι της έκανε σβούρες στο χώρο και το στομάχι της
σφίχτηκε σαν κόμπος καραβίσιος από στεναχώρια. Ήταν έτοιμη να λυγίσει ξανά. Και
αυτή την φορά δεν θα υπήρχε δρόμος σωτηρίας για εκείνη. Μάζεψε λοιπόν όσο κουράγιο της απέμεινε και
δαγκώνοντας τα χείλη κατάφερε να μην
αφήσει συναισθηματισμούς και ευαισθησίες να κατακλύσουν την ψυχή της. Ένας
μορφασμός ικανοποίησης διαγράφηκε στο πρόσωπο της.
Πλησίασε την καρέκλα της και
έκλεισε τα χέρια του ανάμεσα στα δικά της. Δεν τα άφησε παρά μόνο όταν άρχισαν
να πονάνε οι μυς από το σφίξιμο. Ήθελε να τον κάνει να νιώσει την δύναμη της
απόφασης της. Ένα δάκρυ απόγνωσης και αποδοχής συνάμα κύλησε ασυναίσθητα στο
μάγουλο του. Εκείνη το σκούπισε με τα χείλη της. Η αίσθηση τους στο παγωμένο
του μάγουλο τον έκανε να ριγήσει. Έσφιξε τα μάτια για να κρατήσει για πάντα
μέσα του αυτή την ανάμνηση. Έπειτα έβγαλε τα κλειδιά του σπιτιού της από την
τσέπη του και τα άφησε στο τραπέζι. Εκείνη δεν είχε τίποτα δικό του να του
επιστρέψει εκτός από…. Εκτός από ένα μωρό που θα ερχόταν στον κόσμο σε λίγους
μήνες. Ίσως κάποια στιγμή μετά από χρόνια να του φανέρωνε την αλήθεια, όταν τα
πράγματα θα ήταν διαφορετικά, κυρίως για εκείνον. Ίσως και όχι. Δεν ήταν της
στιγμής να αποφασίσει.
Η πόρτα έκλεισε πίσω του
αθόρυβα, όσο αθόρυβα μπήκε στη ζωή της μερικά χρόνια πριν. Εκείνη τον έβλεπε
από το ματάκι της πόρτας να κατεβαίνει αργά τα σκαλιά. Δάκρυα σαν χείμαρροι
ξεχύθηκαν στο πρόσωπο της. Η καρδιά της έπαιζε ταμπούρλο. Αφέθηκε στη δίνη των
συναισθημάτων της, αυτών που τόση ώρα έκρυβε καλά. Έμεινε για ώρα ξαπλωμένη στο
πάτωμα, μέχρι που άρχισε να κρυώνει. Αμέσως τινάχθηκε από κάτω. Τύλιξε τα χέρια
της γύρω από την κοιλιά της και χαμογέλασε αχνά. Μια καινούργια ζωή ξεκινούσε
για αυτή, ελεύθερη και ανάλαφρη από τα δεσμά του παρελθόντος. Μια ζωή για την
οποία θα αποφάσιζε μόνο αυτή. Μόνο αυτή.
Συγγραφέας: Εύη Μαραγκουδάκη - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου