«Είμαι ο
καλός λύκος, γνωστός ως κακός. Ξέρω ότι κανείς δε θα με πιστέψει. Είναι να μη
σου βγει το όνομα τελικά. Θα σκεφτεί κανείς, γιατί θέλω να μιλήσω τότε; Έτσι,
τουλάχιστον θα ξέρω ότι προσπάθησα μια φορά να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, να τα
έχω καλά εγώ με μένα. Επίσης, ίσως καταφέρω, έστω και μερικούς, να βλέπουν τα
πράγματα από όλες τις πλευρές…ή από όσες περισσότερες μπορούν και έτσι να
διορθώνουν και να διορθώνονται. Πάνω από όλα όμως χρωστώ να το κάνω αυτό για τη
μνήμη της Γλυκερίας.

ο πατέρας μου μαζί με τους πιο δυνατούς της αγέλης, έψαχναν πάντα για το φαί. H μητέρα μου, μαζί με τη μητέρα της αγαπημένης μου, φρόντιζαν τα σπίτια και τα μικρά λυκάκια, σαν εμένα και τη Γλυκερία. Τι όμορφη που ήταν! Την αγάπησα από τη πρώτη δαγκωματιά. Ήμασταν στο λύκειο τότε που δώσαμε τους όρκους αγάπης μας. Ήταν η ίδια εποχή που τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Ο πατέρας κι η αγέλη δεν έβρισκε φαί. Πεινούσαμε πολύ, αλλά παρόλα αυτά δε μιλούσαμε, γιατί δε μπορούσαμε να τα βάλουμε με τα γουρούνια. Σ αυτά τα χοντρά βρομιάρικα ζώα ανήκει το βουνό ολόκληρο. Ήταν πιο πονηρά από τους λύκους, γι αυτό και κατάφεραν να κάνουν δικό τους, ότι υπάρχει πάνω στη φύση του βουνού Σαμόνος. Έτρωγαν πολύ και όσο έτρωγαν, τόσο πάχαιναν και ζητούσαν παραπάνω. Την πρώτη φορά που ήρθαν, τα αφήσαμε να φάνε από τη περιοχή μας, γιατί τα λυπηθήκαμε που ήταν ισχνά και είχαν το απαλό ροζ της αρρώστιας. Μετά ένιωθαν ότι εκείνα τα μέρη ήταν δικά τους, επειδή αυτά έτρωγαν εκεί και εμείς -οι γονείς μας δηλαδή- δεν είπαμε τίποτα, γιατί ήταν λίγα και εμείς πολλοί και δεν μπορούσαν να κάνουν κακό σε τόσο κόσμο. Έτσι νομίζαμε. Στα τελευταία χρόνια όμως, μας έκαναν ότι ήθελαν, μας έβαλαν φόρους που δε μπορούσαμε να πληρώσουμε και χάναμε σιγά-σιγά τα σπίτια μας. Ο πατέρας των τριών γουρουνιών ήταν αρχιτέκτονας και πολύ πλούσιος. Χάσαμε το σπίτι, που όλοι οι παππούδες μας περνούσαν από γενιά σε γενιά μέσα σε ένα βράδυ, τότε απογοητεύτηκα. Δε θα έκανα όμως, ποτέ κακό σε κανέναν, ούτε να λογομαχήσω δε μπορούσα. Εμείς τρώγαμε από τα σκουπίδια των άλλων ζώων του δάσους και κοιμόμασταν στα δέντρα. Ακόμα αντέχαμε.



Ακόμα
ψάχνω γι αυτήν. Δε με νοιάζει που με περνάν όλοι για κακό, με πειράζει που
αφήνουν τα γουρουνάκια ακόμα και τώρα, που ξέρουν τι κακό κάνουν, να μας
βασανίζουν. Για τη Γλυκερία λοιπόν, αφήνω αυτό το παραμύθι. Όποιος μπορεί ας το
διαδώσει, όποιος δε μπορεί ας το διαφυλάξει, όποιος δε μπορεί ας μη το κάψει.
Αξίζει να υπάρχουν όλες οι πλευρές. Γλυκερία δε θα σταματήσω ποτέ να σε ψάχνω.»
Ο καλός ο
λύκος άφησε ένα βιβλίο κάτω από κάθε πόρτα. Άλλοι το διάβασαν, άλλοι γέλασαν,
άλλοι έκλαψαν, άλλοι έψαξαν για τη Γλυκερία, άλλοι προσπάθησαν να εκδικηθούν τα
γουρουνάκια κι άλλοι το έκαψαν ή το πέταξαν στα σκουπίδια. Η Γλυκερία
βρίσκονταν υπηρέτρια στο σπίτι των γουρουνιών, όταν άκουσε κρυφά συζητήσεις
τους, πως πολλοί ψάχνουν γι αυτήν. Τότε πήρε θάρρος, έφυγε κρυφά από το σπίτι
και βρήκε το καλό λύκο. Δημιουργήθηκε νέα ομάδα από δυνατούς λύκους, όπου
έπιασαν τα γουρουνάκια, τα έβαλαν να δουλεύουν όλη μέρα και τα σπίτια τους τα
έκαναν ξενώνες για όλους τους αστέγους.
Συγγραφέας: Ηρώ Μπέη - φοιτήτρια Tabula Rasa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου